May 2, 2014

«Δέκα μικροί νέγροι» στο Εθνικό



Το Τέταρτο Κουδούνι / 2 Μαΐου 2014

Φυλλορροεί: το φετινό ρεπερτόριο του Χατζακιστάν -χειμερινό τε και θερινό. Σας τα ’γραφα εγώ, ήδη απ’ τις 6 Φεβρουαρίου: κάτι σα «Δέκα μικροί νέγροι» -«…and then there were none»…
Μετά τις αλλεπάλληλες ματαιώσεις -η πιο πρόσφατη (που, τελικά, ακριβώς όπως σας έγραψα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 27 Μαρτίου, είναι γεγονός), το «Τω αγνώστω τραγωδώ» του Λάκη Λαζόπουλου, το οποίο απ’ την άνοιξη είχε μετακινηθεί για το καλοκαίρι ως το καλό χαρτί του Εθνικού- διάβασα πως κι ο «Ερωτόκριτος» του Κορνάρου, συμπαραγωγή με το ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης, σε σκηνοθεσία Σωτήρη Χατζάκη, που ’χε προγραμματιστεί κι ανακοινωθεί για το καλοκαίρι -και που το Ελληνικό Φεστιβάλ πιεζόταν να το δεχτεί ως τρίτη συμμετοχή του Εθνικού στο Φεστιβάλ Επιδαύρου αλλά… τσου- επίσης ματαιώνεται.
Σας θυμίζω πως, πλην Λαζόπουλου, έχουν ματαιωθεί φέτος η «Θεία κωμωδία: Κόλαση» του Δάντη που θ’ ανέβαζε ο Δημήτρης Μαυρίκιος κι «Ο Μέγας Ιεροεξεταστής» απ’ τους «Αδελφούς Καραμάζοφ» του Ντοστογιέφσκι, που θα σκηνοθετούσε ο Σωτήρης Χατζάκης επίσης -συνολικά τέσσερις απ’ τις προαναγγελθείσες παραστάσεις. Για το καλοκαίρι, μάλιστα, απ’ τις τέσσερις του προγράμματος έχουν απομείνει οι δυο -οι μισές δηλαδή. Αν αυτό -κι ας μη μιλήσω για το άνευ προηγουμένου στρίμωγμα στην Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος»…- δε λέγεται κακός -ή πρόχειρος- προγραμματισμός τότε, τι λέγεται έτσι;



Στο μεταξύ το Εθνικό καμαρώνει σα γύφτικο σκεπάρνι γιατί, λέει, θα ταξιδέψει φέτος στην Γαλλία, καλεσμένο στο Φεστιβάλ της Αβινιόν, το «Vitrioli» του Γιάννη Μαυριτσάκη σε σκηνοθεσία Ολιβιέ Πι, η περσινή παραγωγή του -επιλογή ρεπερτορίου της προηγούμενης διεύθυνσης, ήτοι με ξένα κόλλυβα μνημόσυνο... Και πολύ καλά κάνει και καμαρώνει. Διότι δε βλέπω να του ξανασυμβαίνει κάτι τέτοιο σύντομα. Θα μπορούσε, δηλαδή, ποτέ να ζητήσει η Αβινιόν τον φετινό «Φιλάργυρο», για παράδειγμα, σε σκηνοθεσία Γιάννη Μπέζου, όσο κι αν χαρακτηρίζεται «του Μολιέρου»;




Σήμερα κλείνει ένας χρόνος. Οι τυποποιημένες εκφράσεις στην περίπτωση μιλούν για «δυσαναπλήρωτο κενό». Αλλά ο χαμός του Λευτέρη Βογιατζή δεν άφησε απλώς κενό, χάσμα άνοιξε. Και δυστυχώς το σολωμικό «το χάσμα π’ άνοιξ’ ο σεισμός κι ευθύς εγιόμισ’ άνθη» φοβάμαι πως δεν ισχύει.
Μας λείπει. Πολύ.






















Προχτές βράδυ έζησα μια δυνατή θεατρική εμπειρία. Καταχρηστικά χρησιμοποιώ τη λέξη θεατρική. Έζησα μια δυνατή ανθρώπινη εμπειρία. Μια ΠΟΛΥ ΔΥΝΑΤΗ ανθρώπινη εμπειρία: «Νo man’s Land», μια σύλληψη του Ολανδού Ντρις Φερχόφεν σκηνοθετημένη απ’ τον ίδιο και την Μαργιολάιν Φρίλινγκ. Μια, ας την πούμε, «περφόρμανς», ενταγμένη στο «Fast Forward Festival» της «Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση.
Μ’ ακουστικά στ’ αυτιά, ακούγοντας ένα απλό, καθημερινό αλλά καίριο, άψογα επεξεργασμένο δραματουργικά, κείμενο-συμπίλημα μαρτυριών μεταναστών, με την απόλυτα πειστική φωνή του Κωστή Καλλιβρετάκη, κι ανάμεσα μουσικές από Πέρσελ μέχρι Μπρέγκοβιτς, αφέθηκα ν’ ακολουθήσω με τα πόδια τον Μουσταφά -απ’ την Αίγυπτο όπως εκ των υστέρων έμαθα-, έναν άγνωστό μου μετανάστη, μ’ ακουστικά επίσης στ’ αυτιά, ο οποίος άκουγε τα ίδια με μένα και που με οδήγησε -σαράντα περίπου λεπτά, ένα άγνωστό μου εκ των προτέρων δρομολόγιο- απ’ το Μοναστηράκι, μέσα απ’το Θησείο, τον Κεραμεικό, το Μεταξουργείο, στον Βοτανικό. Με πρόσεχε πώς περνούσα τους δρόμους, σταμάτησε, σταμάτησα, με κοίταξε κατάματα, μου χαμογέλασε, αργότερα σταμάτησε πάλι, σταμάτησα πάλι, με κοίταξε απ’ την κορφή μέχρι τα νύχια, παρακάτω κάτι μου ’δωσε να φάω, τον έβλεπα να χορεύει μπροστά μου στους ρυθμούς της μουσικής που ακούγαμε κι οι δυο, μας κοίταζαν περίεργα από ’κει που περνούσαμε κι όταν φτάσαμε σε μια αλάνα μ’ έβαλε μόνο μου σε μια σκοτεινή καμπίνα -«sans une parole», που λέει κι ο Ζακ Πρεβέρ, «χωρίς ούτε μια κουβέντα». Δε θα σας αποκαλύψω το τέλος. Μόνο πως καθόμουνα μέσα στην καμπίνα κι έκλαιγα μέσα στο σκοτάδι -με μια γεύση μανταρινιού στο στόμα.
Άλλη μια παράσταση για μετανάστες; Πάλι μια παράσταση για μετανάστες; Ναι, αλλά μια αλλιώτικη παράσταση για μετανάστες. Χωρίς μαρτυρίες κατάφατσα, χωρίς καταγγελίες, χωρίς βίντεο... Αποστασιοποιημένη. Τόσο αποστασιοποιημένη που το δεύτερο επίπεδό της να λειτουργεί σιγά-σιγά, υπόγεια, ύπουλα, υποσυνείδητα και να εκρήγνυται μέσα σου. Να νοιώθεις πως όλοι μετανάστες είμαστε. Και πως το ανεστραμμένο είδωλο του Μουσταφά μπορεί να λέγεται και Γιώργος.
Μουσταφά, σ’ ευχαριστώ -έφυγες αμέσως, όπως προβλέπει το σχέδιο, και δεν πρόλαβα να σου το πω. Και να σου πω, Μουσταφά, πως μαζί σου είχα την πιο ποιητική, την πιο συγκλονιστική φέτος «θεατρική» εμπειρία. Κι εσύ, αδελφέ μου Μουσταφά, να με κοιτάξεις πάλι, να χαμογελάσεις με κατανόηση -καρτερικά, μπορεί και λίγο ειρωνικά- και να μου μιλήσεις για πρώτη και μόνη φορά: «Θεατρική εμπειρία, ε;» (Οι φωτογραφίες του Σταύρου Πετρόπουλου).




Αν την εμπειρία αυτή τη δέσω με το «Situation Rooms», την παράσταση των γνώριμών μας πια, αιρετικών του θεάτρου, «Rimini Protokoll», που ’δα λίγο νωρίτερα στον «Ελληνικό Κόσμο» όπου φιλοξενείται, κι αυτή ενταγμένη στο ίδιο φεστιβάλ -άλλου ύφους αλλά στο ίδιο πνεύμα, εξίσου δυνατή εμπειρία-, μόνο λόγια καλά θα ’χα να πω, γι άλλη μια φορά, και για την πρωτοβουλία αυτή της Στέγης και για το αισθητήριο, το μοναδικό, της Κάτιας Αρφαρά, καλλιτεχνικής διευθύντριας Θεάτρου/Χορού της Στέγης, που ’χει την καλλιτεχνική διεύθυνση όλου του «Fast Forward Festival» -εκεί να δείτε δουλειά…


Στις 12 και στις 19 του περασμένου Δεκεμβρίου και στις 10 του Απριλίου σας απαριθμούσα στο «Τέταρτο Κουδούνι» τις έξι «Μήδειες» - ή εκ της «Μήδειας» εκπορευόμενα ή αρυόμενα ή εμπνεόμενα έργα -του φετινού χειμώνα. Να προσθέσω και μια έβδομη(!): «Μήδεια» του Ευριπίδη που παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα «Μιχάλης Κακογιάννης» απ’ την ομάδα «Arcadia» σε σκηνοθεσία Κατερίνας Παλιού.


Την ξέρω την περίπτωση, μου ’χει τύχει δυο φορές.
Είχα έναν εξ αγχιστείας θείο, δικηγόρο, που ξεκίνησε ξυπόλυτος κι έφτιαξε σταδιοδρομία με αίμα και με δάκρυα, σοβαρό άνθρωπο, καθωσπρέπει, εγγράμματο -Ήθος δίδασκε. Ο οποίος, όμως, εκεί που καβατζάρησε τα 70 άρχισε να το χάνει. Και καλά, όλοι μπορεί να το πάθουμε. Αλλά ο θείος το ’παθε άσχημα: άρχισε, αυτός ο λόγιος, ο καλλιεπής, να βρίζει, να βρίζει, να βρίζει… Με τάσεις αρχαιοελληνικές μάλιστα. Πού το ’χε τόσο μπινελίκι μέσα του, ο κακομοίρης; «Σπουδαρχίδας» τους ανέβαζε, «σπουδαρχίδας» τους κατέβαζε τους γνωστούς του -«αγράααμματοι!» ξεφώνιζε κι άφριζε. Μέσα στη ντροπή η γυναίκα του: «Παιδί μου, μην τον παρεξηγείτε, δεν ξεύρει τι κάμει», μας έλεγε. Γελούσαμε εμείς, γελούσαμε αλλά κατά βάθος -και κατά πλάτος-, κακά τα ψέματα, για λύπηση ήταν.
Είχα και μια θεία στρουμπουλή-στρουμπουλή -μια όμορφη πουλάδα-, γλυκομίλητη, καθωσπρέπει, το στόμα της μέλι έσταζε, κακό λόγο δεν έλεγε για κανέναν, λέξις «απρεπής» απ’ το στόμα της δεν έβγαινε -ούτε «στο διάβολο» δεν ξεστόμιζε. Δασκάλα -δίδασκε κιόλας, Ήθος δίδασκε κι αυτή, τσούρμο τους είχε τους μαθητές. Τα ίδια και με την περίπτωσή της: μόλις πέρασε τα 70 αρχίζει τα παρατράγουδα. Να λέει κι όλο να λέει, χωρίς γαρύφαλλο στ’ αυτί αλλά με την πονηριά στο μάτι, για σύκα και συκιές -μιλάμε, τώρα, για φρασεολογία δεκαετίας του ’60- και για ζουμερά αγοράκια και να φωνάζει τις κόρες της «μωρή χλαπάτσα», και «μωρή σ’κωταριά», και «μωρή σπληνάνερο», και «μωρή απόπατε» -γριά γυναίκα...- και να τσιρίζει και ωσαύτως ν’ αφρίζει -«νούμερααααα»-, σαν τη χειρότερη κυράτσα της γειτονιάς. Βροντερά -με άρθρωση Ροντήρη. Και μίσος για τα παιδιά… -απύθμενο, από πού το ’βγαζε η δασκάλα; Και το βρομόλογο να πηγαίνει σύννεφο -βόθρος σας λέω, οχετός. Που κοκκινίζαμε να τ’ ακούμε κι άντε να γελάσεις μπροστά στις κόρες της -κοντά στην αποπληξία ήτανε οι κακομοίρες. «Θα μας κουτσομπολεύουν ‘Δασκάλα που δίδασκες και νόμον δεν εκράτεις’ και ‘Κιμούληδες όλων των χωρών ενωθείτε’, θα λένε ‘το ’χε, φαίνεται, το χούι με τα σεξουαλικά παλαιόθεν’» κλαψούριζαν απελπισμένες, όσο κι αν προσπαθούσαμε εμείς -«μα δεν ξέρει τι της γίνεται, ηρεμήστε…»- να τις παρηγορήσουμε. Τράτζικ. Τραγικωμικό για ν’ ακριβολογώ. Πού καταντάει ο άνθρωπος… Μακριά από μας -ούτε του οχτρού μας…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…


No comments:

Post a Comment