July 31, 2014

«Θουκυδίδης» με… λοιμό αποχωρήσεων


Το Τέταρτο Κουδούνι / 31 Ιουλίου 2014





«Το ατλαζένιο γοβάκι» του Πολ Κλοντέλ: 371 σελίδες ψαχνό κείμενο στην ελληνική μετάφραση! Φαραωνικών διαστάσεων θεατρικό έργο. Που χρειάζεται επώδυνη δραματουργία -κόψιμο δηλαδή- για ν’ ανεβεί στη σκηνή, εκτός κι αν κάνεις το απονενοημένο διάβημα και το ανεβάσεις ολόκληρο που κάπου έντεκα ώρες χρειάζονται…- στην Γαλλία το ’χουν τολμήσει μόνον ο Ζαν-Λουί Μπαρό, ο Αντουάν Βιτέζ κι ο Ολιβιέ Πι.
Η Έφη Θεοδώρου αποτόλμησε για το Φεστιβάλ Αθηνών μια εκδοχή τεσσάρων ωρών και είκοσι λεπτών, συμπεριλαμβανομένων δυο σύντομων διαλειμμάτων -ένα τετράωρο δηλαδή καθαρή παράσταση. Θα μπορούσε να φάει τα μούτρα της μ’ αυτό το πυκνό, άκρως ποιητικό κείμενο που αλλάζει κάθε τόσο ύφος. Δεν τα ’φαγε. Το αντίθετο! Η παράστασή της, η προτελευταία για μένα του Φεστιβάλ, χτες βράδυ την είδα- ήταν απ’ τις καλύτερες στιγμές του φετινού Φεστιβάλ Αθηνών. Διότι η Έφη Θεοδώρου είχε στη διάθεσή της μια συγκλονιστική μετάφραση -ένα επίτευγμα, που δε θα δίσταζα να το χαρακτηρίσω σταθμό- του Στρατή Πασχάλη (η οποία, ευτυχώς, μόλις εκδόθηκε -η πλήρης εκδοχή του έργου- απ’ την «Άγρα» που ξέρουμε το επίπεδο των εκδόσεών της). Διότι ο Νίκος Πλάτανος που ’χει αναλάβει τη μουσική έστιξε την παράσταση συ-ναρ-πα-στι-κά αλλά διακριτικά χωρίς ούτε μια στιγμή να καπελώσει το κείμενο. Και διότι στη διανομή η σκηνοθέτρια είχε δώδεκα καλούς -τουλάχιστον- ηθοποιούς. Τους οποίους, όμως, απέδειξε πως ήξερε και να τους οδηγήσει με τον καλύτερο τρόπο: να κατεβάσουν άψογα το δύσκολο κείμενο στην πλατεία κρατώντας το κοινό τέσσερις ολόκληρες ώρες -προσωπικά καθόλου δεν κουράστηκα.
(Α, επιπλέον, αν και η σκηνή «λείπει» στον Χώρο Δ της «Πειραιώς 260», αν κι η παράσταση στα μπετά γίνεται -υπό τους έξοχους φωτισμούς του Αλέκου Γιάνναρου-, αν και με μικρόφωνα παίζουν οι ηθοποιοί, αυτή τη φορά ΑΚΟΥΓΑΜΕ τι λένε…)
Αυτή η δουλειά, αυτό «Το ατλαζένιο γοβάκι» δεν πρέπει να πάει έτσι χαμένο -δυο, όλες κι όλες, παραστάσεις στο Φεστιβάλ, η δεύτερη απόψε στις 8. Κάποια συνέχεια πρέπει να ’χει.





Το χειρότερο με τις… υποθαλάσσιες, αφρισμένες, ποτισμένες από νερό θαλασσινό, σχεδόν αλμυρές φωτογραφίες που ’στειλε το Εθνικό Θέατρο για τη λεγόμενη προμόσιον του «Ιππόλυτού» του σε σκηνοθεσία Λυδίας Κονιόρδου και που έγραψαν ιστορία…- κάτι μεταξύ Κουστό και ντοκιμαντέρ του Κάμερον για τον «Τιτανικό»- είναι πως, συν τοις άλλοις, απεδείχθησαν προφητικές. Της κιτς τρικυμίας που θα ξέσπαγε. Και του ναυαγίου που θα επακολουθούσε…


Ξανάδα -μέσα στην υπέροχη, απόλυτη décadence της ταράτσας του «Παλάς» Παγκρατίου, όπου νοιώθεις να διακτινίζεσαι στη δεκαετία του ’20- την «Σύντομη συνάντηση» του Ντέιβιντ Λιν. «Τ’ άλλα ’ναι σιωπή» -για την ταινία μιλώ, τι περισσότερο να πω για το αριστούργημα αυτό;
Εκεί που θα σταθώ είναι στα credits. Όπου διάβασα -που το ’ξερα- πως η ταινία είναι βασισμένη σε μονόπρακτο του Νόελ Κάουαρντ. Τον τίτλο δε θυμόμουν του μονόπρακτου: «Still Life»! Ακριβώς όπως η τελευταία –υπέροχη- δημιουργία του Δημήτρη Παπαϊωάννου. Που το πρώτο της «κεφάλαιο» με τον τίτλο «Sisyphus» («Σίσυφος») μόλις παρουσιάστηκε, μετά από πρόσκληση του Ρόμπερτ Γουίλσον, για πρώτη φορά στις ΗΠΑ -στην Νέα Υόρκη, στο φετινό Watermill Center Summer Benefit Gala. Εκλεκτικές συγγένειες!






Ότι θα δω και την Ελένη Ερήμου στην Επίδαυρο -την Μικρή, προς το παρόν- να ερμηνεύει Θουκυδίδη σε διδασκαλία Ρούλας Πατεράκη στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου, όχι, δε θα μπορούσα να το φανταστώ ποτέ. Κι όμως! Έγινε. Στην παράσταση «Το μανιφέστο του πολέμου/Μέρος Α΄». Μια παράσταση καλαίσθητη, με μερικούς καλούς ηθοποιούς να κάνουν καλά τη δουλειά που τους ζητήθηκε -και πάλι θα ξεχωρίσω τον Δημήτρη Λιγνάδη, αν και καθόλου δε συμμερίστηκα τη συγκίνησή του (εντός ρόλου; Εκτός;) που τόσο την άφησε να φανεί, το Σάββατο τουλάχιστον, και την Διώνη Κουρτάκη-, με κάποιες «εκκεντρικότητες» που πάντοτε η Ρούλα Πατεράκη συνηθίζει, η οποία παράσταση όμως καθόλου δε με έπεισε ότι υπήρχε λόγος σοβαρός το σύγγραμμα του Θουκυδίδη για τον Πελοποννησιακό Πόλεμο να γίνει θέατρο… Άντε, το φθινόπωρο να δω τι έχει κάνει με το συγκεκριμένο κείμενο κι η Άννα Κοκκίνου που δεν πρόλαβα την περασμένη σεζόν την παράστασή της, μπας κι αυτή με πείσει.
Όσο για τα Μέρος Β΄ και Γ΄ που εξήγγειλε η Ρούλα Πατεράκη για τα επόμενα δυο καλοκαίρια στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Επιδαύρου -μιλώντας για τριλογία που ’χει σχεδιάσει-, αν, τελικά, γίνουν, διότι η προετοιμασία του Α΄ ήταν επώδυνη, Αθηνά Μαξίμου και Μαριάνθη Σοντάκη και Καλλιρρόη Μυριαγκού, τρεις συνολικά εκ των ηθοποιών της διανομής, την έκαναν απ’ τις πρόβες…-, να υποθέσω ότι μπορεί τότε να δούμε και την Ζωζώ (Σαπουντζάκη) να συμμετέχει;


Tο Διεθνές Καλλιτεχνικό Κέντρο «Athenaeum» ανακοίνωσε τη διεξαγωγή του 38ου Διεθνούς Gran Prix Μαρία Κάλλας-Όπερα για 4 έως 11 Οκτωβρίου. Μέσα στις πιο αντίξοες οικονομικά συνθήκες αντέχουν. Και επιμένουν. Τους/ις θαυμάζω.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… Ενίοτε σκηνή αξιοθαύμαστη.


Συμπλήρωνα στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 16 Ιουλίου, για την «Κολεξιόν» του Χάρολντ Πίντερ τα προηγούμενα ανεβάσματα του έργου στην Ελλάδα, που ήταν περισσότερα απ’ όσα μας είχαν πει, όταν το έργο ανέβηκε στο «Εμπορικόν» τον περσινό χειμώνα. Κι από αβλεψία έγραφα, εκτός των άλλων, πως η «Κολεξιόν» το 1982 παρουσιάστηκε στην Θεσσαλονίκη απ’ την «Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης» της Ρούλας Πατεράκη σε σκηνοθεσία της. Να διορθώσω -μου το επεσήμαναν ο Δαμιανός Κωνσταντινίδης, ο Γιάννης Παλαμιώτης κι ο Νικηφόρος Παπανδρέου και τους ευχαριστώ- πως ανέβηκε, όντως, απ’ το θίασο αυτό αλλά σε σκηνοθεσία του Αχιλλέα Ψαλτόπουλου.


«Η παράσταση ανεβαίνει κάθε Δευτέρα και Τρίτη», «Το έργο ανεβαίνει και την Κυριακή των εκλογών», «Το ‘…’ ανεβαίνει κάθε Παρασκευή και Σαββατοκύριακο στο τάδε θέατρο». Κύριοι συνάδελφοι! Κύριοι συνάδελφοι! Η παράσταση «ανεβαίνει» ΠΡΙΝ ανεβεί. Και τη μέρα που κάνει πρεμιέρα -ΑΝΗΜΕΡΑ. Μετά απλώς ΠΑΙΖΕΤΑΙ, ΠΑΡΟΥΣΙΑΖΕΤΑΙ (και άλλα συνώνυμα). Δεν ΑΝΕΒΑΙΝΕΙ. Ανέβηκε ήδη. Διότι αν ανεβαίνει κάθε βράδυ που παίζεται πού θα φτάσει; Και πώς θα κατεβεί μετά; Θα τσακιστεί.


Τι ωραία, που εκπέμπει πάλι το Τρίτο… Τι ωραία, που δουλεύω και το ’χω συνέχεια ανοιχτό απ’ τα ξημερώματα μέχρι το απόγευμα και το ακούω… Κι ακούω τις παλιές γνώριμες φωνές…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… Ή, μάλλον, ένας ραδιοφωνικός σταθμός.

July 30, 2014

«Οθέλος» που έπεσε σε συνωστισμό



Το έργο. Ο Οθέλος, μαυριτανός στρατηγός στην υπηρεσία της Βενετίας, τέλος του 14ου αιώνα, γενναίος, δίκαιος και έντιμος, φτάνει με τη νεαρή, λευκή βενετσιάνα σύζυγό του Δυσδαιμόνα στην Κύπρο ως ο νέος κυβερνήτης του νησιού. Μαζί, ο σημαιοφόρος του Ιάγος που μισεί -η προσωποποίηση του φθόνου- τον Οθέλο γιατί τον παρέκαμψε δίνοντας προαγωγή στον Κάσιο, έναν άλλο αξιωματικό, και που θα οργανώσει μία πλεκτάνη για να τους εκδικηθεί. Μεθάει τον Κάσιο που δημιουργεί επεισόδιο με αποτέλεσμα ο Οθέλος να τον καθαιρέσει. Και ύστερα τον πείθει να ζητήσει τη μεσολάβηση της Δυσδαιμόνας -η προσωποποίηση της αγάπης και της αθωότητας- για να τον συγχωρήσει ο Οθέλος. Κατόπιν ενσπείρει στον Οθέλο υποψίες πως η γυναίκα του τον απατά με τον Κάσιο. Με ακούσια συνεργό τη γυναίκα του Αιμιλία, πιστή ακόλουθο της Δυσδαιμόνας, ο Ιάγος κλέβει ένα μαντήλι της, το πρώτο δώρο του Οθέλου στη γυναίκα που λατρεύει, και τον πείθει πως εκείνη -που δεν το βρίσκει- το έχει δωρίσει στον Κάσιο.
Ο Οθέλος τυφλώνεται από τη ζήλια. Ενώπιον του απεσταλμένου τού Δόγη που τον ανακαλεί στην Βενετία προσβάλλει βάναυσα την Δυσδαιμόνα και τη νύχτα τη στραγγαλίζει στο κρεβάτι τους. Η Αιμιλία, σχεδόν αυτόπτης μάρτυς στο φονικό, γίνεται ο μοχλός για να αποκαλυφθεί η πλεκτάνη του Ιάγου. Ο Οθέλος, συνειδητοποιώντας την αλήθεια, συντριμμένος, αυτοκτονεί. Το Κακό νίκησε.
Ο Τζουζέπε Βέρντι, έχοντας τη σιγουριά ενός γερού λιμπρέτου που έγραψε, βασισμένος στην ομώνυμη τραγωδία (περί το 1603) του Σέξπιρ αλλά παίρνοντας και ελευθερίες, ο Αρίγκο Μπόιτο, συνέθεσε τον «Οθέλο», το αριστούργημα της ωριμότητάς του (1887) προχωρώντας την τέχνη του μέσα από τα διδάγματα του Βάγκνερ χωρίς όμως να τον μιμηθεί: το αρτεσιανό φρέαρ που γεννούσε διαρκώς μελωδίες μπορεί να έχει στερέψει αλλά ο ώριμος Βέρντι ξέρει να υπερβεί τις ευκολίες της νεότητάς του και να γράψει ένα πλήρες «λυρικό δράμα», όπως το χαρακτηρίζει, που σέβεται και αξιοποιεί το κείμενο και στέκεται χωρίς το φόβο της σύγκρισης, ισάξιο, πλάι στη σεξπιρική τραγωδία -συγκλονιστικό το άνοιγμα της όπερας.
Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης της παράστασης Γιάννης Κόκκος. που η βασική του ιδιότητα σκηνογράφος/ενδυματολόγος είναι, νομίζω πως ξεκινάει τις σκηνοθεσίες του από το σκηνικό και τα κοστούμια -τα οποία και εδώ, επίσης, υπογράφει. Και γύρω τους οργανώνει την παράστασή του.
Η βασική αίσθηση που του προέκυψε από την όπερα του Βέρντι ήταν το χάος -το χάος που δημιουργεί ο Ιάγος. Και αυτό προσπάθησε να αποδώσει «αποδομώντας» όχι το έργο αλλά το κτίσμα του θεάτρου όπου η παράσταση παίχτηκε -του Ηρωδείου. Τα σκηνικά του που αντλούν από τον εξπρεσιονισμό, τον κονστρουκτιβισμό ακόμα και από τον κυβισμό -πόρτες αναποδογυρισμένες, καμάρες γερμένες, σκάλες χωρίς προορισμό, καθρέφτες, μάτια…-, παίζοντας μόνο σε άσπρο-μαύρο, με την εξαίρεση του χαλκοπράσινου φαραωνικού αγάλματος του φτερωτού Λέοντα της Βενετίας που κυριαρχεί, μοιάζουν με ανεξάρτητα γλυπτά που έχουν τοποθετηθεί στη σκηνή του Ηρωδείου. Εκεί βρίσκεται και η βασική αντίρρησή μου. Ότι τα σκηνικά, μολονότι στην αρχιτεκτονική του θεάτρου αναφέρονται, κανένα δέσιμο με τον σκηνικό περίγυρο -τους ρωμαϊκούς τοίχους του Ωδείου και τη σκηνή του- δεν έχουν. Σαν ο σκηνοθέτης, όπως και πέρυσι στον «Ιπτάμενο Ολανδό» που έκανε με την Λυρική, στο Ηρώδειο επίσης, να αδιαφόρησε πλήρως για τον παράγοντα αυτό, υλοποιώντας ερήμην του το όποιο σκηνογραφικό όραμά του.


Η ακλόνητη πεποίθησή μου είναι πως στο αφιλόξενο για σκηνικά Ηρώδειο ο σκηνογράφος πρέπει να προσέλθει σεμνά, ταπεινά και να πάει με τα νερά του. Διαφορετικά το ρωμαϊκό ωδείο δεν συγχωρεί -εκδικείται: ξερνάει τη σκηνογραφική έπαρση και την επίδειξη. Φανταζόμουν πόσο διαφορετική εντύπωση θα δημιουργούσαν τα συγκεκριμένα σκηνικά σε ένα κλειστό θέατρο, σε μαύρο ή ουδέτερο φόντο, ή έστω σε θέατρο ανοιχτό αλλά χωρίς τους καταδυναστευτικούς ρωμαϊκούς τοίχους.
Αλλά και πέραν των σκηνογραφικών του επιλογών ο Γιάννης Κόκκος, με καλλιτεχνική συνεργάτιδα και δραματουργό την Αν Μπλανκάρ, δεν είδα να στήνει κάτι διαφορετικό από μία συμβατική, ευπρεπώς οργανωμένη αλλά ουσιαστικά αδιάφορη, χωρίς άποψη παράσταση όπερας. Απλώς, επιμένοντας στην αισθητική του άσπρου-μαύρου -με δυο-τρεις πινελιές κόκκινου- και στα όχι, πιστεύω, εμπνευσμένα κοστούμια του, τα τοποθέτησε σε κάποιο αόριστο τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα. Μόνο στην τελευταία σκηνή, με τον Οθέλο να περικυκλώνει το κρεβάτι της Δυσδαιμόνας, βρήκα η παράσταση να αποκτά ενδιαφέρον.
Αντιθέτως, απόλυτα επιτυχές θεωρώ το μουσικό αποτέλεσμα. Ο Μύρων Μιχαηλίδης, οδηγώντας από το πόντιουμ την Ορχήστρα της ΕΛΣ με κύρος και κρατώντας με σταθερό, δυναμικό χέρι τις ισορροπίες, απέδωσε με σθένος αλλά και με μέτρο τους όγκους του βερντιάνικου αριστουργήματος και μετέφερε το δέος που δημιουργεί. Στο ίδιο υψηλό επίπεδο -αν όχι και υψηλότερο- κινήθηκαν η σε εντυπωσιακή εξέλιξη Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση του Αγαθάγγελου Γεωργακάτου και η Παιδική Χορωδία της ΕΛΣ υπό τη διεύθυνση της Μάτας Κατσούλη.
Οι ερμηνείες. Ο δύσκαμπτος, ογκώδης ιταλός τενόρος Αντονέλο Παλόμπι -φωνητικό μέταλλο ισχυρό αλλά με κάποια ιδιαίτερη, δυσάρεστη σε μένα, οξύτητα- τραγούδησε «επιθετικά», στεντόρεια, «ιταλιάνικα» τον επώνυμο ρόλο, με υποκριτική τουλάχιστον παιδαριώδη. Σε υποκριτικά επίπεδα ανάλογα, με μούτες και εξωτερικά τερτίπια, κινήθηκε και ο Ιάγος του, πιο εκφραστικού, πάντως, γεωργιανού βαρύτονου Γκεόργκε Γκαγκνίτζε. Αλλά την εντύπωση απάλυνε η αξιοσημείωτη -παρά τον ακόμα μεγαλύτερο όγκο του τον οποίο αντιαισθητικά αύξησε το ατυχές κοστούμι- σκηνική ευλυγισία του και η μεστή φωνή του που κυριάρχησε στην παράσταση.
Ανάμεσα στις υποκριτικές ατεχνίες των δύο πρωταγωνιστών η γλυκιά, εκφραστική Δυσδαιμόνα της σοπράνο Αλεξίας Βουλγαρίδου ξεχώρισε. Τραγούδησε με ευγένεια και απόλυτο έλεγχο και συγκίνησε.
Εξαιρετική η αυστηρή φιγούρα -σαν κοφτερό σπαθί- της Αιμιλίας που την τραγούδησε ικανοποιητικά η μέτζο Αντιγόνη Παπούλκα. Ικανοποιητικότατος και ο Κάσιος του τενόρου Δημήτρη Φλεμοτόμου που πρέπει, όμως, να δουλέψει την πολύ καλής ποιότητας αλλά αδύναμη ακόμα φωνή του. Το ίδιο ισχύει και για τον τενόρο Χαράλαμπο Αλεξανδρόπουλο -ωραία φιγούρα ο Ροδερίκος του. Με κύρος υποκριτικό και όλο και πιο μεστός φωνητικά ο μπάσος Τάσος Αποστόλου στο ρόλο του Λουδοβίκου. Σωστοί ο βαρύτονος Άκης Λαλούσης (Μοντάνος) -επίσης ενδιαφέρουσα παρουσία και επιπλέον χαλαρός αυτή τη φορά- και ο μπάσος Παύλος Μαρόπουλος (Κήρυκας).
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση μουσικά άρτια αλλά αδιάφορη σκηνοθετικά και παραφορτωμένη σκηνογραφικά.  

Ωδείο Ηρώδου Αττικού, Εθνική Λυρική Σκηνή, 27 Ιουλίου 2014.

July 29, 2014

Φιλίππογλου σκηνοθετεί Ναταλία Τσαλίκη-Αλέξανδρο Λογοθέτη στον «Γλάρο»


Το Τέταρτο Κουδούνι/Έκτακτο


Η Ναταλία Τσαλίκη θα ’ναι η Ιρίνα Νικαλάιεβνα Αρκάντινα κι ο Αλέξανδρος Λογοθέτης ο Μπαρίς Γκριγκόριεβιτς Τριγκόριν στο καινούργιο ανέβασμα του «Γλάρου» του Αντόν Τσέχοφ που σκηνοθετικά θα υπογράψει το φθινόπωρο -η πρεμιέρα υπολογίζεται τον Νοέμβριο- στο «Θησείον», σε παραγωγή του Γιώργου Λυκιαρδόπουλου, ο ταχύτατα ανερχόμενος τελευταία, αφότου επέστρεψε στην Ελλάδα απ’ την καριέρα που έκανε στο εξωτερικό, κυρίως ως μέλος του βρετανικού Θεάτρου «Κομπλισιτέ», Κώστας Φιλίππογλου (η φωτογραφία του απ την Ιωάννα Μπλάτσου).
Το πρώτο απ’ τα τέσσερα αριστουργήματα του Τσέχοφ, που που ο συγγραφέας του έχει χαρακτηρίσει «κωμωδία» -κομμάτια ζωής όπως αυτή εξελίσσεται μέσα σε δυο χρόνια γύρω απ’ τη θεατρίνα Αρκάντινα, τον εραστή της συγγραφέα Τριγκόριν, το γιο της επίδοξο συγγραφέα Κονσταντίν Γκαβρίλοβιτς Τριέπλιεφ, τον αδελφό της Πιοτρ Νικαλάιεβιτς Σόριν, τη νεαρή Νίνα Μιχάιλοβνα Ζαρέτσναγια, επίδοξη και τελικά αποτυχημένη ηθοποιό, αγαπημένη του Τριέπλιεφ που γίνεται ερωμένη του Τριγκόριν αλλά εκείνος την εγκαταλείπει και ξαναγυρίζει στην Αρκάντινα, και τον περίγυρό τους στο αγρόκτημα του Σόριν- γραμμένο μεταξύ 1895 και 1896 έκανε την πρεμιέρα του το 1896 στο θέατρο «Αλεξαντρίνσκι» της Αγίας Πετρούπολης με την διάσημη τότε Βέρα Καμισαρζέφσκαγια στο ρόλο της Νίνας. Μια πρεμιέρα που στέφθηκε από αποτυχία και υπήρξε τραυματική για τον Τσέχοφ ο οποίος εν θερμώ αποφάσισε να μην ξαναγράψει για το θέατρο. Όταν, όμως, ο Κανσταντίν Στανισλάφσκι κι ο Βλαντίμιρ Νεμιρόβιτς-Ντάντσεκο ανέβασαν και πάλι το έργο, το 1898, στο νεοπαγές τότε «Θέατρο Τέχνης» της Μόσχας, που οι ίδιοι είχαν ιδρύσει -τέταρτο έργο της πρώτης καλλιτεχνικής περιόδου του-, η επιτυχία του ήταν τόση που εκτόξευσε τον Τσέχοφ και η παράσταση αυτή δεν έγινε απλώς η εμβληματική του «Θεάτρου Τέχνης» αλλά σημάδεψε την ιστορία του παγκόσμιου θεάτρου.
Ο «Γλάρος», πρωτοπαρουσιάστηκε στην Ελλάδα το 1932 -σεζόν 1931/1932- απ’ το θίασο της Μαρίκας Κοτοπούλη με την ίδια ως Αρκάντινα και την Ελένη Παπαδάκη ως Νίνα, τον Δημήτρη Μυράτ ως Τρέπλιεφ, τον Χρήστο Τσαγανέα ως Σόριν ενώ ο Βασίλης Λογοθετίδης έπαιζε τον Σαμράιεφ. Το πιο πρόσφατο ανέβασμά του στην ελληνική σκηνή έγινε στην Αθήνα, στο «Βυρσοδεψείο», τη σεζόν 2012/2013, απ’ την «Ομάδα 7» σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Παπαδάκη.
Ο Κώστας Φιλίππογλου, εντοπίζοντας στον «Γλάρο» μια διπολικότητα, ετοιμάζει δική του μετάφραση/διασκευή του έργου για έξι ηθοποιούς αναθέτοντας στον καθένα τους, χωρίς να πειράξει το κείμενο αλλά με ορισμένες περικοπές, δυο ρόλους. Έτσι η Ναταλία Τσαλίκη εκτός από Αρκάντινα θα παίξει και την Παλίνα Αντρέεβνα, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης εκτός από Τριγκόριν και το γιατρό Ντορν ενώ στη διανομή σίγουροι είναι ακόμα ο Γιάννης Στεφόπουλος (Σόριν αλλά και Σαμράιεφ), η Σοφία Γεωργοβασίλη που θα επωμιστεί την Νίνα και η Ίρις Μάρα που θα ’ναι η Μάσα -και οι δυο όμως θα ’χουν παρουσία και στα σύνολα. Αναζητείται ακόμα ο νέος που θ’ αναλάβει τον Τριέπλιεφ αλλά και το δάσκαλο Μεντβιεντένκα.

Για την παράσταση ο Κώστας Φιλίππογλου, ο οποίος ανέβασε φέτος το καλοκαίρι -συμπαραγωγή της εταιρείας «ΑρτIVITIES» του Αιμίλιου Χειλάκη με το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας -τον «Φιλοκτήτη» του Σοφοκλή, που παίχτηκε και στην Επίδαυρο, στο πλαίσιο του 60ου Φεστιβάλ Επιδαύρου, θα συνεργαστεί με την Φρόσω Κορρού (κίνηση), τους Lost Bodies (μουσική), την Όλγα Μπρούμα (βίντεο-εικαστικά). Βοηθός σκηνοθέτη θα ’ναι η Εριφύλη Στεφανίδου ενώ την καλλιτεχνική διεύθυνση και το συντονισμό θα ’χει η Ελένη Καψαμπέλη.
Ας σημειωθεί πως η Ναταλία Τσαλίκη έχει ήδη κάνει Τσέχοφ -την Ελένα στον «Θείο Βάνια» που ανέβασε ο Γιάννης Μπέζος το χειμώνα του 2003/2004-, ο Αλέξανδρος Λογοθέτης καταπιάνεται για πρώτη φορά με ρόλο του κορυφαίου ρώσου θεατρικού συγγραφέα ενώ ο Κώστας Φιλίππογλου έχει παίξει στην Γαλλία, το 2008, σε μια παράσταση με τον τίτλο «Fish Love» πάνω σε διηγήματά του Τσέχοφ, που προσάρμοσε η Ελέν Παταρό και σκηνοθέτησε η Λίλο Μπάουρ.
«Γλάρο», πάντως, έχει αναγγείλει για το χειμώνα κι ο Γιάννης Βούρος στο ΚΘΒΕ, σε σκηνοθεσία του, με Αρκάντινα την Κοραλία Καράντη.

July 28, 2014

Βαρυφορτωμένο συνονθύλευμα



Το έργο. Η Αφροδίτη, η θεά του έρωτα, προσβεβλημένη από τον νεαρό Ιππόλυτο -γιο του βασιλιά της Αθήνας Θησέα που ζει με τη γυναίκα του, την Φαίδρα, εξόριστος στην Τροιζήνα, εκεί όπου μεγάλωσε και ζει και ο γιος του από την Αμαζόνα Ιππολύτη-, επειδή τιμά την Αρτέμιδα, θεά του κυνηγιού, αφιερώνοντάς της την παρθενία του και περιφρονώντας τον έρωτα, τον εκδικείται με τον χειρότερο τρόπο: ρίχνει σε πάθος ερωτικό για τον νέο στη μητριά του Φαίδρα. Ο φλεγόμενη από τον πόθο βασίλισσα εξομολογείται το πάθος της στην Τροφό. Και εκείνη, με την πρόθεση να τη βοηθήσει, εκμυστηρεύεται το θανάσιμο μυστικό στον Ιππόλυτο ζητώντας την κατανόησή του, αφού τον ορκίσει πως δεν θα το φανερώσει. Ο Ιππόλυτος, έξαλλος, αποκρούει την πρόταση. Όταν η Φαίδρα το μαθαίνει αυτοκτονεί. Αλλά, με τη σειρά της, εκδικείται και εκείνη -εκδίκηση μεταθανάτια- αφήνοντας γράμμα στον Θησέα -σώζοντας έτσι και την τιμή της- πως αυτοκτόνησε γιατί ο γιος του τη βίασε.
Ο Θησέας διώχνει από την Τροιζήνα με κατάρες τον Ιππόλυτο που υπερασπίζεται σθεναρά την αθωότητά του αλλά σέβεται τον όρκο που έχει δώσει και δεν ομολογεί το πάθος της Φαίδρας. Οι κατάρες του Θησέα εισακούονται από τον πατέρα του τον Ποσειδώνα. Ο οποίος σηκώνει ενάντια στον Ιππόλυτο κύμα τεράστιο μέσα από το οποίο φανερώνεται ταύρος-τέρας. Τα άλογα του νέου που φεύγει από την Τροιζήνα αφηνιάζουν, το άρμα του συντρίβεται και ο Ιππόλυτος τραυματίζεται θανάσιμα. Πριν ξεψυχήσει κοντά στον πατέρα του όπου τον μεταφέρουν, η από μηχανής θεά Άρτεμις φανερώνεται και φανερώνει όλη την αλήθεια. Ο Θησέας συντρίβεται. Η Αφροδίτη έχει εκδικηθεί.
Ο «Ιππόλυτος» (428 π.Χ.) του Ευριπίδη, από τις σημαντικότερες τραγωδίες του, είναι μία αξιοπρόσεκτη μελέτη στο θέμα έρωτας και ένα ακόμα ιδιαίτερα τολμηρό για την εποχή του γυναικείο πορτρέτο.

Η παράσταση. Η Λυδία Κονιόρδου που αναμφισβήτητα κατέχει σε βάθος και πλάτος το αρχαίο δράμα ανέλαβε τη σκηνοθεσία με μία διάθεση να ελαφρώσει το έργο -αυτό τουλάχιστον κατάλαβα. Κυρίως, όμως, το ανέλαβε αναποφάσιστη -αυτό τουλάχιστον εισέπραξα. Ο «Ιππόλυτος» φλέγεται από ένα πάθος -της Φαίδρας- και παγώνει από μία εμμονή -την εμμονή του Ιππόλυτου στην αγνότητα. Αυτό το σκοτσέζικο ντους δεν το ένοιωσα. Η σκηνοθεσία θέλησε να δει με μία ειρωνική ματιά το πάθος της Φαίδρας. Ο «Ιππόλυτος», βέβαια, δεν ανήκει στις ειρωνικές τραγωδίες του Ευριπίδη. Δεν είναι «Ίων» με τον οποίο η Λυδία Κονιόρδου διέπρεψε πριν από μερικά χρόνια. Αλλά ο κάθε σκηνοθέτης  δικαιούται να έχει άποψη. Το θέμα είναι αν θα την υπερασπιστεί με συνέπεια. Εδώ μου έλειψε η συνέπεια. Η παράσταση ξεκινάει αρκούντως ειρωνικά. Αλλά στο δρόμο επιχειρεί να σοβαρέψει. Πώς να σοβαρέψει όμως με έναν σαχλό Χορό που παραπέμπει -και όχι μόνον αυτός- σε παράσταση θεάτρου για παιδιά;
Αλλά και το ύφος της παράστασης παλινδρομεί μεταξύ ρομπερτγουιλσονικών επιδράσεων, στιλιζαρίσματος και αγοραίου ρεαλισμού. Πώς να δέσουν η μεταξύ Μαντάμ Ορτάνς (του «Ζορμπά») και Μαντάμ Παρής (των «Κόκκινων φαναριών») με ολίγη από καμπαρέ, Αφροδίτη, ο Θεράπων που κινείται διπλωμένος πάνω σε αναπηρικό αμαξίδιο και που μου θύμισε κάτι μεταξύ παραστάσεων του Ταντάσι Σουζούκι και «Άρχοντα των δαχτυλιδιών», η βγαλμένη λες από τις αναγεννησιακές κωμωδίες για να μην πω από τον Μπόγρη, Τροφός, ο Χορός με τις α λα Γουίλσον κομμώσεις που με τις φωνούλες και τα διαρκή γελάκια θυμίζει κινούμενα σχέδια και οι πολεμικές τέχνες και οι κραυγές του Χορού των κυνηγών συνοδών του Ιππόλυτου; Και πώς το αποτέλεσμα να μην είναι ένα κακοχωνεμένο, βαρυφορτωμένο, ισοπεδωμένο συνονθύλευμα;
Επιπλέον η παράσταση δεν υποστηρίχτηκε δυστυχώς και από τους υπόλοιπους -ταλαντούχοι οι περισσότεροι- συντελεστές της: μία καθόλου ευτυχής συγκυρία.
Τη μετάφραση της Νικολέττας Φριντζήλα που χρησιμοποιήθηκε δεν θα μπορούσα να τη θεωρήσω επιτυχή -ακούγεται επίπεδη και χωρίς ποιητικότητα στα λυρικά μέρη. Τον κυρίαρχο τόνο δίνει, όμως, η κίνηση που δίδαξε η Μαριάννα Καβαλλιεράτου: μία άχαρη υπερκινητικότητα, μία κίνηση για την  κίνηση αδικαιολόγητα φορτωμένη, υπερβολική, χύμα, άσκοπη, που σε ζαλίζει -αναποτελεσματική.

Ο Βασίλης Μαντζούκης ανέλαβε τα σκηνικά: από τις σπάνιες φορές στην Επίδαυρο που το βασικό σκηνικό ήταν εμπνευσμένο -κάτι που θα έπρεπε να είναι πάντα το αυτονόητο- από τις υπέροχες καμπύλες του αρχαίου αυτού θεάτρου -ορχήστρας και κοίλου. Το πατάρι-όστρακο που άνοιγε σαν βεντάλια ήταν μία εξαίρετη ιδέα. Αλλά η ιδέα αυτή ατύχησε εντελώς στην υλοποίησή της. Όλος ο περίγυρος -αυτά τα κάγκελα που έκλειναν από πίσω το πατάρι, το τραμπουκέτο/ασανσέρ στην  κορυφή του και η σκάλα πλάι του, το λευκό τεντόπανο που κάλυπτε την ορχήστρα και αποσύρθηκε για να μείνει από κάτω το γαλάζιο/θάλασσα, με αποκορύφωμα τις κρεμασμένες, χοντροκομμένες, ακαλαίσθητες θαλασσί κουρτίνες/πανιά που «έκρυβαν» τα ερείπια της σκηνής- έδινε την αίσθηση -τόσο που απόρησα…- μιας απαράδεκτης προχειρότητας και κακοτεχνίας την οποία δεν μπόρεσαν να διορθώσουν οι φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου.
Σε ατυχέστατη στιγμή βρέθηκε και η ενδυματολόγος Έλλη Παπαγεωργακοπούλου. Οι... αυτόφωτοι -με νέον- σκελετοί των κρινολίνων που φόρεσε στις Τροιζήνιες του Χορού πάνω από μπανιερά/εσώρουχα μπελ επόκ -λίγο σαν κορίτσια μπορντέλου της τσατσάς Αφροδίτης-, η φούξια λιβρέα-απόηχος 17ου-18ου αιώνα του Θησέα, η συνδυασμένη με χρυσαφί αποκριάτικο στέμμα, ο φιόγκος στην πλάτη της Τροφού, η παγιετέ στράπλες τουαλέτα της Αφροδίτης είναι οι αιχμές σε ένα κιτς ενδυματολογικό αποτέλεσμα.
Ο Τάκης Φαραζής, επίσης, έχει φορτώσει την παράσταση με ζωντανές μουσικές όχι ιδιαίτερα εμπνευσμένες, ενώ τα αδόμενα μέρη, δύσκαμπτα από μόνα τους, δεν τυγχάνουν επαρκούς εκτέλεσης παρά τη μουσική διδασκαλία της -συνήθως επαρκέστατης- Μελίνας Παιονίδου.
Οι ερμηνείες. Η Μάρθα Φριντζήλα, ηθοποιός με τσαγανό και με φωνή έξοχη, δίνει την Αφροδίτη με έναν πληθωρισμό που αγγίζει το αγοραίο. Δεν βρήκα ούτε τον Νίκο Κουρή-Ιππόλυτο που τονίζει λέξη-λέξη, ούτε την Λήδα Πρωτοψάλτη-Τροφό, ούτε τον Θέμη Πάνου-Θησέα ούτε τον Φαίδωνα Καστρή- Θεράποντα να ξεπερνούν τον εαυτό τους: διεκπεραιώνουν τα ζητούμενα όπως και η Φανή Αποστολίδου-Άρτεμις.

Η -αρνητική- έκπληξη ήρθε από την Λυδία Κονιόρδου που τη θεωρούσα το απολύτως σίγουρο χαρτί της παράστασης: η Φαίδρα της είναι ο μόνος, ίσως, ρόλος της στο αρχαίο δράμα που δεν μου άρεσε. Από την Ηθοποιό που θεωρώ την εντελέστερη της νεότερης γενιάς στο αρχαίο δράμα, με μοναδική τεχνική συγκρότηση και συναισθηματικά παλλόμενες εσωτερικές χορδές, περίμενα να πάρει πάνω της τα, κατά τη γνώμη μου, ελαττώματα της παράστασης και να τα αμβλύνει με την ερμηνεία της. Πιστεύω πως δεν το έχει κάνει. Ένοιωσα σαν να προσπαθεί να κολυμπήσει σε ύδατα που δεν γνωρίζει. Απογοητεύτηκα και λυπήθηκα γι αυτό.

Η δεύτερη έκπληξη της παράστασης -θετική όμως- είναι ο Μιχάλης Σαράντης. Ο σχετικά νέος ηθοποιός -ο οποίος τελευταία, εκτός από την εντελώς ιδιαίτερη, θεατρικότατη φάτσα και το ευλύγιστο σώμα-βέλος που διαθέτει, εκτός από την εξαιρετική του κίνηση και την ενέργεια που εκλύει, έχει δώσει σημάδια ουσιαστικής ωρίμανσης και εξέλιξης- εκφωνεί -ερμηνεύει θα ήταν το σωστότερο-, διδαγμένος προφανώς από τη σκηνοθέτρια, την αγγελική ρήση με τρόπο που σπάνια έχω δει και ακούσει: με μέσα άκρως λιτά, χωρίς κραυγές και θεατρινισμούς και τους συνήθεις στόμφους αλλά με έξυπνες μεταπτώσεις και χρωματισμούς διαρκώς εναλλασσόμενους και με εσωτερικότητα κρατάει την προσοχή αμείωτη -καθηλώνει, εισπράττεις όλο το κείμενο- στο πιο δύσκολο σήμερα να παιχτεί μέρος του αρχαίου δράματος -την εξαγγελία. Ένα επίτευγμα!
Το συμπέρασμα. Μία άτυχη, σκηνοθετικά και ερμηνευτικά, στιγμή της Λυδίας Κονιόρδου και των συνεργατών της με τη φωτεινή εξαίρεση του Μιχάλη Σαράντη-Άγγελου που θα άξιζε να τον δείτε και να τον ακούσετε.

Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, Εθνικό Θέατρο, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 25 Ιουλίου 2014.

July 22, 2014

Το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού είναι ζωντανό και καλά και ζει στην Καλαμάτα / Διεθνές Φεστιβάλ Χορού Καλαμάτας 1



Μια φορά κι έναν καιρό ήρθε στην Καλαμάτα μία μάγισσα. Που ήξερε να «χορεύει» καλά -και σε καιρούς χαλεπούς. Που ήξερε τι θα πει χορός. Σήκωσε το ραβδάκι της και εγένετο φως: ένα Φεστιβάλ. Ένα Διεθνές Φεστιβάλ Χορού. Δεν ήταν βέβαια τα πράγματα τόσο εύκολα όσο στα παραμύθια… Ούτε έγιναν τόσο γρήγορα όσο στα παραμύθια. Αλλά γύρω της, στοργικά, με εκτίμηση στο πρόσωπό της και πίστη στο όραμά της, μαζεύτηκαν μία χούφτα Καλαματιανοί που την αγκάλιασαν, τη βοήθησαν και την προστάτευσαν. Και ένας Δήμος που τη στήριξε. Και μία χούφτα φίλοι του χορού που τους περίσσευαν τα χρήματα και που έβαλαν το χέρι στην τσέπη. Και ο Τύπος που πείστηκε πως εκεί κάτω κάτι σημαντικό γίνεται.
Και άρχισε να φέρνει ξένα συγκροτήματα και να καλεί Έλληνες του χορού και να φτιάχνει κάθε καλοκαίρι ένα πρόγραμμα, με παράλληλες εκδηλώσεις, που έπειθε. Και τους φίλους του χορού που ξεκινούσαν να πάνε στην Καλαμάτα. Και -το κυριότερο- τους Καλαματιανούς. Παρά την «αυστηρή» γραμμή του. Διότι το Φεστιβάλ δεν έφερε «Λίμνες των κύκνων» και «Ζιζέλ» να τους κολακέψει και να τους κανακέψει. Τους έριξε από την αρχή στα «σκληρά». Επέμεινε, χωρίς συμβιβασμούς και υποχωρήσεις, στο σύγχρονο -έως και… πολύ σύγχρονο- χορό, terra incognita στην Ελλάδα της δεκαετίας του ’90, πόσω μάλλον στην Καλαμάτα. Και το κοινό, έστω διστακτικό, έστω κάποτε ενοχλημένο, έστω κάποτε σοκαρισμένο, ανακάλυψε διαμάντια. Που το γοήτευσαν. Και έτσι το κράτησαν.
Το Φεστιβάλ στέριωσε, έκανε όνομα και έξω από τα σύνορα, κράτησε μία πορεία συνεπή, μας ενημέρωσε, μας  έμαθε τι σημαίνει σύγχρονος χορός -οι εκπλήξεις διαδέχονταν η μία την άλλη. Παλεύοντας -ματώνοντας…- κάθε χρόνο με αντιξοότητες, προσπαθώντας να εξηγήσει και να πείσει υπουργούς ανίδεους, ως επί το πλείστον, για να εξασφαλίσει την επιχορήγηση την επιούσια…, αγωνιώντας, συνήθως μέχρι την τελευταία στιγμή, αν θα έχει τα κονδύλια για να καλύψει τον προϋπολογισμό, ακούγοντας από τα επίσημα χείλη επαίνους και υποσχέσεις που δύσκολα, όμως, υλοποιούνταν.
Και μετά ήρθε η Κρίση. Ο προϋπολογισμός άρχισε να συρρικνώνεται, έφτασε στα όρια κοντά στο τίποτα. Η φετινή, τρίτη χρονιά του προγράμματος ΕΣΠΑ στο οποίο είχε ενταχθεί για μία τριετία, κόπηκε… Εκεί που, κανονικά, το Φεστιβάλ θα έπρεπε να κατεβάσει ρολά και να γίνει μία ανάμνηση -έστω αξέχαστη. Δεν το έκανε. Η μάγισσα σήκωσε το ραβδάκι της και από το τίποτα έκανε πάλι Φεστιβάλ φέτος. Το 20ο. Δεν θα μπορούσε να γίνει αλλιώς. Το όνομά της, Βίκυ Μαραγκοπούλου. Το «μια φορά κι έναν καιρό» ήταν το 1995. 20ο Φεστιβάλ, λοιπόν, πια. Ένα επίτευγμα!
Ξαναβρήκα, χάρη σε καλαματιανούς φίλους, φιλόξενους και ζεστούς, το Φεστιβάλ μετά από έξι χρόνια απουσίας μου -από το 2007 είχα να έρθω. Το ξαναβρήκα στεγασμένο πια στο πολυπόθητο Μέγαρο Χορού που χάρη στα ΕΣΠΑ έχει υψωθεί -πέρσι εγκαινιάστηκε-λειτουργικό, με τις δύο αίθουσές του -την Κεντρική και το Στούντιο- και που τα έχει τα ελαττώματά του -πολύ μεγάλα φουαγιέ, πολύ μικρό το Στούντιο- αλλά η βασική του αίθουσα έχει μία σχέση (εξαίρετης) σκηνής-αμφιθεάτρου την οποία σπάνια συναντάς. Απογοητεύτηκα -αλγεινή η εντύπωση όταν μπαίνεις…-, για να αρχίσω από τα αρνητικά, από τον περιβάλλοντα το Μέγαρο χώρο -ένα οικόπεδο με χώμα, πέτρες και ξερόχορτα, περιφραγμένο με κοτετσόσυρμα και από πάνω με σύρμα αγκαθωτό και σε μια γωνιά ακόμα το εργοτάξιο-, ρώτησα «γιατί;», μου απάντησαν πως η εξωτερική διαμόρφωση είναι άλλου παπά- ή, σωστότερα, άλλου ΕΣΠΑ- Ευαγγέλιο και κανείς δεν ξέρει ακόμα πότε θα υλοποιηθεί. Απογοητεύτηκα και μαθαίνοντας πως, πέραν των οκτώ ημερών του Φεστιβάλ, δεν ξέρουν ακόμα τι ακριβώς να το κάνουν το κτίριο και πως τώρα είναι που ετοιμάζεται σχετική μελέτη...
Αλλά είδα, ανάμεσα στους λίγους ανθρώπους του, και πρόσωπα γνωστά που χρόνια δουλεύουν εκεί για το Φεστιβάλ ακάματα, είδα εκεί την Κυρία Μαραγκοπούλου, πάντα ακούραστη, πάντα γλυκιά, πάντα ευγενική, πάντα προσηνή σε όλους αλλά με -κρυμμένη- προσωπικότητα Σιδηράς Κυρίας -πώς αλλιώς θα κατάφερνε να κρατήσει το Φεστιβάλ είκοσι ολόκληρα χρόνια χωρίς συμβιβασμούς, πλέοντας ανάμεσα σε Συμπληγάδες;…-, είδα στο κοινό παλιούς πιστούς του -έστω και αν κάποιοι λείπουν πια…-, είδα πολλά παιδιά που δουλεύουν εθελοντικά…
Είδα και το Φεστιβάλ ελαφρώς συρρικνωμένο, χωρίς τις παλιές του δόξες και τα πολλά ονόματα που δεν έχει πια την οικονομική δυνατότητα να τα καλέσει, χωρίς τα πανό του που κάποτε πλημμύριζαν την  παραλία αλλά είδα και αίθουσες γεμάτες, είδα ενθουσιασμό, άκουσα χειροκροτήματα ενθουσιώδη και «μπράβο» πολλά…
Και είδα ξανά την  Καλαμάτα -πάντα όμορφη, πάντα σε μέτρα ανθρώπινα, με τη θάλασσα να την τυλίγει, με το Καλάθι να δεσπόζει επιβλητικό, με τους φαρδείς της δρόμους, με τους ποδηλάτες πανευτυχείς -έως ασύδοτους… - που ζουν σε μία πόλη την οποία χαράζουν οι ποδηλατόδρομοι, με την ατελείωτη παραλία της -εκεί να δείτε αιγιαλό εξαφανισμένο…-, με την αναπλασμένη στενόμακρη κεντρική πλατεία Βασιλέως Γεωργίου Β΄ και την αγαπημένη Αριστομένους, με την πλατεία των Αγίων Αποστόλων και το Αρχαιολογικό Μουσείο Μεσσηνίας-κομψοτέχνημα, την «Μυλόπετρα» με τις ιδιαίτερες γεύσεις και τους καλλίφωνους νεορεμπέτες της και τον Αθανασίου με τα γλυκά του κι εκείνη τη θρυλική  «φρυγανιά»…- ακμαία, να αντέχει στην Κρίση που μαστίζει την Ελλάδα, όπως ακόμα αντέχει και το Φεστιβάλ της, από τα εντελώς ελάχιστα εκτός Αθήνας που μπορούν να κάνουν περήφανο τον -όσο ακόμα απέμεινε…- πολιτισμό μας.
Για να παραφράσω τον τίτλο «Jacques Brel Is Alive and Well and Living in Paris» μιας αμερικάνικης μουσικής παράστασης του 1968, το Διεθνές Φεστιβάλ Χορού είναι ζωντανό και καλά και ζει στην Καλαμάτα.
Θα συνεχίσω.

July 16, 2014

Πετάει ο γάιδαρος; ή Ο εις μίαν μόνην ώραν την γην παίξας, την γην χάσας...


Το Τέταρτο Κουδούνι / 16 Ιουλίου 2014








Πετάει ο γάιδαρος; Αμ, δεν πετάει…
Το δελτίο Τύπου που ’φτασε ανήγγελλε την καινούργια παράσταση στο θέατρο «Αθηνά»: «Δεν πετάω, δεν πετάω» του Αιμίλιου Κοέν, λέει. Σε σκηνοθεσία Βασίλη Θωμόπουλου. Δεν τον είχα ακουστά το συγγραφέα. Λέω κάποιο καινούργιο ταλέντο θα ’ναι. Διαβάζω παρακάτω την υπόθεση, μωρέ, κάτι μου θυμίζει αυτό, κάτι μου θυμίζει. Μωρέ, ίδιο, τάλε κουάλε, το «Boeing-Boeing», το παλιό (1960) μπουλβάρ του Μαρκ Καμολετί, που ’χε ανεβάσει πρώτος εδώ ο Δημήτρης Χορν ως «Κορίτσια στον αέρα» κι αργότερα παίχτηκε και ξαναπαίχτηκε, δεν είναι; Αυτό που ’χει γίνει και ταινία με Τζέρι Λούις και Τόνι Κέρτις;
Περί συμπτώσεως θα πρόκειται αντέτεινε ο καλοπροαίρετος εαυτός μου. Πριν προλάβω να γράψω έστω και μια αράδα, πριν καν αλέκτορα φωνήσαι, διαβάζω πως η πρεμιέρα της παράστασης έγινε στις 3 Ιουλίου αλλά το έργο δεν πέταξε, δεν πέταξε -αυτό θα πει προφητικός τίτλος κι αυτό θα πει ανώμαλη προσγείωση… Το κατέρριψαν, λέει -δηλαδή το κατέβασαν-, την επομένη -«ο εις μίαν μόνην ώραν (σ.σ. ημέραν στη δεδομένη περίπτωση) την γην παίξας, την γην χάσας εις του Βατερλώ την χώραν»…- οι έχοντες τα δικαιώματα. Ποια δικαιώματα; Του Αιμίλιου Κοέν; Μάλλον ο καλοπροαίρετος εαυτός μου θα λάθεψε. Αλί, πάντως, στους ηθοποιούς που ’μειναν στον άσο.
Αμ, δεν πετάει ο γάιδαρος… Απλώς αναρωτιέμαι: τόση βλακεία; Ή τόσο θράσος;






«Έχουμε καλούς νέους μαέστρους. Ταλαντούχους και με δυνατότητες για καριέρα έξω από τα σύνορά μας. Αλλά ο Θεόδωρος Κουρεντζής νομίζω ότι είναι από τη στόφα των Μεγάλων. Και πιστεύω ακράδαντα- στοιχηματίζω- ότι πολύ σύντομα θα μιλάμε γι’ αυτόν και θα καμαρώνουμε όπως μιλάμε και καμαρώνουμε -κι ας θεωρηθεί ασέβεια- για έναν Δημήτρη Μητρόπουλο» έγραφα, μεταξύ άλλων, στα «Νέα», στις 29 Ιουνίου 2007, για την πρώτη του επίσημη εμφάνιση στην Ελλάδα -στο Μέγαρο Μουσικής, στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών. Έχουν περάσει εφτά χρόνια. Κάθε φορά που ξανάρχεται εδώ και μου επιβεβαιώνει εκείνη την πρώτη εκτίμηση, το θυμάμαι το κείμενο αυτό. Θέλω να το θυμάμαι. Γιατί χαίρομαι.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Να θυμίσω πως το μιούζικαλ-τζουκμπόξ (αν δεν το θεωρήσουμε απλώς «έργο με τραγούδια») «Πιαφ» της Παμ Γκεμς που επέλεξε ν’ ανεβάσει (γιατί άραγε;) το Εθνικό Θέατρο με Ελεωνόρα Ζουγανέλη το χειμώνα έχει παρουσιαστεί ήδη στην Αθήνα. Το καλοκαίρι του 1981 -προ 33ετίας- στο τότε «Αθηναϊκό Κηποθέατρο» -στο Πεδίο του Άρεως, απ’ την πλευρά της Μαυροματαίων, το καταβρόχθισε ο «Πανελλήνιος» κατόπιν… Σε σκηνοθεσία Γιάννη Τσιώλη και με την Τάνια Τσανακλίδου στο ρόλο της Πιαφ. Με μεγάλη αποτυχία -κατέβηκε άρον-άρον, άντεξε, δεν άντεξε ένα μήνα. Αλλά ευτυχώς διασώθηκε η ερμηνεία των τραγουδιών. Στα οποία –όχι, όμως, και στις πρόζες…- ήταν συγκλονιστική η Τάνια Τσανακλίδου. Και διασώθηκε γιατί κυκλοφόρησαν σε δίσκο LP -οι ελληνικοί στίχοι, του Άρη Δαβαράκη που ’χε κάνει και τη μετάφραση.




Μια κίνηση που ρέει. Σαν ένα πλατύ ποτάμι με πεντακάθαρο νερό, που κυλάει ήρεμα: οι χορογραφίες της Τρίσα Μπράουν που είδαμε «Πειραιώς 260», στο Φεστιβάλ Αθηνών, απ’ την Ομάδα Χορού Τρίσα Μπράουν. Σε γαλήνευαν.



Δρέπει δάφνες, διαβάζω, στο «Ολντ Βικ» ο Κέβιν Σπέισι, -επιτυχημένος- καλλιτεχνικός διευθυντής απ’ το 2003 (θα κρατήσει τη θέση μέχρι το 2015) του λονδρέζικου Θεάτρου, με το μονόλογο του Ντέιβιντ Ρίντελζ «Κλάρενς Ντάροου» -«ομιλεί» ένας αμερικανός δικηγόρος-τζιμάνι που, ενεργός απ’ το τέλος της δεκαετίας του 1870 έως τις αρχές της δεκαετίας του 1930, έγινε -αμερικάνικος…- θρύλος. Η Ιωάννα Μπλάτσου, αυτόπτης μάρτυς, μας ενημέρωσε άριστα στην «Καθημερινή». Διάβασα πως το χειμώνα θα τον ανεβάσει κι εδώ, στο «Χορν», ο Σταμάτης Φασουλής.
Να θυμίσω πως το μονόλογο αυτό του 1974, που τον πρωτόπαιξε στο Μπρόντγουέι ο Χένρι Φόντα, πρωτοπαρουσίασε στην Ελλάδα, τη σεζόν 1976/1977, με τον τίτλο «Ο δικηγόρος μας», ο Γιώργος Φούντας σε σκηνοθεσία του. Θυμάμαι να τον έχω δει στην «Στοά» και την επόμενη χρονιά στον «Ακάδημο» ενώ στη συνέχεια τον παρουσίαζε σε περιοδεία. Είκοσι χρόνια μετά, τη σεζόν 1996/1997, τον έπαιξε κι ο Τίτος Βανδής σε σκηνοθεσία Μπέττυς Βαλάση -ήταν ο τελευταίος του ρόλος στη σκηνή.


Έβλεπα τον ανατρεπτικό μοτσάρτειο «Ντον Τζοβάνι» του Γιάννη Χουβαρδά με την Λυρική στο Ηρώδειο. Και πέρασε απ’ το μυαλό μου το παλαιότερο -θεατρικό- έργο με τον ίδιο ήρωα «Δον Χουάν, ο απατεώνας της Σεβίλης» του Τίρσο Δε Μολίνα που ’χε ανεβάσει, ανατρεπτικά και πάλι, ο ίδιος σκηνοθέτης στο Εθνικό το ’89 (στη φωτογραφία Γιώργος Μοσχίδης και Αντώνης Θεοδωρακόπουλος). Και συνειρμικά σκέφτηκα: τι θα ’γραφε τώρα εκείνος ο κριτικός θεάτρου που -στις μεγάλες δόξες του τότε- είχε δώσει, ήθος ποιών και με λεπτότητα ιδιαίτερη, στην κριτική του τον αξέχαστο πηχυαίο τίτλο «Δον Χουβαρδάς ο αποπατών δημοσία δαπάνη»;



Δροσερή στιγμή απ’ το Ηρώδειο της Νάνας Μούσχουρη.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...



Διάβασα, μ’ αφορμή την «Κολεξιόν» του Πίντερ που ’χε ανεβάσει η Ελένη Σκότη στο «Εμπορικόν» με Δημήτρη Καταλειφό, Αλέξανδρο Μαυρόπουλο, Λουκία Μιχαλοπούλου και Δημήτρη Μοθωναίο -ομολογώ πως δε μου άρεσε και τόσο η παράσταση, νομίζω πως εκείνο που ξέρει άριστα η Ελένη Σκότη είναι να πατάει γερά στο ρεαλισμό, η αφαίρεση του Πίντερ δεν της πηγαίνει, πολύ το ’χε «γειώσει» το τόσο ενδιαφέρον έργο…-, πως στην Ελλάδα είχε παιχτεί δυο μόνο φορές και με τον τίτλο «Επίδειξη μόδας»: στην Θεσσαλονίκη, στο Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος και σε σκηνοθεσία που υπέγραφε ο Μίνως Βολανάκη, το 1975 -η πρώτη παρουσίαση του έργου σ’ ελληνικό έδαφος- και στην Αθήνα το 1999, στο «Θέατρο της Άνοιξης», απ’ το θίασο «Νέος Λόγος» σε σκηνοθεσία Φώτη Μακρή.
Να διορθώσω πως ο Βολανάκης το ’χε ανεβάσει -μαζί με το επίσης πιντερικό «Ασήμαντος πόνος» και υπό τον γενικό τίτλο «Δύο απιστίες»- στο ΚΘΒΕ το 1976 -σεζόν 1975/’76, είχαμε δει την παράσταση και στην Αθήνα, στα «Ολύμπια» της Λυρικής Σκηνής.
Και να συμπληρώσω, με τη βοήθεια, κυρίως, του αφιερωμένου στον Πίντερ τεύχους 46 του πολύτιμου περιοδικού «Θεατρικά Τετράδια», έκδοσης της θεσσαλονικιώτικης Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης», πως στην Ελλάδα το μονόπρακτο δεν είναι και τόσο ολιγοπαιγμένο. Έχει ανεβεί άλλες τρεις φορές -τώρα, δηλαδή, ήταν η έκτη, αν κάτι δε μου διαφεύγει: στην Θεσσαλονίκη επίσης, το 1982, απ’ την «Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης» της Ρούλας Πατεράκη σε σκηνοθεσία της και με τον τίτλο «Κολεξιόν», στην Αθήνα, στο «Ελυζέ», το 1991 -σκηνοθέτης και πάλι ο Μίνως Βολανάκης- απ’ το θίασο Κατερίνας Βασιλάκου, με τον τίτλο «Επίδειξη μόδας», μαζί με το μονόπρακτο του Πίντερ «Νάνοι», κάτω απ’ τον γενικό τίτλο «Δύο αινίγματα», και γι άλλη μια φορά στην Θεσσαλονίκη, στο ΚΘΒΕ όμως, το 2012 -σκηνοθέτησε η Μαρίνα Χατζηιωάννου- με τον τίτλο «Συλλογή».


Αν κάτι ψάχνετε απ το παρελθόν του ιστολογίου, αναζητήστε στη δεξιά στήλη, πάνω-πάνω, το Search To Tetarto Koudouni. Βάλτε μέσα στο λευκό κουτάκι που ’ναι ακριβώς από κάτω μια ή κάποιες λέξεις απ’ το στοιχείο που ψάχνετε, κάντε κλικ πλάι, στο Search, και θα σας βγάλει όλες τις αναρτήσεις στις οποίες περιλαμβάνεται.

Θα με βρείτε πάλι εδώ με «Το Τέταρτο Κουδούνι» στις 31 Ιουλίου - κανονικά αυτή τη φορά, Πέμπτη.