October 6, 2013

Κώστας Ρηγόπουλος: στο προσκήνιο και πάλι μέσα από ένα βιβλίο


Το Τέταρτο Κουδούνι / Έκτακτο





Δεκατρία χρόνια θα κλείσουν τον Ιανουάριο απ’ το θάνατό του _ 14 Ιανουαρίου 2001. Όταν ο Κώστας Ρηγόπουλος έφυγε απ’ τη ζωή _ γεννημένος το 1930, μόλις είχε κλείσει τα 70, έφυγε πρόωρα _ άφησε πίσω του 48 χρόνια θεάτρου αλλά και κινηματογράφου και τηλεόρασης και ραδιοφώνου. Απ’ το 1951, οπότε και καταγράφεται _ μαθητής στη δραματική σχολή του Εθνικού _ η πρώτη εμφάνισή του στη σκηνή _ Αυλικός και Βαστάζος στο «Καίσαρ και Κλεοπάτρα» του Μπέρναρντ Σο, στη σκηνή του Βασιλικού _ τότε _ Θεάτρου, πλάι στον Γιώργο Παππά και στην Βάσω Μανωλίδου, μέχρι το 1999 και τον Δάρειο Ρονκάλα στον «Βασιλικό» του Αντωνίου Μάτεσι στην Νέα Σκηνή του ίδιου _ Εθνικού πια _ θεάτρου. Χρόνια μεστά.
Σε μικρούς ρόλους, δευτεραγωνιστής στην πρώτη δεκαετία, πρωταγωνιστής στη συνέχεια, θιασάρχης απ’ το 1962 με τη σύντροφό του στη ζωή Κάκια Αναλυτή, απ’ τις «σταρ» του τότε ελληνικού κινηματογράφου, με την οποία παρέμειναν απ’ το 1956 που παντρεύτηκαν μέχρι το τέλος άρρηκτα δεμένοι και μ’ εκείνη να τον ακολουθεί ενάμισι μόλις χρόνο μετά το θάνατό του, με δικό τους θέατρο _ το «Αναλυτή», απ’ το 1963 _ θερινό αρχικά, χειμερινό απ’ τις αρχές της δεκαετίας του ’70 _, με τη μακροβιότερη επιτυχία στην ιστορία του ελληνικού θεάτρου _ το μπουλβάρ «Αγάπημου Ουάουα» _, μέχρι να ’ρθει να σπάσει το ρεκόρ τους το «Σεσουάρ για δολοφόνους», στο ενεργητικό τους, ο Κώστας Ρηγόπουλος άφησε πίσω του, κατά γενική παραδοχή, έναν θετικό απόηχο: καλός ηθοποιός _ ηθοποιός εξαίρετος. Ένας ηθοποιός με γκάμα. Η οποία κυμαινόταν απ' την κωμωδία _ που την έκανε απολαυστικά, με τρόπο λεπτό, χωρίς μπαλαφάρες και φτήνιες _ μέχρι το σύγχρονο ελληνικό έργο απαιτήσεων και τους μεγάλους δραματικούς ρόλους όπως ο Ρονκάλας. Πάντα με αποτελέσματα εξαιρετικά. 




Στον θετικό απόηχο, όμως, που άφησε ο Κώστας Ρηγόπουλος πρέπει να προστεθεί κι ένα ακόμα στοιχείο. Βασικό: υπήρξε, μαζί με την επίσης καλή ηθοποιό Κάκια Αναλυτή, απ' τους λίγους _ ελάχιστους _ πρωταγωνιστές και θιασάρχες που ποτέ δεν επιδίωξαν, ποτέ δεν κυνήγησαν τη δημοσιότητα, ποτέ δεν κρεμάστηκαν πάνω της, δεν εξαρτήθηκαν. Την άφηναν να έρχεται φυσικά _ μέσα απ' τη δουλειά τους. Ποιούντες Ήθος.

Ο Κώστας Ρηγόπουλος επανέρχεται από τον Νοέμβριο στην επικαιρότητα: η κόρη του _ και της Κάκιας Αναλυτή _, η επίσης καλή και ομοίως διακριτική ηθοποιός Ζωή Ρηγοπούλου επιμελήθηκε και εκδίδει ένα βιβλίο, που ο χειμαρώδης Κώστας Ρηγόπουλος άρχισε να γράφει σε μαγνητόφωνο απ' το τέλος του 1985 και ολοκλήρωσε σε δυο περίπου χρόνια, για τη ζωή του και τη μέχρι τότε καριέρα του _ η Ζωή Ρηγοπούλου δε θέλει να το χαρακτηρίσει «αυτοβιογραφία» θεωρώντας τη λέξη «πολύ σοβαροφανή». 

Τίτλος του βιβλίου _ που ο ίδιος είχε δώσει _, «Το παραμύθι της ζωής μου» κι ο «Γκοβόστης» θα 'ναι ο εκδοτικός οίκος που θα το κυκλοφορήσει σε μια έκδοση που θα την κοσμούν πολλές φωτογραφίες απ' το αρχείο του Κώστα Ρηγόπουλου.
Εξασφάλισα, χάρη στην Ζωή Ρηγοπούλου, ένα απόσπασμα και το αναρτώ για να πάρετε μια γεύση _ άλλοι καιροί, άλλοι άνθρωποι...:
«Το γυμνάσιο το τέλειωσα το 1950. Με τις παραστάσεις του Νούσια είχε αρχίσει κάπως να τρυπώνει μέσα μου το σαράκι του θεάτρου. Και τότε κάτι, κάτι μου μίλησε, εσώτερα. Σαν να μου ’λεγε, εσύ πρέπει να γίνεις ηθοποιός. Πώς, τι, πού και με ποιο τρόπο, δεν είχα ιδέα. Ο φίλος μου ο Αλέξανδρος ο Χωμενίδης είχε ένα θείο, τον αδελφό της μάνας του, που ήταν ηθοποιός και θα μπορούσε να με βοηθήσει. Ο θείος του αυτός ήταν ο Γιώργος ο Γλυνός, πρωταγωνιστής του Βασιλικού Θεάτρου.
Μου λέει λοιπόν μια μέρα ο Αλέξανδρος, θες να πας στον θειο μου να σε ενημερώσει σχετικά ή και να σ’ ακούσει για να σου πει τη γνώμη του; Δεν είχε προλάβει να τελειώσει τη φράση του κι εγώ αμέσως ενθουσιασμένος του απάντησα, πάμε.
Την θυμάμαι σαν να είναι τώρα την πρώτη μου επίσκεψη στο σπίτι του Γλυνού. Ήτανε κάπου στην οδό Αχαρνών κοντά στην Ηπείρου. Το τρακ που είχα όλη την ημέρα ώσπου να φτάσει το απόγευμα που θα πήγαινα εκεί ήταν φοβερό. Και έγινε μια μικρή τραγωδία για μένα όταν χτύπησα το κουδούνι της εξώπορτας του σπιτιού του Γλυνού. Τρέμαν τα πόδια μου και δεν μπορούσαν να με κρατήσουν. Το στόμα μου είχε στεγνώσει, τα χέρια μου ήταν σαν να είχαν πάθει αγκύλωση. Το σπίτι ήτανε διώροφο και ο Γλυνός έμενε στον απάνω όροφο. Όταν άνοιξε η πόρτα, έλα, άντε ν’ ανέβω τα σκαλιά… πώς; Ένιωθα τα πόδια μου σαν ξένα, δεν με υπάκουαν. Τέλος πάντων έβαλα όλες μου τις δυνάμεις να χαλιναγωγήσω και να χαλαρώσω τα νεύρα μου, και επιτέλους χωρίς καλά - καλά να το καταλάβω, βρέθηκα καθισμένος σε μια πολυθρόνα μέσα στο γραφείο του Γλυνού.
Δεν ήταν κανείς μέσα. Κοίταξα ολόγυρά μου και αντίκρισα τον Γλυνό σε δεκάδες φωτογραφίες κρεμασμένες στους τοίχους απ’ όλους τους ρόλους της καριέρας του. Μεφιστοφελής, Ιάγος, Κρέοντας, Παιδαγωγός, ό,τι μεγάλο είχε παίξει στην μακρόχρονη καριέρα του. Πάνω στο γραφείο ένα σωρό βιβλία. Ξαφνικά ανοίγει η πόρτα και μπαίνει ο Γλυνός. Είχε μια εντυπωσιακή παρουσία. Κάθισε, και με κοίταξε ερευνητικά με τα διαπεραστικά του μάτια. Μετά από αρκετή παύση που για μένα ήταν ένας ολόκληρος αιώνας, με ρώτησε χωρίς κανένα άλλο πρόλογο. Λεφτά έχεις;


Δεν πολυκατάλαβα τι εννοούσε ή μάλλον νόμιζα πως ήθελε να μάθει αν θα μπορούσα να τον πληρώνω για τα μαθήματα που θα μου ’δινε. Μάλιστα, του απάντησα, μάλιστα. Πόσα θέλετε για να... Δεν πρόλαβα να τελειώσω την φράση μου, μ’ έκοψε απότομα. Όχι, όχι, δεν εννοώ το πώς θα πληρώσεις εμένα. Το σπίτι σου, η οικογένειά σου έχει λεφτά για να μπορέσει να σε ζει; Ναι είπα, ναι. Μπορεί να με ζήσει η οικογένεια μου για ένα κάποιο διάστημα χωρίς να εργάζομαι. Ε, τότε, ξεκίνα για να γίνεις ηθοποιός. Το θέατρο είναι μια δουλειά για πλούσιους, που δεν έχουν άμεση ανάγκη του μεροκάματου».

No comments:

Post a Comment