April 3, 2012

Εκεί είχανε οικονομικό θαύμα… ή «Σου κόβεται η μιλιά»


Το έργο. Σε μια φάρμα _ το Στάλερχοφ. Γερμανία, αρχές δεκαετίας του ’70. Η Μπέπι, η κόρη του ιδιοκτήτη της φάρμας, είναι στα δέκα τρία _ «καθυστερημένη». Η μάνα κι ο πατέρας της τη σιχαίνονται και την περιφρονούνε και τη μισούνε _ που βγήκε «έτσι». Και την κακομεταχειρίζονται. Η Μπέπι βρίσκει αποκούμπι στον Ζεπ, έναν ηλικιωμένο, κοντά στα εξήντα και στη σύνταξη, εργάτη που δουλεύει στη φάρμα. Στερημένος κι αυτός. Ένα «χαμένο κορμί». Ζει στη μοναξιά του _ μ’ ένα σκύλο μόνο. Η Μπέπι δεν είναι επιθυμητή _ αλλά ο Ζεπ νοιώθει μια ζωώδη έλξη γι αυτή. Σμίγουν.
Το κορίτσι νοιώθει πως κάπου μπορεί ν’ ακουμπήσει, από κάποιον μπορεί να εισπράξει αυτό που στερείται παντελώς _ ένα νοιάξιμο, ίσως και μια τρυφερότητα. Αλλά θα μείνει έγκυος. Οι γονείς θα το μάθουν. Η εκδίκηση του πατέρα είναι να δηλητηριάσει το σκύλο του Ζεπ, το μόνο που έχει στη ζωή. Σκέφτονται _ πηγαίνοντας στην εκκλησία… _ να σκοτώσουν το κορίτσι. Για να μην μην «κηλιδωθεί» η τιμή τους. Δεν το κάνουν. Η μάνα ετοιμάζεται να της κάνει έκτρωση. Δεν το κάνει. Φοβάται; Λυπάται; Έχει ηθικές αναστολές; Η Μπέπι θα γεννήσει.
Το έργο (1972) του Φραντς Ξάβερ Κρετς «Stallerhof» τελειώνει απότομα _ σα να κόβεται με το μαχαίρι _, όταν αρχίζουν οι ωδίνες του τοκετού της δεκατριάχρονης. Η συνέχεια ίσως θα ήταν ακόμα πιο σκληρή… Μέσα από τις έξι σκηνές της πρώτης πράξης, τις δέκα της δεύτερης και τις έξι της τρίτης, μέσα από είκοσι δύο συνολικά σκηνές, όλες σύντομες έως πάρα πολύ σύντομες, κοφτές, με λόγο ελάχιστο, αφαιρετικό _ τα απαραίτητα _, αλλά εξαιρετικά πυκνωμένο και ακριβή και περιεκτικό, με παύσεις πολλές που λένε περισσότερα, ο Κρετς _ δίκαια; Άδικα; Δεν ξέρω, αλλά σίγουρα με ειλικρίνεια _ καταγράφει με έναν σκληρό, κυνικό, ωμό ρεαλισμό, σχεδόν νατουραλίστικα, μια ζωή μίζερη, στερημένη, προβληματική, χωρίς κοινωνική μέριμνα, σ’ ένα κράτος, την Γερμανία, που βιώνει, όπως όλοι πιστεύαμε, ένα «οικονομικό θαύμα». Ένα θαύμα που δεν το μοιράζονται, όμως, όλοι _ δεν είναι για όλους.
Ο Κρετς δεν ηθικολογεί _ «το αμάρτημα της παιδεραστίας», «το έγκλημα της αποπλάνησης ανηλίκου»... Ούτε κατά διάνοια. Το «Stallerhof» είναι, σαφώς έργο πολιτικό. Έστω και έμμεσα. Και μοιάζει σαν ένα λαχάνιασμα. Που παίρνεις μικρές, κοφτές ανάσες προσπαθώντας να αναπνεύσεις χωρίς να μπορείς να πεις πολλές κουβέντες, να σχηματίσεις λόγο ολοκληρωμένο _ αυτή την αίσθηση και καθόλου την αίσθηση «κινηματογραφικότητας» μου άφησαν οι μικρές, γρήγορα εναλλασσόμενες σκηνές με τον ελλειπτικό λόγο. Όπως και την αίσθηση πως ο ελλειπτικός αυτός λόγος πηγάζει από την αδυναμία το συγκεκριμμένο θέμα να αντιμετωπιστεί με λόγια _ «σου κόβεται η μιλιά», λέει κάποια στιγμή ο πατέρας Στάλερ. Άλλωστε στο «Wuncshkonzert» _ που έχουμε δει στην Ελλάδα και με την Αλέκα Παΐζη σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα (ως «Τα αγαπημένα σας τραγούδια») στο «Απλό Θέατρο» και, πιο πρόσφατα, από την Δέσποινα Κούρτη με σκηνοθέτρια την Ζωή Χατζηαντωνίου στο «Από Μηχανής», σε δύο συγκλονιστικές ερμηνείες _, γραμμένο την προηγούμενη χρονιά (1971), ο Κρετς καταγράφει την ίδια κοινωνική απόγνωση και τη μοναξιά και την έλλειψη επικοινωνίας χωρίς καθόλου λόγια _ βουβά.

Η παράσταση. Ο Βαγγέλης Θεοδωρόπουλος που υπογράφει τη σκηνοθεσία σεβάστηκε και το γράμμα και το πνεύμα του έργου. Η αποπνικτική ατμόσφαιρα που δημιούργησε, οι ρυθμοί, οι παύσεις, το στήσιμο της παράστασης μεταφέρουν την κοινωνική ασφυξία που καταγγέλει ο Κρετς. Και τις «τολμηρές» σκηνές του έργου τις διαχειρίζεται με την μεγαλύτερη διακριτικότητα και με μέτρο _ αλλά και καθόλου σεμνότυφα. Τολμηρότερο από τις γυμνές σκηνές και τις σκηνές σεξ ή αυνανισμού βρήκα πώς ο σκηνοθέτης τοποθετεί ΜΕΣΑ στην εκκλησία τη σκηνή που οι γονείς σκέφτονται το φόνο του παιδιού τους _ κι όχι «στο δρόμο προς την εκκλησία» όπως προβλέπει το κείμενο.
Η παράσταση έχει πολλά στα υπέρ της: μια καίρια, εξαίρετη μετάφραση της Κοραλίας Σωτηριάδου και μια μουσική _ του Σπύρου Γασπαράτου _ που υποβάλλει με τον καλύτερο τρόπο αλλά, όπως και η σκηνοθεσία, διακριτικά.
Για τα σκηνικά της Μαργαρίτας Χατζηιωάννου θα είχα να πω πως με τον λιτότερο τρόπο _ ξύλο και άχυρα _ υπηρετούν έργο και σκηνοθεσία καθοριστικά. Με τη μελαγχολική χρωματική «μονοτονία» των σκηνικών έρχονται αρμονικά να δεθούν τα κοστούμια. Αλλά ανάμεσά τους και η έκπληξη. Που εμβολίζει τη μελαγχολία και την απόγνωση με μια νότα αισιοδοξίας _ σαν να αφήνει αμυδρά να χαράξει μια αχτίδα ελπίδας: τα χρώματα των ρούχων της Μπέπι. Ένα κοστούμι που αποδεικνύει πως η σκηνογράφος / ενδυματολόγος γνωρίζει πώς να δημιουργήσει αισθητική μέσα στο κιτς και τη μιζέρια που επιβάλλει το κείμενο, σε αντίθεση με την κρατούσα μεταμοντέρνα γραμμή. Ο Σάκης Μπιρμπίλης, σε μεγάλη φόρμα και πάλι, με τους φωτισμούς που σχεδίασε Δημιουργεί: καταπληκτική δουλειά. 


Οι ερμηνείες. Ο Μάνος Βακούσης χαράζει, μακριά από υπερβολές στις οποίες μερικές φορές υποκύπτει, με λιτό, βαθιά εσωτερικό τρόπο τον Ζεπ, δίνοντας μια αξιομνημόνευτη ερμηνεία. Η Μαρία Καλλιμάνη, για άλλη μια φορά, μεταμορφώνεται και πείθει ως αγρότισσα. Ο καλός Κώστας Τριανταφυλλόπουλος στις πρώτες σκηνές μού φάνηκε κάπως σφιγμένος και σε πολύ ψηλούς τόνους αλλά στη συνέχεια εντάσσεται στο όλο κλίμα.
Η νεαρή Αμαλία Αρσένη, στην πρώτη επαγγελματική της εμφάνιση, εκτίθεται χωρίς αναστολές αλλά με μέτρο και ήθος και καταφέρνει να είναι απόλυτα πειστική Μπέπι. Ο ρόλος είναι βέβαια αβανταδόρικος και θα ήθελα να τη δω και σε άλλους, πιο «βατούς» για να καταλήξω σε ασφαλή συμπεράσματα.
Μια πολύ ενδιαφέρουσα, κατά τη γνώμη μου, παράσταση.

«Θέατρο του Νέου Κόσμου» / Πάνω Χώρος, 30 Μαρτίου 2012.

No comments:

Post a Comment