May 22, 2014

Καλά τα υλικά αλλά ήθελε λίγο ψήσιμο ακόμα



Το έργο. Η κυρία Σάσα, συγγραφεύς -ευπώλητων προφανώς- αισθηματικών ρομάντζων επισκέπτεται το διαχειριστή της πολυκατοικίας της -ο Πέτρος, χωρισμένος, με κόρη δεκαπεντάχρονη που την περιμένει την ίδια μέρα να φτάσει από την Αγγλία και της ψήνει ένα κέικ στο φούρνο- για να του διαμαρτυρηθεί πως κάποιος της πολυκατοικίας πετάει από το μπαλκόνι τις σακούλες με τα σκουπίδια του «στοχεύοντας» τον κάδο που βρίσκεται στο πεζοδρόμιο κάτω από το μπαλκόνι αλλά αστοχώντας…
Τέσσερα διαμερίσματα βρίσκονται στην ευθεία του κάδου: το δικό της, της κυρίας Στέλλας -μιας ηλικιωμένης που έχει πρόσφατα πεθάνει και τη βρήκαν από τη μυρωδιά- το οποίο παραμένει κλειστό, του Μπάμπη που συζεί με μία κοπέλα και του αλλοδαπού Αγκρόν που ζει με το παιδί του, έναν έφηβο. Φυσικά και ο αλλοδαπός είναι ο πρώτος ύποπτος.
Η Σάσα ζητάει από το διαχειριστή να τον επιπλήξει. Ο Πέτρος κρατάει αποστάσεις καθώς δεν υπάρχουν αποδείξεις -θεωρητικά όλοι είναι «ύποπτοι». Και καλεί στο σπίτι του και τον Πέτρο και τον Αγκρόν μήπως και αποκαλυφθεί ο «δράστης».
Ο Αγκρόν φτάνει καθυστερημένος. Και συγχισμένος. Έχει προηγηθεί ένα επεισόδιο στη σχολή τάε-κβον-ντο όπου ο γιος του που τον στέλνει εκεί, κατά λάθος, πάνω στο αγώνισμα, κλώτσησε ένα άλλο παιδί στη μύτη, το τραυμάτισε και άκουσε τα εξ αμάξης. Στη συζήτηση, όταν αντιλαμβάνεται πως θεωρείται υπεύθυνος στο… αγώνισμα ρίψης σκουπιδιών, εξανίσταται και το αρνείται. Ποιος, λοιπόν, το κάνει; Στην κουβέντα έχει υπεισέλθει, πριν ο Αγκρόν φτάσει, και το μεταφυσικό στοιχείο καθώς αναφύεται και ένα θέμα θορύβων που ακούει η Σάσα από το κενό διαμέρισμα της νεκρής –φάντασμα; Καταληψίες;
Ο ενεδρεύων ρατσισμός ξεπηδάει. Μυστικά και ανείπωτα έρχονται στην επιφάνεια. Ο Μπάμπης, εκτός εαυτού, επιτίθεται στον Αγκρόν και κουβαλάει στο διαμέρισμα την πιο πρόσφατα εκτοξευθείσα σακούλα με σκουπίδια που τα αδειάζει στο πάτωμα: θα γίνει αυτοψία για να εντοπιστεί σε ποιον ανήκουν! Ανήκουν, όντως, στον  Αγκρόν. Που καταρρακωμένος παραδέχεται πως τα πετάει ο γιος του και πως ψευδόταν για να μη στοχοποιήσουν το παιδί. Αλλά επιτίθεται και στον Μπάμπη: πως κουβαλάει μία τραβεστί στο διαμέρισμά του, όταν λείπει η κοπέλα του, και τι να πει αυτός στο παιδί του. Ένα άλλο είδος ρατσισμού αναδύεται από το θύμα του. Οι δυο τους έρχονται στα χέρια. Αλλά η σχέση του Μπάμπη με την τραβεστί είναι πολύ διαφορετική από αυτή που φαντάζεται ο Αγκρόν… Η αποκάλυψη, από τους άλλους δύο που την ξέρουν, φέρνει και την εκτόνωση μετά την κορύφωση της σύγκρουσης. Ο Αγκρόν ζητάει συγγνώμη. Και απαντάει και στο ερώτημα για τους θορύβους από το κλειστό διαμέρισμα. Το φρεσκοψημένο, νόστιμο κέικ, που ο Πέτρος, με μία χριστιανική κίνηση, το θυσιάζει και τους το μοιράζει, τους ηρεμεί. Περασμένα, ξεχασμένα. Ή, απλώς, τα σκουπίδια κάτω από το χαλί;

Ο Βαγγέλης Χατζηγιαννίδης, ένας από τους πιο προσγειωμένους σύγχρονους συγγραφείς μας, με το «Κέικ» του έχει γράψει ένα μεγάλο μονόπρακτο που συνδυάζει το χιούμορ με ένα ουσιαστικό -και ευέλικτο, διαλεκτικό- κοίταγμα των κοινωνικών μας πραγμάτων. Το έργο του είναι σφιχτό και αποτελεσματικό, κατά τη γνώμη μου, αλλά οι χαρακτήρες του δεν είναι ολοκληρωμένοι και οι αρμοί του έργου -οι συνδέσεις των επιμέρους στοιχείων του- δραματουργικά δεν είναι γερά αρθρωμένοι. Μου άφησε την εντύπωση πως, αν ο Χατζηγιαννίδης επέμενε και το δούλευε περισσότερο, θα είχε ίσως γράψει το αρτιότερό του έργο.
Η παράσταση. Ο Πέτρος Φιλιππίδης αντιμετώπισε με σοβαρότητα, με σύνεση, με προσοχή στη λεπτομέρεια και με μέτρο το έργο (αχ, όταν δεν μεσολαβεί ο παράγοντας «στοχεύουμε στο πλατύ κοινό»…). Ισορρόπησε τα κωμικά στοιχεία και του έδωσε κύρος. Στους ρυθμούς λίγο τα χαλάει. Πιστεύω πως, θέλοντας να πείσει -και τον εαυτό του- πως το έργο είναι «σοβαρό» και να μεταφέρει την αίσθηση πως πρόκειται να πάρει σιγά-σιγά διαφορετική τροπή, έβαλε παύσεις και σιωπές που δεν τις έχει μετρήσει σωστά και κάνουν την παράσταση, ειδικά στις πρώτες σκηνές, να αργοσέρνεται. Πάντως το πρόβλημα στη συνέχεια απαλύνεται έως και εξαφανίζεται. Και το φινάλε σε κερδίζει -συγκινεί αφήνοντας αμφιβολίες να πλανώνται.
Ο Γιώργος Γαβαλάς έχει κάνει πολύ καλή δουλειά με τα λιτά έως αυστηρά, «γραμμικά» σκηνικά του, φωτισμένα από τον μάστορα Λευτέρη Παυλόπουλο, και στα κοστούμια. Αποτελεσματική και η δουλειά του Ιάκωβου Δρόσου -ευχάριστη έκπληξη η επανεμφάνισή του- στη μουσική επιμέλεια.

Οι ερμηνείες. Ικανοποιητικός αν και -πάντα- λίγο σβηστός ο Μάξιμος Μουμούρης. Πειστικότατος, με χιούμορ πηγαίο, μετανάστης Αγκρόν ο Λαέρτης Μαλκότσης. Βρήκα σωστό και μετρημένο αλλά κάπως ποζάτο τον Λάζαρο Γεωργακόπουλο. Η Μίνα Αδαμάκη χρησιμοποιεί χωρίς περιορισμούς τη μανιέρα της. Αλλά διαθέτει χιούμορ και έχει μία εξαιρετική αίσθηση της κωμωδίας -πώς, πότε και πού πέφτει η κωμική ατάκα- που αφέονται οι «αμαρτίες» της.
Το συμπέρασμα. Έργο και παράσταση που σας τα συνιστώ παρά τις επί μέρους αντιρρήσεις μου. Άλλωστε ένα Εθνικό Θέατρο δεν πρέπει να παρουσιάζει, να προασπίζει και να προωθεί το σύγχρονο ελληνικό έργο;

Εθνικό Θέατρο/Κτίριο Τσίλερ/Σκηνή «Νίκος Κούρκουλος», 14 Μαΐου 2014.

No comments:

Post a Comment