December 21, 2014

Πέρασε κι αυτό...


Το έργο. Η Κυρία Επιθεώρηση αθάνατη! 120 ετών και επανέρχεται. Παντρεμένη με τον δεξιό Παύλο Μεγαλοπιασμένο, με μία κόρη πια, την Μετεπιθεώρηση, ερωτευμένη κάποτε -και για πάντα- με τον αριστερό Αλέξανδρο, πατέρα της κόρης της την οποία παρουσιάζει ως κόρη του Παύλου και η οποία δεν ξέρει το μυστικό όπως και κανείς άλλος πλην των γονιών της, θα περάσει πλέον, με διαρκείς δυσκολίες που της προκαλεί η λογοκρισία, χούντα, θα περάσει Μεταπολίτευση, θα περάσει ΠΑΣΟΚ και Νέα Δημοκρατία του Μητσοτάκη και θα  φτάσει στις μέρες μας.
Η κόρη Μετεπιθεώρηση, που ακολουθεί το δρόμο της μάνας της στο θέατρο αλλά και την απορρίπτει ταυτόχρονα ως κατεστημένο, θα ανοίξει καινούργιους δρόμους και θα βοηθήσει το είδος να ανθίσει και πάλι μέσω «Ελεύθερου Θεάτρου»/«Ελεύθερης Σκηνής» και Λάκη Λαζόπουλου -που ένα μέρος από το πρώτο νούμερό του το οποίο τον εκτόξευσε, το απολαυστικό «Εγώ από αλλού είμαι», παρουσιάζεται αλλά το όνομά του καθόλου δεν ακούγεται, αν δεν κάνω λάθος, στην παράσταση. Και κάποια στιγμή θα μάθει την αλήθεια για τον πατέρα της που μετά τις εξορίες -Γυάρος κλπ.- έχει γίνει για τα καλά πλέον Πασόκος για να χωθεί βαθιά σε διαπλοκές και αργότερα να περάσει από δίκες.
Η ταμειακή επιτυχία που είχε, την προπέρσινη σεζόν, το μουσικοθεατρικό θέαμα «Θα σε πάρω να φύγουμε. Η Ελλάδα μέσα από την επιθεώρηση» του Άγγελου Πυριόχου, το οποίο διέτρεχε την ιστορία της επιθεώρησης από το 1930 μέχρι το 1967 και την χούντα παράλληλα με τα γεγονότα της ελληνικής ιστορίας την ίδια περίοδο, παρέσυρε παραγωγούς και συντελεστές σε ένα part II: «Θα περάσει κι αυτό. Η Ελλάδα μέσα από την επιθεώρηση. Μέρος 2ο». Η ιδέα δεν ήταν καλή. Τα δεύτερα μέρη, ασυνήθιστα στο θέατρο, πολύ δύσκολα να είναι καλύτερα από τα πρώτα... Πόσω μάλλον όταν ήδη τα πρώτα πάσχουν.
Το... σίκουελ, λοιπόν, «Θα περάσει κι αυτό» που υπογράφει και πάλι ο Άγγελος Πυριόχος, εγκλωβισμένο στο σχήμα που επινοήθηκε αρχικά, δεν πάσχει μόνο, όπως και το προηγούμενό του, δραματουργικά -πρόχειρα, ασθενικά, ασήμαντα, σκιώδη κείμενα, σχηματική, παραπαίουσα, ουσιαστικά ανύπαρκτη πλοκή, χλωμά, συχνά ανόητα αστεία, ανάλογα και χειρότερα από το πρώτο μέρος-, δεν αναπτύσσεται μόνο παρασιτικά, όπως και το πρώτο, κάτω από τη σκιά του «Βίρα τις άγκυρες» των Παπαθανασίου-Ρέππαˑ χάνει και εντελώς όχι απλώς τον άξονά του, χάνει τον μπούσουλα στο δεύτερο μέρος του και εκτρέπεται πλήρως. Τα άσχετα με την επιθεώρηση «αφιερώματα» -λογικής όπου θυμάμαι χαίρομαι - στο... Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης, στην Τζένη Βάνου και στον... Φίλιππο Νικολάου (θα τον βρήκαν πρόχειρο μάλλον), που, και αν κάποια στιγμή σε κάποια επιθεώρηση τραγούδησαν, με το είδος σχέση είχαν όσο ο φάντης με το ρετσινόλαδο, αποπροσανατολίζουν το θέμα κι αν δεν ήταν οι κάποιες αναφορές στις παραστάσεις του «Ελεύθερου Θεάτρου»/«Ελεύθερης Σκηνής -πολύ σωστά η έμφαση δίνεται στην επιθεώρηση «Της Ελλάδας το κάγκελο» που σίγουρα ήταν η καλύτερή τους στιγμή- θα νόμιζα πως έχω...μεταπηδήσει σε άλλη παράσταση...
Όσο για την ιδέα -έστω και αν εδώ έχει περιοριστεί- να ενσαρκωθούν σε νούμερά τους υπαρκτοί ηθοποιοί αποδεικνύεται για άλλη μια φορά ατυχέστατη -να παίξεις τον Βέγγο που παίζει!- και ακόμα ατυχέστερη όταν οι ηθοποιοί αυτοί είναι ακόμα εν ζωή και ενεργοί -μπορεί να παίξει κάποιος άλλος σήμερα τον Λαζόπουλο να παίζει; Αν είναι δυνατόν! 
Η παράσταση. Ο Φωκάς Ευαγγελινός που ανέλαβε και πάλι τη σκηνοθεσία οργάνωσε βέβαια σωστά την παράσταση αλλά λειτούργησε και τώρα χωρίς ιδιαίτερη έμπνευση και δεν μπόρεσε να υπερβεί τις αδυναμίες του κειμένου. Και μία πιο ειρωνική ματιά του στο κιτς της εποχής δεν έχει αποδώσει ιδαίτερα. Περιέργως και οι χορογραφίες του αυτή τη φορά δεν καταφέρνουν να απογειώσουν την παράσταση. Εκτίμησα και συγκινήθηκα μόνο από τις ενάρξεις του «Και συ χτενίζεσαι« και του «Της Ελλάδας το κάγκελο» με τις μουσικές του Λουκιανού Κηλαϊδόνη που έγραψαν, ενάρξεις τις οποίες μετέφερε πολύ επιτυχημένα, και από το διακριτικότατο, αφαιρετικό και καθόλου δημαγωγικό στήσιμο της σκηνής για την περίοδο Πολυτεχνείο-εισβολή στην Κύπρο-Μεταπολίτευση.
Λειτουργικά τα αφαιρετικά σκηνικά της Εύας Νάθενα, πολύ καλά φωτισμένα από τον Γιώργο Τέλλο, αλλά στα κοστούμια της δεν διέκρινα την οργιαστική ευφορία του «Θα σε πάρω να φύγουμε -σαφώς η παραγωγή θα πρέπει να της έθεσε όρια προϋπολογισμού. Σε ορισμένα, πάντως -ειδικά της Κυρίας Επιθεώρησης, με την πλούσια, χωρίς τσιγκουνιές γκαρνταρόμπα-, και πάλι θαυματουργεί. Οι 60’s-70s πρόχειρες περούκες των ανδρών προσθέτουν χιούμορ αλλά καταστρέφουν την αισθητική της παράστασης.
Η οποία σαφώς και κερδίζει πόντους από το μουσικό μέρος της: από τη δουλειά του Γιώργου Κατσαρού που υπογράφει τις ενορχηστρώσεις και, ακάματος, διευθύνει την καλή  ζωντανή ορχήστρα και από τη δουλειά που έχει κάνει η Λία Βίσση στη μουσική διδασκαλία των ηθοποιών -έχει γίνει, ομολογώ, μία εξαιρετική επιλογή φωνών. 
Η διανομή. Από το σύνολο που βρίσκεται σε ένα, γενικώς, ικανοποιητικό επίπεδο -ειδικά στις γυναίκες-, δεν είναι εύκολο να ξεχωρίσω. Θα σταθώ, με το φόβο πως μπορεί να αδικήσω τους άλλους, στην Λούσα Μαρσέλλου και στην Αντιγόνη Ψυχράμη. Με καλή κίνηση αλλά άχρωμο και χωρίς λάμψη και γκελ -που απαιτούνταν για τον Κομπέρ- βρήκα τον Πρόδρομο Τοσουνίδη και περιορισμένου βεληνεκούς, απλώς αξιοπρεπή τον Μιχάλη Μαρίνο. Η Τάνια Τρύπη -πολύ καλή φωνή- δεν αξιοποιείται ως ηθοποιός όσο θα έπρεπε. Στις δύο-τρεις σύντομες σκηνές της αποδεικνύει και πάλι πως το είδος τής ταιριάζει και πως πολλά θα μπορούσε να κάνει σ’ αυτό.
Ικανοποιητικότατος ο Μέμος Μπεγνής: πολύ καλή κίνηση και φωνή, χιούμορ, λαμπερός, χαριτωμένος, διαθέτει στη σκηνή μία ελαφράδα που του δίνει φτερά. Η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, που παίζει στα δάχτυλα την επιθεώρηση, κερδίζει τις εντυπώσεις ως Μετεπιθεώρηση. Ειδικά με το απόσπασμα -δυστυχώς μόνο απόσπασμα...- από το νούμερο «Έκθεση ιδεών της μαθήτριας Ζησιμοπούλου» των Άννας Παναγιωτοπούλου-Μαριανίνας Κριεζή-Σταμάτη Φασουλή, από την επιθεώρηση «Ραντεβού με την υστερία» της «Ελεύθερης Σκηνής», νούμερο στο οποίο ήταν η πρώτη διδάξασα, δίνει ρέστα -απολαυστική- θυμίζοντας μία από τις κορυφαίες στιγμές της επιθεώρησής μας -ήταν 1982.

Στην παράσταση, βέβαια, και πάλι κυριαρχεί ο Αντώνης Λουδάρος: με συμμαζεμένα τα κιλά του, ώριμος πια -στην καλύτερη στιγμή του-, κινείται, χορεύει, τραγουδάει, παίζει πάνω στις γόβες του με μία αξιοσημείωτη άνεση -σαν να βρίσκεται στο σπίτι του-, αλλά χωρίς ούτε μία στιγμή να δείχνει ότι απλώς «τα ρίχνει», με πρωταγωνιστική στόφα χωρίς ούτε μία στιγμή να βγάζει προπέτεια, με χιούμορ απολαυστικό χωρίς ούτε μία στιγμή να γίνεται φτηνός και χυδαίος, χωρίς ούτε μία στιγμή να τονίζει άμετρα το -γυναικείο- φύλο του ρόλου και να χάνει τον έλεγχο. Η Κυρία Επιθεώρησή του είναι πολύ αστεία αλλά δεν είναι τραβεστί -με την τρέχουσα, φαιδρή έννοια. Είναι γυναίκα. Ένα επίτευγμα. Αν συνεχίσει στο δρόμο αυτό, αν έχει τα μυαλά στο κεφάλι του, αν οι έπαινοι δεν τον θαμπώσουν και δεν του βουλώσουν τα αυτιά και δεν τον στραβώσουν και δεν εκτροχιαστεί, ο Αντώνης Λουδάρος πολλά έχει να προσφέρει στο θέατρό μας.
Ο Φίλιππος Νικολάου, κομψός, γοητευτικός, με τα ωραία λευκά -και όχι βαμμένα κομοδινί...- μαλλιά του, αξιοπρεπής και με φωνή πολύ καλά διατηρημένη, αν και περιττός στην παράσταση αυτή, τραγουδάει καλά τα παλιά σουξέ του. 
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ευπρεπής που ανακαλεί αναμνήσεις αξέχαστες αλλά δυστυχώς δεν καταφέρνει να αρθεί  στο ύψος των περιστάσεων λόγω των αδύναμων βασικά κειμένων της ενώ θα μπορούσε να κάνει παπάδες. Και ένας ηθοποιός, ο Αντώνης Λουδάρος, που αξίζει να τον απολαύσετε. 

Θέατρο «Badminton», 20 Δεκεμβρίου 2014.

Υ.Γ. Έγραψα για το «Θα σε πάρω να φύγουμε»:

No comments:

Post a Comment