January 18, 2013

Όταν το χρυσόψαρο έφαγε τη γάτα…

Το έργο. Η Τζούλια: κακομαθημένη κόρη του γενικού διευθυντή του Οργανισμού Χάλυβος μπαμπά της _ η μητέρα της δεν ζει. Και ο Γρηγόρης: ένας «ασήμαντος υπαλληλάκος» _ τίμιος και εργατικότατος _ στο γραφείο του κ. διευθυντού ο οποίος, συντελούντων των καρφωμάτων του Μανώλη, ενός κακού συναδέλφου του Γρηγόρη, τεμπέλη και απατεώνα, δεν τον συμπαθεί καθόλου.
Αθήνα, γύρισμα δεκαετίας του ’50 στη δεκαετία του ’60 και το κακομαθημένο πλουσιοκόριτσο που ασωτεύει και που κάθε λίγο και λιγάκι βρίσκεται στο γραφείο του μπαμπά για να τον ξεπουπουλήσει, δουλεύει ψιλό γαζί τον ερωτευμένο μαζί του Γρηγόρη που τον θεωρεί κορόιδο _ σπίνο τον ανεβάζει, χρυσόψαρο τον κατεβάζει η γάτα. Αλλά, όταν, κάποιο βράδυ, κατά τύχη τον χτυπάει στο δρόμο με το αυτοκίνητο που οδηγεί με… αυτόματο πιλότο και για να εξιλεωθεί και να κάνει πλάκα τον παίρνει μαζί της στην ταβέρνα μετά μουσικής όπου πηγαίνει να γλεντήσει με τους φίλους της, ο Γρηγόρης είναι που θα παίξει ξύλο για χάρη της μ’ ένα μάγκα που της την πέφτει. Μόλις το επεισόδιο γίνει γνωστό στον κ. Γενικό που καλείται να πληρώσει τα σπασμένα, με επιπλέον αφορμή μία παρεξήγηση που γίνεται εις βάρος του Γρηγόρη μ’ έναν πελάτη, εκείνος θα τον απολύσει.
Αλλά μια άλλη παρεξήγηση θα κάνει τον διευθυντή να πιστέψει πως ο Γρηγόρης τον κρατάει στο χέρι γνωρίζοντας τις ματσαράγκες που διαπράττει με υπερτιμολογήσεις εις βάρος των άλλων μετόχων. Οπότε, μαζί με την κόρη του, καταστρώνουν «σχέδιο υποδουλώσεως» του Γρηγόρη: ο κ. Γενικός τον επαναπροσλαμβάνει και η Τζούλια, ξέροντας την αδυναμία που της έχει, του πουλάει έρωτες. Έρχεται όμως και η στιγμή που θα ανακαλύψουν πως ο Γρηγόρης ιδέα δεν είχε για τις ματσαράγκες. Είναι όμως αργά: ο κ. Γενικός έχει αυτοπακαλυφθεί. Ο Γρηγόρης, το κοροϊδάκι, τους έχει πια στο χέρι. Και επιβάλλει τους όρους του: τέρμα στις υπερτιμολογήσεις του κ. Γενικού και θα παντρευτεί την Τζούλια. Εκείνη αρνείται, θα πέσουν κάποια χαστούκια αλλά μία είναι η αλήθεια, όσο κι αν η δεσποινίς δεν ήθελε να την παραδεχθεί: ο Γρηγόρης της αρέσει. Το τέλος είναι αίσιο και ευτυχές. Ο πονηρός Μανώλης απολύεται, Γρηγόρης και Τζούλια οσονούπω παντρεύονται _ το «χρυσόψαρο» έφαγε τη γάτα… _ αλλά και ο Τέλης _ ο κ. Γενικός _ θα παντρευτεί την καλή του Αλίκη που χρόνια την έσερνε μια και έπρεπε πρώτα να παντρέψει την κόρη του.
«Το κοροϊδάκι της δεσποινίδος» των Νίκου Τσιφόρου – Πολύβιου Βασιλειάδη είναι μια κομεντί (1959) κομμένη και ραμμένη πάνω στο πρωταγωνιστικό τρίο που την είχε παραγγείλει και την πρωτοανέβασε: Ντίνος Ηλιόπουλος, Τζένη Καρέζη, Διονύσης Παπαγιαννόπουλος. Χαριτωμένη αλλά όχι από τις καλύτερές τους. Είναι βιαστικά μάλλον γραμμένη, με δραματουργικά κενά και όχι ιδιαίτερα λαμπερή. Λαμπερή έγινε μέσα από τη μεταφορά της στον κινηματογράφο το 1960 από τον Γιάννη Δαλιανίδη. Και αποκλειστικά γιατί την υποστηρίζει το ίδιο λαμπερό πρωταγωνιστικό τρίο. Ενώ η διαρκής ανακύκλωση της ταινίας μέσα από την τηλεόραση την έχει κάνει και ιδιαίτερα δημοφιλή _ κοινόχρηστη. Εξάλλου, όπως οι περισσότερες κωμωδίες της μετεμφυλιακής εποχής, εκφράζει μια αφόρητα μικροαστική έως αντιδραστική αντίληψη _ οι γυναίκες μπαίνουν «στη θέση τους», οι «κακοί» πλούσιοι αποδεικνύονται όχι και τόσο κακοί, οι έντιμοι φτωχοί δικαιώνονται και στο τέλος σμίγουν με τους πλούσιους κι ούτε γάτα ούτε ζημιά, όλα μέλι – γάλα.
Η παράσταση. Δεν ξέρω τι ακριβώς επιδίωκαν ο Πέτρος Ζούλιας που υπογράφει τη διασκευή και τη σκηνοθεσία και ο θιασάρχης Σπύρος Παπαδόπουλος. Φανταζόμουν και ήλπιζα σε μια καθαρή καινούργια σκηνική ανάγνωση του θεατρικού έργου τοποθετημένου στην εποχή του. Και, ναι, η εποχή _ καλώς _ διατηρείται. Αλλά εκείνο που είδα είναι μια προσπάθεια _ κόλλημα, όμως, σας λέω _ σκηνικής απομίμησης της ταινίας. Συμπαθητική εκ πρώτης όψεως αλλά ουσιαστικά άχαρη, απολύτως εξωτερική, βεβιασμένη, φωναχτή και πρόχειρη _ εκείνη η σκηνή της συμπλοκής… Πώς να απομιμηθείς κάτι καταγραμμένο πλέον στο υποσυνείδητο του κοινού; Τα μουσικοχορευτικά ιντερμέδια και τα τραγουδάκια της εποχής αγωνίζονται να δώσουν έναν ανάλαφρο τόνο αλλά βρήκα κοινότοπες τις μουσικές επιλογές της Μάρως Θεοδωράκη και εκ του προχείρου, χοντροκομμένες _ πλην, ίσως, του φινάλε _ και άτεχνα εκτελεσμένες τις χορογραφίες του Φώτη Διαμαντόπουλου. Και βρήκα σκανδαλώδες τα δυο - τρία _ εύκολα άλλωστε _ τραγουδάκια να τραγουδιούνται πλέι μπακ.
Λειτουργικά, χωρίς μεγάλες φιλοδοξίες τα φωτισμένα από τον Ανδρέα Μπέλλη σκηνικά της Αναστασίας Αρσένη και τα στο πνεύμα του λουσάτου, του «κυριακάτικου», αδιαφόρως στιγμής και καταστάσεως, κοστούμια της _ είναι δυνατόν η «οικονόμος» να φοράει ΑΥΤΑ τα γοβάκια;…
Η διανομή. Μια καταρχάς καλή διανομή φαίνεται να οδηγήθηκε σε λάθος δρόμο από τη σκηνοθεσία. Δεν κατάλαβα γιατί όλοι φωνάζουν τόσο. Με προεξάρχοντα τον Ταξιάρχη Χάνο που δεν παίζει κομεντί αλλά παλαιού τύπου οπερέτα, με τη στεντόρεια, καμπανιστή, ποσταρισμένη φωνή του να κινεί όλη την υποκριτική του και με αφημένους στην υπερβολή τον Τάσο Γιαννόπουλο, κυρίως, που βρίσκει και πάλι τον κακό εαυτό του και τον Μάκη Πατέλη. Εντελώς εξωτερικοί και η Τζένη Μπότση, που δεν κατάλαβα γιατί πρέπει να σειέται και να λυγιέται έτσι, σαν καρικατούρα, και ο Αλέξανδρος Καλπακίδης.
Η Κατερίνα Παπουτσάκη είναι όμορφη και έχει ευκολίες αλλά όλα περνούν από πάνω της ξώπετσα και της λείπει η χάρη, παίζει χοντροκομμένα. Ο Σπύρος Παπαδόπουλος, ιδανικός για το ρόλο μια και είναι ένας ανάλαφρος κωμικός στο είδος του πρώτου διδάξαντος Ντίνου Ηλιόπουλου _ και οι δύο παραπέμπουν στον Σταν Λόρελ - Λιγνό _, δυστυχώς παίζει τον Γρηγόρη grosso modo _ σε γραμμές αδρές, χωρίς αποχρώσεις. Και χωρίς να γοητεύει _ εμένα τουλάχιστον.
Μιλώντας για εξωτερικό παίξιμο σε μια ελληνική φαρσοκωμωδία δεν εννοώ, βέβαια, ότι οι ρόλοι θα έπρεπε να τύχουν… στανισλαφσκικής αντιμετώπισης. Απλώς, αλήθεια χρειάζονταν. Και πολύ σκληρή δουλειά για να κατακτηθεί η γνησιότητα που είχαν οι ηθοποιοί της εποχής αυτών των έργων και που δεν έχουν οι σημερινοί. Επειδή πρόκειται για μια εύκολη κωμωδία, καθόλου αυτό δεν σημαίνει πως ανεβαίνει εύκολα όπως πολλοί του θεάτρου μας νομίζουν. Έβλεπα πάνω στη σκηνή τους ηθοποιούς να μην είναι οι ρόλοι ούτε να παίζουν τους ρόλους αλλά να τους μιμούνται _ αν δεν μιμούνταν, κάποιοι, και τους ηθοποιούς της ταινίας.
Πιο πειστικούς βρήκα την Κάκια Ιγερινού, την Νικολέτα Κοτσαηλίδου και πιο αυθεντική τη φιγούρα του Στέλιου Πέτσου.
Το συμπέρασμα. Μια πολύ «εύκολη» παράσταση. Δυστυχώς οι αναβιώσεις, από τη νεότερη γενιά των ηθοποιών και σκηνοθετών μας, των παλιών ελληνικών κωμωδιών, αναβιώσεις οι οποίες έχουν ξεκινήσει από τη δεκαετία του ’80, δεν έχουν ξεπεράσει, πλην ελαχίστων, το επίπεδο του αβασάνιστου. Και δυστυχώς «Η θεία από το Σικάγο» και «Ο μπακαλόγατος» του Πέτρου Φιλιππίδη και το «Η δε γυνή να φοβήται τον άνδρα» του Γιάννη Μπέζου, παραστάσεις που θεωρώ πως ήταν οι μόνες απόλυτα επιτυχημένες στο είδος, δεν βρήκαν ακόμα μιμητές.

θέατρο «Αλέκος Αλεξανδράκης», 17 Ιανουαρίου 2013

No comments:

Post a Comment