June 17, 2014

Ντον Τζοβάνι του δρόμου και της νύχτας ή Κόλαση εδώ και τώρα




Το έργο. Ο Ντον Τζοβάνι, που μία ζωή αδίστακτα εφορμά κατά παντός θηλυκού, αποπειράται μία νύχτα να βιάσει την Ντόνα Άννα, κόρη του Διοικητή, αρραβωνιασμένη με τον Ντον Οτάβιο. Δεν πετυχαίνει το σκοπό του. Στις φωνές της προστρέχει ο πατέρας της που ο Ντον Τζοβάνι τον σκοτώνει πριν το σκάσει με τον υπηρέτη του Λεπορέλο χωρίς να τον αναγνωρίσουν. Ντόνα Άννα και Ντον Οτάβιο ορκίζονται να πάρουν εκδίκηση για το έγκλημα. 
Επόμενο θύμα του ακόλαστου ευγενή, η χωριατοπούλα Τσερλίνα. Ενώ ετοιμάζεται να παντρευτεί τον Μαζέτο της, ο Ντον Τζοβάνι επιχειρεί να την αποπλανήσει. Την αποσπά από τα χέρια του, ματαιώνοντας το σχέδιό του, η Ντόνα Ελβίρα, προηγούμενο θύμα του, η οποία τον αναζητούσε αφότου την εγκατέλειψε. Ντόνα Άννα και Ντον Οτάβιο, εν αγνοία τελούντες, του ζητούν να  τους βοηθήσει να ανακαλύψουν το φονιά του Διοικητή. Αλλά από την κουβέντα τους η Ντόνα Άννα αναγνωρίζει το δράστη: είναι ο ίδιος ο Ντον Τζοβάνι!
Ο οποίος θα καλέσει όλους τους συνδαιτημόνες του γάμου σε μία γιορτή -ανάμεσά τους, μεταμφιεσμένοι, οι διώκτες του πια, Ντόνα Άννα, Ντον Οτάβιο και Ντόνα Ελβίρα- όπου και πάλι θα προσπαθήσει να κατακτήσει την Τσερλίνα. Εκείνη αντιδρά και ο υπαίτιος προσπαθεί να μεταφέρει τις ευθύνες ,στον Λεπορέλο πριν το σκάσουν και οι δύο τους. Αργότερα τον πείθει, μάλιστα, να ανταλλάξουν ταυτότητες ανταλλάσσοντας τα ρούχα τους, ώστε ο Λεπορέλο να παρασύρει και να απομονώσει την Ελβίρα ενώ ο Ντον Τζοβάνι θα ξεμυαλίζει την καμαριέρα της. Το σχέδιο αποτυγχάνει όταν εμφανίζεται ο Μαζέτο που ο Ντον Τζοβάνι τον δέρνει. Όταν Ντόνα Άννα, Ντον Οτάβιο, Μαζέτο και Τσερλίνα αποπειρώνται να σκοτώσουν τον εμφανιζόμενο ως Ντον Τζοβάνι, ο Λεπορέλο αποκαλύπτει ποιος είναι και τη γλιτώνει. 
Στο κοιμητήριο όπου καταφεύγουν αφεντικό και υπηρέτης βρίσκονται μπροστά στον τάφο του Διοικητή και στο άγαλμα που τον κοσμεί. Ο επηρμένος, ανεξέλεγκτος, μηδενιστής Ντον Τζοβάνι κάνει μία προκλητική, ασεβή κίνηση: τολμάει να το καλέσει σε δείπνο. Ο Λεπορέλο έντρομος βλέπει το άγαλμα να κουνάει το κεφάλι του συγκατανεύοντας.

Ο Ντον Τζοβάνι δειπνεί όταν φτάνει η Ντόνα Ελβίρα κάνοντας του μία τελευταία έκκληση να απαρνηθεί την άσωτη ζωή του. Εκείνος αρνείται. Όπως και όταν, όντως, εμφανίζεται το προσκεκλημένο στο δείπνο άγαλμα του Διοικητή που επίσης του ζητάει να μετανοήσει. Τότε το άγαλμα τον καλεί να του δώσει το χέρι του. Ο Ντον Τζοβάνι, αψηφώντας Θεό και ανθρώπους, του το δίνει. Το χέρι αυτό είναι που θα τον οδηγήσει στις φλόγες της κόλασης. Η τιμωρία ενός ακόλαστου είναι γεγονός.
«Η τιμωρία ενός ακόλαστου ή Ντον Τζοβάνι» είναι ακριβώς και ο τίτλος της όπερας (1787) του Βόλφγκανγκ Αμαντέ(ους) Μότσαρτ. Μιας όπερας της ωριμότητάς του -από τα αριστουργήματά του- βασισμένης στο καλοφτιαγμένο, πολυεπίπεδο -κι ας δείχνει σήμερα, σε πρώτη ματιά, ξεπερασμένο- λιμπρέτο του Λορέντσο ντα Πόντε ο οποίος ουσιαστικά μετέπλασε, απολύτως δημιουργικά πάντως, ένα άλλο λιμπρέτο άλλης πρόσφατης όπερας με θέμα τον κοινόχρηστο και δημοφιλή πια μύθο του Δον Χουάν, που ξεκίνησε τη μακρά σκηνική πορεία του το 1630 με το θεατρικό έργο του Ισπανού Τίρσο ντε Μολίνα «Ο διαφθορέας της Σεβίλης ή Ο πέτρινος επισκέπτης» περνώντας ακόμα και από τον Μολιέρο. Μιας όπερας «ασεβούς» που η «ασέβειά» της κολάζεται με το απαραίτητο για την εποχή της «ηθικοπλαστικό» φινάλε αλλά και τόσο πλούσιας που πολλά επίπεδα μπορεί μέσα της να ανακαλύψει ο σκηνοθέτης που θα την αναλάβει.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Χουβαρδάς που ανέλαβε τη συγκεκριμένη παράσταση εστίασε στο θέμα της βίας η οποία όντως διατρέχει το έργο. Εξαφανίζοντας κάθε μεταφυσικό στοιχείο. Καθόλου δεν διαφωνώ. Αλλά ο τρόπος που επέλεξε να υλοποιήσει την άποψή του νομίζω πως ατύχησε. Επιλογή του, η μεταμοντέρνα γραμμή: η δράση στο δρόμο, ο Ντον Τζοβάνι ένας αλητόβιος με Λεπορέλο έναν βρωμερό λεχρίτη, αντί για μέγαρο του Διοικητή (Commendatore) ένα μπαρ με τη φωτεινή επιγραφή «Il Commendatore», περίγυρος μαφιόζικος, μαχαίρια που βγαίνουν εύκολα, πλακώματα, στη σκηνή του δείπνου ο Ντον Τζοβάνι να μετατρέπεται σε βρικόλακα που ρουφάει το αίμα της Ντόνα Ελβίρα και της Τσερλίνα, φλόγες της κόλασης τα νέον του μπαρ που καταπίνει τον ακόλαστο και η αιώνια τιμωρία του «μεταφράζεται» να καθαρίζει τον πάγκο του μπαρ, επίλογος με τους σολίστ σε τρελό χορό... Όλα αυτά, όμως, δεν πείστηκα ότι δένονταν. Ούτε μεταξύ τους ούτε με το λιμπρέτο ούτε με τη μουσική του Μότσαρτ. Το αντίθετο: έβλεπα να μην είναι «χωνεμένα», έβλεπα τη σκηνοθετική άποψη να ζορίζεται, να σπρώχνεται να χωρέσει ακόμα και «με τροποποιήσεις που οφείλονται στη βούληση του σκηνοθέτη», όπως διάβασα στο πρόγραμμα, στους ελληνικούς υπέρτιτλους (η αρχική μετάφραση της Μαρίας Λαϊνά και της Αλεξάνδρας Πλαστήρα). 
Όπως ζορισμένη και άτεχνη βρήκα και την προσπάθεια του σκηνοθέτη να δέσει την παράσταση με το ελληνικό σήμερα, με άνεργους και με άστεγους οι οποίοι, ως βουβός Χορός, σαν να κρίνουν και να απαξιώνουν τα επί σκηνής ερωτικά δρώμενα γύρω από τα οποία περιστρέφεται η όπερα - κάτι σαν «για κοίτα με τι ασχολούνται αυτοί ενώ ο κόσμος χάνεται…».
Επιπλέον, εξαφανίζοντας κάθε αισθησιακό -όχι ερωτικό- στοιχείο, η σκηνοθεσία πιστεύω πως κατέληξε σε ένα στεγνό, επίπεδο αποτέλεσμα.
Η Εύα Μανιδάκη υποταγμένη στη σκηνοθεσία έκανε ένα λιτό σκηνικό που, τουλάχιστον, δεν κλώτσησε -μεγάλη επιτυχία...- στο χώρο του Ηρωδείου. Και που λειτούργησε επαρκώς -εκτός ίσως από τη σκηνή στο κοιμητήριο. Στη σκηνοθετική γραμμή και τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη. Αλλά η αισθητική αυτή του ηθελημένου κιτς, με ρούχα από το Μοναστηράκι και από βεστιάρια και με περούκες αποκριάτικες -κορωνίδα, η απεχθής εμφάνιση του Λεπορέλο-, εμένα με απωθεί. Ο Λευτέρης Παυλόπουλος φώτισε επαρκέστατα τα σκοτάδια αυτής της κόλασης πριν από την κόλαση την οποία επιδίωξε ο σκηνοθέτης να δημιουργήσει στη σκηνή.
Η παράσταση πιστεύω πως δεν ευτύχησε και μουσικά. Διότι ο αρχιμουσικός Λουκάς Καρυτινός δεν αφέθηκε μεν σε εντάσεις και σε αμετροέπειες που δεν τις σηκώνει ο Μότσαρτ αλλά και δεν έλεγξε επαρκώς την Ορχήστρα της ΕΛΣ. Πράγμα φανερό ήδη από την εισαγωγή. Πολλά τα ολισθήματα και ακόμα περισσότερα και συχνότερα τα προβλήματα συμπόρευσης με τους τραγουδιστές από τους οποίους έλειψε επίσης το φωνητικό δέσιμο. Σωστή η κάτω από τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου Χορωδία της ΕΛΣ -της οποίας, πάντως, ο ρόλος είναι περιορισμένος στον «Ντον Τζοβάνι».
Η διανομή. Καλής ποιότητας φωνητικό μέταλλο διαθέτει ο ιταλός βαρύτονος Φράνκο Πομπόνι αλλά όχι και φωνητικό μέγεθος για ανοιχτό χώρο. Το Ηρώδειο κατάπινε τη φωνή του. Και παρά την ταιριαστή του για τον επώνυμο ρόλο εμφάνιση και την ευλυγισία του, που η σκηνοθεσία την υπερεκμεταλλεύτηκε σε βαθμό περιττής υπερκινητικότητας, έδωσε μία επιφανειακή ερμηνεία.  Πιο δύσκαμπτος ο Λεπορέλο του μπάσου Χριστόφορου Σταμπόγλη, με περιορισμένα από τη σκηνοθεσία τα κωμικά πατήματα του ρόλου, τραγούδησε με εξαιρετική μουσικότητα αλλά χωρίς να δένει με τον Ντον Τζοβάνι με αποτέλεσμα το τραγούδι του να το εισπράττω σαν κάπως πλαδαρό.
Κατ’ εξοχήν μοτσάρτειος τενόρος ο Αντώνης Κορωναίος έδειξε προς το τέλος να κουράζεται. Επιπλέον η καταφανής αγωνία του αποκλειστικά για να βγει σωστά η φωνή είχε και πάλι ολέθρια αποτελέσματα στην αδύναμη, ούτως ή άλλως, υποκριτική του: σώμα αγκυλωμένο, κινητική δυσκαμψία και εκφράσεις προσώπου που άγονται και φέρονται από τις ανάσες και τη φωνητική προσπάθεια, ερήμην των αντιδράσεων που απαιτεί η στιγμή. Μονολιθικός αλλά με μέγεθος και απόλυτα σωστός φωνητικά ο Δημήτρης Καβράκος. Ικανοποιητικό το τραγούδι αλλά όχι και τόσο πειστική η εμφάνιση ως Τσερλίνα της σοπράνο Μαρίας Μητσοπούλου. Αντίθετα πιο πειστικό υποκριτικά ως Μαζέτο (πάντα, στη γραμμή Χουβαρδά) βρήκα το βαρύτονο Πέτρο Μαγουλά αλλά με κάπως σκληρό τραγούδι.
Την παράσταση ανέβασαν μουσικά οι δύο βασικές πρωταγωνίστριες -άψογη διανομή, σε ιδεώδη φωνητική ισορροπία οι δύο τους: η ρουμάνα Τσέλια Κοστέα, ρωμαλέα δραματική σοπράνο με σκηνικό κύρος, αποτελεσματική υποκριτική -κι ας την έβγαλε η σκηνοθεσία και το κοστούμι ολίγον Κάρμεν- και με απόλυτη φωνητική επάρκεια ως Ντόνα Ελβίρα και, κυρίως, η Μυρτώ Παπαθανασίου. Γλυκύτατη, λυγερή, με γνώση του ύφους και έξοχη τεχνική, σωστή υποκριτικά, λυρικότατη αλλά και με τσαγανό Ντόνα Άννα κέρδισε τις εντυπώσεις με την τελευταία της άρια «Non mi dir» που την  τραγούδησε συναρπαστικά.    
Το συμπέρασμα. Μία ανανεωτική σκηνοθετική προσπάθεια, από αυτές που η Λυρική οφείλει να κάνει και καλώς τις κάνει, η οποία, κατά τη γνώμη μου, δεν πέτυχε και ένα άνισο μουσικό αποτέλεσμα.  

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Φεστιβάλ Αθηνών, από την Εθνική Λυρική Σκηνή, 11 Ιουνίου 2014.

No comments:

Post a Comment