August 14, 2012

«Όρνιθες» που ξεφωνίζουν και ξεφτίδια Χατζιδάκι


Το έργο. Ο Πεισθέταιρος και ο Ευελπίδης, αθηναίοι πολίτες σε μια Αθήνα του Πελοποννησιακού Πολέμου και, κατά τον Αριστοφάνη, της παρακμής πια, μπουκωμένοι και αγανακτισμένοι από τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζουν, αποφασίζουν να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να αναζητήσουν την ιδανική πολιτεία. Μέσα από την κουβέντα τους με τον Τηρέα, που ο Δίας έχει μεταμορφώσει σε πουλί – τον Έποπα _, ο Πεισθέταιρος καταλήγει πως αυτό που ψάχνουν θα μπορούσε να είναι μια πολιτεία των πουλιών, κτισμένη στους αιθέρες, ελεύθερη, ανεξάρτητη και απομονωμένη από τους ανθρώπους αλλά και από τους ενοχλητικούς πια θεούς, η οποία, μ’ ένα τείχος που θα κτιστεί στον αέρα, θα αποκόψει και την επικοινωνία θεών και ανθρώπων.
Τα πουλιά συγκαλούν συμβούλιο και κολακευμένα από το υμνολόγιο του Πεισθέταιρου για το γένος τους συμφωνούν μαζί του. Η καινούργια πολιτεία στήνεται στο άψε - σβήσε. Το όνομά της, Νεφελοκοκκυγία. Άνθρωποι και θεοί πλακώνουν, όμως, για να εκμεταλλευτούν την νεοϊδρυμένη πόλη ή για να διαμαρτυρηθούν για τα προνόμια που χάνουν. Δεν θα τους περάσει. Ο Πεισθέταιρος και οι φτερωτοί δικοί του θα στείλουν τους ανθρώπους από ’κεί που ήρθαν και θα εκβιάσουν τους θεούς να τους παραδώσουν την εξουσία και την κόρη του Δία, την Βασιλεία, στον Πεισθέταιρο για να την κάνει γυναίκα του.
Οι «Όρνιθες» (414 π.Χ.) του Αριστοφάνη δεν αποτελούν μόνο την κορυφαία από τις ουτοπίες του αλλά είναι και η λυρικότερη από τις σωζόμενες κωμωδίες του.
Η σκηνοθεσία. Ο Γιάννης Κακλέας είδε στο έργο πρώτα και πάνω απ’ όλα τις δύσκολες πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες στις οποίες ζούσαν οι τότε αθηναίοι πολίτες. Και, ως καλός δέκτης, εκεί βρήκε αναφορές και σημεία κοινά με το παρόν μας και έκανε τους σχετικούς συνειρμούς και  παραλληλισμούς: ο Αριστοφάνης μιλάει για διάλυση και διαφθορά, άρα η Αθήνα του Αριστοφάνη είναι ανάλογη με τη σημερινή ελληνική κοινωνία. Οι δυο άντρες την εγκαταλείπουν για μια άλλη κοινωνία, ιδανική, που θα χτίσουν οι ίδιοι αλλά που μοιραία θα εξελιχθεί σε όμοια με την προηγούμενη. Η ιδανική πολιτεία είναι μια άπιαστη ουτοπία αλλά _ στο φινάλε της παράστασής του υπάρχει και μια νότα αισιοδοξίας _ δεν πρέπει να πάψουμε να την ψάχνουμε.
Άποψη σωστή και καθαρή _ σε αντίθεση με τη θολή «Λυσιστράτη», τον προηγούμενο Αριστοφάνη του σκηνοθέτη _, γίνεται σαφής και εμφανής στην παράσταση. Αλλά δυστυχώς ο δρόμος που ο Γιάννης Κακλέας διάλεξε για να την υλοποιήσει, κατά τη γνώμη μου τουλάχιστον, καταλήγει σε αδιέξοδο. Καταρχάς υπέγραψε μια «απόδοση κειμένου» _ που μάλλον διασκευή θα έπρεπε να χαρακτηριστεί _ όπου μπλέκει με τον Αριστοφάνη, όχι άστοχα και λανθασμένα, αλλά χωρίς καμιά υφολογική σχέση και _ κυρίως _ δραματουργικά αδέξια, αποδυναμώνοντας το σώμα της λυρικής αυτής κωμωδίας, από Καρυωτάκη έως το «Πεθαίνω σα χώρα» του Δημητριάδη έως και Κατερίνα Γώγου. Με αποτέλεσμα ένα κείμενο που, τελικά, το χαρακτηρίζει η αφέλεια και ο διδακτισμός.
Τη διασκευή αυτή ανέβασε στο γνωστό του ύφος, το λεγόμενο «ροκ» _ μέταλλο, βιομηχανικές εικόνες, μάσκες, μοντερνιές, πολύς θόρυβος, καπνοί που πνίγουν την παράσταση… _, το οποίο εγώ θα το χαρακτήριζα απλώς επιφανειακό, φωνακλάδικο και εντυπωσιοθηρικό (ανάλογες λύσεις αλλά σε μικρότερη κλίμακα είχε χρησιμοποιήσει όταν ανέβασε και για πρώτη φορά «Όρνιθες», πριν από χρόνια, με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας). Ο Μανόλης Παντελιδάκης βάζει τα θεμέλια υψώνοντας έναν μισογκρεμισμένο τοίχο με υλικά σόου νυχτερινού κέντρου, σκηνικό κατάλληλο ίσως για το «Wall» των Πινκ Φλόιντ _ και βάναυσα ακατάλληλο για το χώρο της Επιδαύρου όπου είδα την παράσταση _, όπου πάνω του προβάλλονται ανάλογης αισθητικής βίντεο του Νίκου Δημητριάδη. Από τα κοστούμια που συνυπογράφουν η Βάλια Μαργαρίτη με το σκηνογράφο δεν λείπουν οι τολμηρές χρωματικές αρμονίες αλλά η γραμμή τους δεν είναι παρά ένα αλαλούμ αλλληλοσυγκρουόμενων απομιμήσεων _ από Ziggy Stardust μέχρι Blues Brothers _ που το μόνο το οποίο επιζητεί είναι να εντυπωσιάσει.
Μεγαλύτερο φάουλ της παράστασης, η χρήση καθοριστικής μουσικής του Μάνου Χατζιδάκι, της γραμμένης το 1959 για την ιστορική πια παράσταση των «Ορνίθων» του Κάρολου Κουν από το «Θέατρο Τέχνης». Μια μουσική για εντελώς άλλου ύφους και εποχής παράσταση είναι αδύνατον να κολλήσει σε μια διαφορετική σκηνοθετική γραμμή, και μάλιστα όπως του Γιάννη Κακλέα. Ο σκηνοθέτης το κατάλαβε. Και τι έπραξε; Χρησιμοποιεί επιλεκτικά μέρη της και όχι ολόκληρη τη σχετική συνθετική δουλειά του Χατζιδάκι, αφήνει να ακουστούν αυτούσια από την παλιά ηχογράφηση ορισμένα μέρη όπως η ανεπανάληπτη Πάροδος και τα αφήνει να σβήνουν μέσα σε άλλα, μοντέρνα κομμάτια, όπως της Λόρι Άντερσον, επιλεγμένα από τον Αλέξιο Πρίφτη ο οποίος δίδαξε _ όχι άψογα ομολογώ στα σύνολα, παρά την εξαιρετική φωνή του Σταύρου Σιόλα _ και τα τραγούδια του Χατζιδάκι. Κατόπιν αυτών γιατί να μην αναρωτηθώ αν το όνομα του Χατζιδάκι δεν χρησιμοποιείται παρά μόνον ως κράχτης;
Εξυπηρετικές _ και λειτουργικές _ οι χορογραφίες του Κυριάκου Κοσμίδη και άριστα σχεδιασμένοι οι φωτισμοί του Γιώργου Τέλλου, που σθεναρά υποστηρίζουν τη δημιουργία εντυπώσεων.
Η παράσταση δεν θα αρνηθώ, πάντως, πως είναι σφιχτή παρά κάποιες φλυαρίες της απόδοσης.
Οι ερμηνείες. Δεν διακρίνονται για τη διδασκαλία των ηθοποιών οι παραστάσεις του Γιάννη Κακλέα. Έτσι δεν μπορώ να πω ότι κάποια από τις ερμηνείες με εντυπωσίασε. Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, ηθοποιός που θεωρώ σημαντικό, μου φάνηκε ικανοποιητικός, χαριτωμένος αλλά λίγος. Ο Οδυσσέας Παπασπηλιόπουλος, επίσης ηθοποιός με ιδιαίτερες ικανότητες, στο ρόλο του Ευελπίδη που αβανταρίστηκε σκανδαλωδώς από τη σκηνοθεσία, κερδίζει τις εντυπώσεις αλλά μέσα από ξεφωνητά και υπερβολές χωρίς ακόμα να έχει κατανικήσει το ελάττωμά του να βάζει όλη του την ένταση στα μάτια.
Σε ανάλογες εντάσεις και ξεφωνητά έχουν οδηγηθεί και η Αγορίτσα Οικονόμου, ηθοποιός με μέγεθος, και ο Γιώργος Χρυσοστόμου που έχει ικανότητες αλλά και έμφυτη την τάση στην υπερβολή. Στο ίδιο μήκος κύματος εκπέμπουν και οι Σωκράτης Πατσίκας και Βαγγέλης Χατζηνικολάου ενώ έξω από τα νερά του μου φάνηκε ο Κώστας Μπερικόπουλος. Ο νεαρός Προκόπης Αγαθοκλέους, επίσης ιδιαίτερα αβανταρισμένος από τη σκηνοθεσία, κάνει νούμερα επιθεωρησιακά μάλλον παρά Αριστοφάνη αλλά δίνει ένα ισχυρό κωμικό στίγμα. Αρκεί να μην ευτελίσει το τάλαντό του.
Το συμπέρασμα. Μια παράσταση που επιζητεί να εντυπωσιάσει και να εκμεταλλευτεί επιφανειακά καταστάσεις. Μπορεί και να σας αρέσει αν δεν την πολυψάχνετε…     

Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 10 Αυγούστου 2012

No comments:

Post a Comment