January 30, 2014

Κρατικό Βαριετέ Βορείου Ελλάδος ή Απ’ το Νομπέλ και τις «Κούκλες» τι να διαλέξω;


Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Ιανουαρίου 2014












Ανέβηκα Θεσσαλονίκη την Πρωτοχρονιά. Πέρασα κι απ’ το ΚουΘουΒουΕ να δω τι γίνεται. Είδα την πρώτη μέρα Ίψεν, «Πέερ Γκιντ» του Γιάννη Μαργαρίτη -σας έγραψα ήδη αναλυτικά-, κι αναθάρρησα. «Κάτι γίνεται εδώ, μετά από έξι χρόνια», σκεφτόμουνα. «Η παράσταση αυτή τιμάει ένα κρατικό Θέατρο».
Η… επάρατη εξαετία Χατζάκη όχι ότι δεν είχε μερικές καλές παραστάσεις, όχι ότι δε σκηνοθέτησαν μερικοί καλοί σκηνοθέτες στο ΚΘΒΕ. Αλλά το πρώτο Θέατρο της Θεσσαλονίκης, με τις «Λωξάντρες», και τις «Μαντάμ Σουσούδες», και τα «Αμάν αμήν», και τους «Άγαμοι Θύται», και με «Το κοροϊδάκι της πριγκιπέσσας» που του ετοίμαζαν αλλά στο παρά πέντε τη γλυτώσαμε, κι όχι με τα έργα καθαυτά αλλά με τον τρόπο που τα παρουσίαζαν, με τον τρόπο που τα πλάσαραν, που τα σέρβιραν, με τα πούλμαν που ξέχυναν στα θέατρα τα ΚΑΠΗ, με τους τουρίστες εσωτερικού τουρισμού που μάζευαν, με τα στρατά και τα σχολεία που επιστράτευαν, μ’ όλη τη σχετική λαϊκίστικη «φιλοσοφία», το ’χαν ξεφτιλίσει. «Ν’ αρχίσω να ελπίζω σε ανάκαμψη;», έλεγα μέσα μου.
Μεγάλη μπουκιά φάε, μεγάλη κουβέντα μην πεις… Πάω την άλλη μέρα στους Λαζαριστές να δω το «Με μουσικές εξαίσιες, με φωνές!...» (σ.σ. και με Ζωζώ) το οποίο φέρει τον υπότιτλο «Μια μουσική ιστορία της Θεσσαλονίκης». Και το υπογράφουν ο Λάμπρος Λιάβας (κείμενα-ιστορική και μουσική έρευνα) κι η Σοφία Σπυράτου (σκηνοθεσία-χορογραφία). Ήμουν κάπως προϊδεασμένος -κάτι ο καβαφογενής τίτλος, κάτι η προϊστορία των δυο πρωτεργατών στο «Ακροπόλ» της Λυρικής -τότε- με οπερέτες-αχταρμάδες που απ’ αλλού -απ’ τον Σακελλαρίδη κι απ’ τον Γιαννίδη- ξεκινούσαν κι αλλού -χωρίς να ξέρουν πού…- κατέληγαν, κάτι η Ζωζώ (Σαπουντζάκη) που πρωταγωνιστεί και την περιέφεραν ανά τας ρύμας και τας αγυιάς της Θεσσαλονίκης για προμόσιον…
Αλλά αυτό που είδα υπερέβαινε πάσαν… προσδοκίαν: ένα κακοχωνεμένο τουρλού με άξονα υποτίθεται την Θεσσαλονίκη -όπου πάνω απ’ τα μισά νούμερα -κάτι κείμενα αφελή- και τα μισά τραγούδια μπορούσαν να κολλήσουν οπουδήποτε, από Καβάλα μέχρι Σκόπια. Όπου ο ένας χορευτής που χορεύει ημίγυμνος το «παραδοσιακό αρμένικο», όπως αναφέρεται στο πρόγραμμα, «Habrban», στην πρώτη σκηνή, η οποία χρονικά τοποθετείται στις «αρχές του 20ου αιώνα», να ’ναι τίγκα στα μοδάτα τατουάζ. Όπου το «Ευζωνάκι γοργό» (το οποίο χαρακτηρίζεται στο πρόγραμμα «παραδοσιακό εμβατήριο» αλλά πώς εγώ έχω την εντύπωση πως είναι εμβατήριο του Σούζα που πέρασε, μέσω του πρώτου διδάξαντος τον τσολιά Μητρούση στο αντίστοιχο νούμερο Άγγελου Σαρηγιάννη ο οποίος προηγουμένως περιόδευε στην Αμερική, στα «Πολεμικά Παναθήναια του 1913» των οποίων τη μουσική, στο σύνολό της, άλλωστε, υπογράφει ο Θεόφραστος Σακελλαρίδης; Ο Λάμπρος Λιάβας, καθηγητής εθνομουσικολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ο οποίος υπογράφει την έρευνα, δεν τα ξέρει αυτά ή διαφωνεί;) να χορεύεται πηδηχτό-πηδηχτό, σχεδόν κοντά στο φοξ τροτ. Όπου ξαφνικά να κυκλοφορεί επί σκηνής έως και λιτανεία με ψαλλόμενον το απολυτίκιον του Αγίου Δημητρίου, βοήθειά μας, που να νομίζω πως όπου να ’ναι βγαίνει κι ο Άνθιμος στο σανίδι. Όπου το θέαμα να εκτρέπεται σε τρανς καμπαρέ, με τον Γιάννη Σιαμσιάρη να υπερθεματίζει. Με κάτι υπολείμματα απ’ τον «Αττίκ» που ’καναν οι ίδιοι συντελεστές στο «Badminton» -ποτέ μην πετάς φαγητά που περισσεύουν… Με το απαραίτητο «Βίρα τις άγκυρες» του Μουζάκη -το χρήμα πολλοί εμίσησαν, το «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου-Ρέππα στην αξεπέραστη παράσταση του Σταμάτη Φασουλή, ουδείς, μόνο που οι απομιμήσεις άργησαν, ξεκίνησαν ξαφνικά από πέρσι… Όπου η Μαριώ, που το πάλκο του λαϊκού κέντρου είναι που ξέρει, στο πάλκο να θεωρεί ότι βρίσκεται και κανείς να μην της έχει εξηγήσει ότι σε θέατρο είμαστε και να μας εύχεται «Καλή χρονιά» -επίσης! Όπου να μη λείπει κι η απαραίτητη δολοφονία του Γρηγόρη Λαμπράκη, που πάει κι έρχεται τελευταία στο Κρατικό -γκραν σουξέ. Όπου να μη λείπει και το Φεστιβάλ Τραγουδιού, αλλά το χουντικό, υποτίθεται ως σάτιρα -Μπαλαφάρα.
Όπου η αναστηλωμένη Ζωζώ -την οποία μεταφέρουν γιατί κάπως αποπροσανατολισμένη την είδα, να μην ξέρει από πού να φύγει απ’ τη σκηνή- να μας κλείνει το ματάκι και να μας λέει με την πονηριά στο μάτι, λάγνα, «θα ξανάρθω» και μετά να ξανάρχεται με τα φτερά και τα πούπουλα και να μας αφηγείται -τον ατελείωτο, Σαπουντζακειάς…- διάφορα απ’ τη ζωή της κι απ’ τα πρώτα της βήματα στην Θεσσαλονίκη -υποθέτω υπολείμματα απ’ το μονόλογο-αυτοβιογραφία «Ζωζώ…Ζωή σαν παραμύθι» που ’κανε προ τριετίας στο «Αγγέλων Βήμα- και μετά να την κατεβάζουν και στο αμφιθέατρο και να κάνει πασαρέλα…
Στο τέλος περίμενα να μας φέρουν και πιάτα να τα σπάσουμε. Και στα ενδιάμεσα να οι Αναγνωστάκηδες, κι οι Γιώργηδες Ιωάννου, κι οι Ζωές Καρέλλες, κι οι Λαπαθιώτηδες… Και μέσα σ’ όλα αυτά να αισθάνομαι βαθύτατη θλίψη βλέποντας τον Άκη Σακελλαρίου ως κομπέρ και ως Αττίκ να στομφάρει -αχ, πού ’σαι νιότη, που ’δειχνες πως θα γινόμουν άλλος… Ό,τι έβλεπα επί Χατζάκη διάσπαρτα, ΟΛΑ εδώ συγκεντρωμένα. Βαθιές οι ρίζες που άφησε…
Τρεις ώρες και… Βγήκα απ’ τα ρούχα μου. Ήθελα να γράψω αναλυτικά αμέσως Αλλά άφησα να περάσει λίγος χρόνος για να καταλαγιάσει η οργή. Και γράφω τώρα αυτό το σχόλιο. Κατασταλαγμένος. Απλώς έμεινα με την απορία: Οι πνευματικοί άνθρωποι της Θεσσαλονίκης -νομίζω υπάρχουν κάποιοι ακόμα… – δε βγήκαν να διαμαρτυρηθούν; Κανένας τους; Το κατάπιαν; Εγώ, πάντως, αν ήμουν καλλιτεχνικός διευθυντής, την επομένη της πρεμιέρας θα ’χα παραιτηθεί. Γι αυτό που επέλεξα. Εδώ συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο: το θέατρο γεμίζει, ενθουσιασμένος ο κόσμος, άρα ο Γιάννης Βούρος μ’ επιτυχία χρεώνεται. Έτσι νοείται σήμερα η επιτυχία σ’ ένα κρατικό Θέατρο. Σου λέει «τα φέρνει». Μα ΕΤΣΙ τον μάθατε τον κόσμο αυτόν, κύριοί μου, χρόοονια τώρα. Πώς να ξεμάθει; Ταΐστε τον κι άλλο, λοιπόν, με τα ίδια. Αλλά, αν αυτό είναι παράσταση αρμόζουσα σε Θέατρο κρατικό, εγώ το αμφισβητώ πλήρως. Διότι εδώ πλέον πρόκειται περί ΚουΒουΒουΕ -Κρατικό Βαριετέ Βορείου Ελλάδος. Κι ό,τι θέλουν ας μου πούνε.                                     




Αμ, οι «φιλόζωοι» πάλι. Που ’παθαν υστερία με τον «αποστεωμένο», λέει, σκύλο στον «Φάουστ» του Μιχαήλ Μαρμαρινού; Τον οποίο η Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση, όπου παίζεται η -με εμμονές, αργόσυρτη και κουραστική αλλά, τελικά, ενδιαφέρουσα, για μένα, παράσταση (η φωτογραφία του Άρη Καμαρωτού)- αναγκάστηκε ν’ απομακρύνει υπακούοντας, λέει, σε κάποιο νόμο που, βασικά, τα ζώα τα οποία χρησιμοποιούν στα τσίρκα, θέλει να προστατεύσει. Φιλόζωοι και να μην ξέρουν τη ράτσα Λεβριέ -φύσει αδύνατα σκυλιά; Και να θρηνούν για «αποστεωμένο» σκύλο; Ο Χριστός!
(Ζωόφιλος είμαι. Και λατρεύω τα σκυλιά. Τη φιλοζωική υστερία δε λατρεύω. Και -φιλόζωοι, συμπαθάτε με- κάπως γελοία τη βρήκα όλη αυτή την ιστορία…).


Α, μια κι ο λόγος για τον Μιχαήλ Μαρμαρινό. «Προσωπικά δεν έχω κανένα πρόβλημα να περάσει η διακυβέρνηση της χώρας, τουλάχιστον τα κρίσιμα υπουργεία, στην Ευρώπη» δήλωσε σε συνέντευξή του στην Έφη Μαρίνου στην «Εφημερίδα των Συντακτών». Α, ναι; Μα αυτό είναι ο «Φον Δημητράκης»!


Η Νόνικα Γαληνέα, η Κάτια Δανδουλάκη, η Μιμή Ντενίση αλλά κι ο Θανάσης Βαλτινός κι η Ζυράννα Ζατέλη. Η Άννα Νταλάρα, η Λόλα Νταϊφά αλλά κι ο Θανάσης Νιάρχος κι ο Γιάννης Κοντός. Ο Σωτήρης Χατζάκης, ο Σπύρος Ευαγγελάτος, ο Σταμάτης Φασουλής αλλά κι ο Λάκης Γαβαλάς «με κόκκινο τσαντάκι ασορτί με κόκκινο παπούτσι». Και η κορωνίς: «Τα κορίτσια που κάνουν ντραγκ σόου στο θρυλικό κλαμπ ‘Κούκλες’», ο Τάκης Ζαχαράτος αλλά και η Κική Δημουλά. Όλοι αυτοί -μεταξύ άλλων, υποθέτω- παρέστησαν, απ’ ό,τι διάβασα στο γλαφυρό ρεπορτάζ του Δημήτρη Ν. Μανιάτη, στα «Νέα», στην επίσημη πρεμιέρα της Ζωής Λάσκαρη. Που ’χει ανεβάσει στην Θεατρική Σκηνή «Ζωή Λάσκαρη», στο «Αθηναΐς», με τον Στέφανο Κυριακίδη και την Βέρα Κρούσκα, σε σκηνοθεσία Άντολφ Σαπίρο, το έργο του Πίντερ «Ωραία χρόνια» (τους «Παλιούς καιρούς» εννοεί ο μεταφραστής Σταμάτης Φασουλής, έτσι θέλησε ν’ αποδώσει τον τίτλο όταν ανέβασε κι ο ίδιος το έργο πριν από μερικά χρόνια).

Στη φωτογραφία απ’ το event, η τέχνη συναντάει το πνεύμα. Όπου ένα Νομπέλ -ο Πίντερ- συναντάει, μέσω της ερμηνεύτριάς του, ένα υποψήφιο Νομπέλ: Ζωή Λάσκαρη-Κική Δημουλά. (Και τι δε θα ’δινα για μια φωτογραφία της Κικής Δημουλά με τα κορίτσια απ’ τις «Κούκλες»… Το βασίλειό μου -που δεν έχω. Ίσως όταν η ποιήτρια πάει -ή την πάνε- ΚΑΙ στις «Κούκλες», αν κάνουν «επίσημη». Κορίτσια, δεν ειν’ κακή ιδέα).


Και κάτι για να ευθυμήσουμε λιγάκι στο τέλος (δανεισμένο απ’ το timeline της Αργυρώς Μποζώνη στο facebook):







2 comments:

  1. Πόσο δίκιο έχετε στο κομμάτι του ΚΘΒΕ...Τα ίδια πιστεύω και εγώ και τα λέω εδώ και χρόνια για τις λάθος επιλογές του ρεπερτορίου.

    Όσο για το "Old Times" δεν το είδα ακόμα στην Ελλάδα αλλά το είδα πέρσι στο Λονδίνο...είναι ένα πολύ δυσκολο έργο και ελπίζω να αποδόθηκε σωστά...όσο για το φανταχτερό κοινό της πρεμιέρας...αύτη είναι πια η ελληνική ελιτ είτε μας αρέσει είτε όχι (είναι μια πολλή μεγάλη κουβεντα που θα μπορούσε να γίνει)...προσώπικα θα έλεγα να πηγαίνει ο κόσμος στο θέατρο και ας είναι κ με τσαρούχια αρκει να παέι και να αναζητάει την ποιότητα.

    ReplyDelete
  2. Πόσο δίκιο έχετε στο κομμάτι του ΚΘΒΕ...Τα ίδια πιστεύω και εγώ και τα λέω εδώ και χρόνια για τις λάθος επιλογές του ρεπερτορίου.

    Όσο για το "Old Times" δεν το είδα ακόμα στην Ελλάδα αλλά το είδα πέρσι στο Λονδίνο...είναι ένα πολύ δυσκολο έργο και ελπίζω να αποδόθηκε σωστά...όσο για το φανταχτερό κοινό της πρεμιέρας...αύτη είναι πια η ελληνική ελιτ είτε μας αρέσει είτε όχι (είναι μια πολλή μεγάλη κουβεντα που θα μπορούσε να γίνει)...προσώπικα θα έλεγα να πηγαίνει ο κόσμος στο θέατρο και ας είναι κ με τσαρούχια αρκει να παέι και να αναζητάει την ποιότητα.

    God Save the Queen! (Για να ευθυμήσουμε)

    ReplyDelete