February 9, 2014

Η κόλαση μέσα της ή Σαν μια άλλη «Κραυγή» του Μουνκ





Το έργο. Ένα παραλήρημα. Το παραλήρημα μιας νέας γυναίκας βουτηγμένης στη βαριά κατάθλιψη, πνιγμένης από τα χάπια, φυλακισμένης σε ψυχιατρεία, βασανισμένης από ηλεκτροσόκ, στιγματισμένης από την ψυχασθένεια, απελπισμένης από τον έρωτα, απελπισμένης από τον κόσμο που ζει, απελπισμένης από τη ζωή, απελπισμένης από τα πάντα. Καμιά αχτίδα φωτός. Από πουθενά. Ξημερώνει, είναι 4.48, εκείνη είναι στο έσχατο σκαλί πριν από το τίποτα, πριν από το σκοτάδι, πριν από την  εθελούσια έξοδο από αυτό που λέγεται ζωή. Αυτό είναι το «4,48 Ψύχωση» της Σάρα Κέιν (γράφτηκε λίγο πριν από την αυτοκτονία της το 1999 στα 28 της χρόνια, πρώτη παρουσίαση 2000). Ένα κείμενο μεταδραματικό, γραμμένο σε μία σκληρή, ωμή γλώσσα όπου ο νατουραλισμός μπλέκεται, συμβαδίζει, συγκρούεται με τον εξπρεσιονισμό και τον ποιητικό λόγο, η αγάπη και η -νεκρωμένη- σεξουαλική επιθυμία μπλέκονται με τον πόνο και το ψυχικό άλγος μέσα σε μία ένταση απάνθρωπη και με το θάνατο να κάνει την παρουσία του υπεραισθητή -όπως σε ένα ταραγμένο μυαλό. Ένα κείμενο κατάμουτρα ριγμένο, χωρίς λεπτότητες και ποιητισμούς, απολύτως αυτοαναφορικό -η Κέιν σύρθηκε σε ψυχιατρεία, σε θεραπείες, σε ηλεκτροσόκ, σε χάπια, πριν δώσει η ίδια τέλος.
Ένας μονόλογος; Ένα κομμάτι για περισσότερες φωνές; Κανείς δεν ξέρει, κανείς δεν έμαθε και κανείς δεν θα μάθει. Η Σάρα Κέιν άφησε το κατακερματισμένο, παραληρηματικό αυτό κείμενο χωρίς να μοιράσει το λόγο σε πρόσωπα, χωρίς σκηνικές οδηγίες, χωρίς καμμία ένδειξη -χύμα. Σαν μία τελευταία κραυγή απόγνωσης -μία άλλη «Κραυγή» του Μουνκ.
Η παράσταση. Το άναρχο αυτό κείμενο, που θα μπορούσε εύκολα να γίνει βαρετό στο θεατή, το παρέλαβε η σκηνοθέτρια Άντζελα Μπρούσκου και το έβαλε σε τάξη. Προς Θεού, όταν γράφω «τάξη» δεν εννοώ εκλογίκευση. Διάλεξε ένα σκληρό, αδρό τρόπο, όπως σκληρό είναι το κείμενο, και μοίρασε, καθόλου αυθαίρετα, το λόγο σε τρία πρόσωπα: η ανώνυμη ηρωίδα, ένα δεύτερο πρόσωπο ταυτισμένο μαζί της -ένα alter ego της- και μία ψυχίατρος. Συν η μουσικός που εκτελεί τη μουσική της ζωντανά ως ενεργό μέρος της παράστασης συμμετέχοντας και μέσα από ένα τμήμα του κειμένου. Συμπρωταγωνιστές τους, μικρόφωνα που αλλάζουν κάθε τόσο θέση σε σχέση με τα σώματα και μία διαρκώς ανοιχτή, διαρκώς μετακινούμενη, χειροκίνητη κάμερα. Που ασθμαίνει, στροβιλίζεται, παραπαίει, σκοντάφτει, ξαπλώνει, αναπηδά, αναταράσσεται προβάλλοντας άναρχα σε μία οθόνη λεπτομέρειες ενώ στην ίδια οθόνη παρελαύνουν βίντεο με καίριες στιγμές της ιστορίας ή της καθημερινότητας, που καταγράφουν τον κόσμο στον οποίο η γυναίκα του έργου δεν αντέχει, δεν θέλει, δεν καταφέρνει να ζήσει. Λαχανιασμένοι παραληρηματικοί ρυθμοί, εντάσεις που σου σφίγγουν σαν παγωμένο χέρι το λαιμό- να σε πνίξουν-, η ψυχίατρος ψύχραιμη, «αντικειμενική», σχεδόν παγωμένα αδιάφορη να φαίνεται πως δίνει ανάσες ενώ, ουσιαστικά, οδηγεί, αντιστικτικά τις εντάσεις σε κρεσέντο.
Η Άντζελα Μπρούσκου, που υπογράφει και τη μετάφραση και το σχεδιασμό του χώρου και χειρίζεται την κάμερα, έχει μεταγγίσει υποδειγματικά την ουσία του έργου σε μία παράσταση – νομίζω πως είναι η καλύτερή της ή, τουλάχιστον, η πιο ολοκληρωμένη- που δείχνει αδρή και ακατέργαστη αλλά σίγουρα έχει πίσω της τρομερή δουλειά στη λεπτομέρεια, δουλειά που πολύ καλά κάνει και δεν φαίνεται. Η Nalyssa Green με τις μουσικές της και το σχεδιασμό του ήχου αποδεικνύεται ιδανική συνεργάτιδα: η μουσική στίξη του κειμένου αναδεικνύει κρυφές γωνίες του.
Οι ερμηνείες. Η Παρθενόπη Μπουζούρη επιδίδεται σε μία ερμηνεία βιωματική η οποία σε σημαδεύει. Δεν παίζει, Είναι. Η ταύτισή της με τη βασανισμένη αυτή, τη νεκρή αυτή ψυχή του κειμένου, που δεν είναι παρά η ίδια η Σάρα Κέιν, συνιστά ένα αθλητικό επίτευγμα. Σωματικής και ψυχικής αντοχής. Αυτό το ανεξέλεγκτο πλάσμα, τέρας και θύμα μαρτυρικό ταυτόχρονα, που βρίζει και πονάει και σπαρταράει και απεγνωσμένα ψάχνει ένα χέρι να κρατηθεί, παραμένει στη μνήμη.
Εξαίρετα την σεκοντάρει η Κωνσταντίνα Αγγελοπούλου σαν ένας άλλος εαυτός της, πιο τρυφερός, πιο λογικός, πιο ανθρώπινος. Η ίδια η Άντζελα Μπρούσκου, με το μέτρο, τον αυτοέλεγχο, την ακρίβειά της και την τόσο ζεστή φωνή που ηθελημένα την παγώνει δίνει το απαραίτητο αντίβαρο. Όπως και η μουσικός Nalyssa Green, μία παρουσία αγγελική μέσα στην κόλαση αυτή.
Το συμπέρασμα. Μία ασφυκτική παράσταση ενός απεγνωσμένου έργου που απαιτεί από το θεατή ψυχικές αντοχές αλλά τελικά τον αποζημιώνει.

«Bios»/Basement, 7 Φεβρουαρίου 2014. 

2 comments:

  1. Πολύ ενδιαφέρον έργο. Ωραία δυναμική ανάλυση κριτική. Πού παίζεται? γιατί δέν αναφέρεται τό θέατρο όπου εκτελείται αυτή η παράσταση? ή εγώ δέν τό βλέπω?

    ReplyDelete
  2. Κύριε Κορόβηλα στο Bios παίζεται. Το γράφω στο τέλος του κειμένου

    ReplyDelete