February 19, 2015

Δε θέλουν να δουν τον Πάπα, τον Πάπα, τον Πάπα...


Το Τέταρτο Κουδούνι /19 Φεβρουαρίου 2015

Τα 60 χρόνια των Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου θα γιορταστούν μ’ ένα πρόγραμμα -ειδικά για την Αθήνα- πολύ ενδιαφέρον. Πολύ πιο ενδιαφέρον απ’ το περσινό. Με τις εμμονές του -που κάποτε γίνονται κουραστικές...-, με κάποιες παραχωρήσεις σε φθαρμένα πια σχήματα, με κάποιους και πάλι συμβιβασμούς, ειδικά στη Επίδαυρο... Αλλά, πάνω απ’ όλα, θα γιορταστούν ελπιδοφόρα. Διότι υπάρχουν πια άνθρωποι, όπως ο Νίκος Ξυδάκης ή η Ρένα Δούρου, σε θέσεις-κλειδιά -είτε λέγονται υπουργείο Πολιτισμού είτε λέγονται Περιφέρεια Αττικής- που, όπως προέκυψε απ’ τη χτεσινή συνέντευξη Τύπου, ΞΕΡΟΥΝ τι είναι Φεστιβάλ και ξέρουν να εκτιμήσουν και δεν αναλίσκονται, απλώς, σε πολιτικάντικα φληναφήματα κι εξαγγελίες χωρίς αντίκρισμα. Αμήν να παραδειγματιστεί κι ο Γιώργος Καμίνης που εδώ και χρόνια θα ’πρεπε να ’χει αντιληφθεί πως το Φεστιβάλ Αθηνών είναι ένα φεστιβάλ που αφορά την Αθήνα της οποίας είναι δήμαρχος... 



Τόσο κακά παιγμένο θέατρο μαζεμένο δε βλέπω συχνά... Όπως αυτό που είδα στην παράσταση του «Θέλω να δω τον Πάπα!» της Λυρικής. Διότι περί οπερέτας πρόκειται -του Θεόφραστου Σακελλαρίδη- και στο είδος αυτό, ακόμα περισσότερο απ’ την όπερα, η καλή φωνή και το καλό τραγούδι δεν αρκούν. Οι πρόζες περισσεύουν. Και κυριαρχούν. Και πρέπει -για να μη μιλήσω για την κίνηση και το χορό...- να ξέρεις να παίζεις. Καλά. Δηλαδή ανάλαφρα, φρέσκα, με χιούμορ, συγκροτημένα, πρέπει να φραζάρεις σωστά την πρόζα, να ’σαι αφρός... Κι οι καλλιτέχνες της Λυρικής, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, δεν το ’χουν... Καθόλου.

Το τι μπαλαφάρα, τι μούτες, τι πόζες, τι έλλειψη εσωτερικού ρυθμού, τι χύμα, τι στόμφο -κυρίως-, τι κίνηση νευρόσπαστων, τι ποσταρισμένες φωνές ηθοποιών/τραγουδιστών που αδυνατούν να μιλήσουν σα φυσιολογικοί άνθρωποι, τι σαχλαμάρα -που νόμιζουν πως πρόκειται για χιούμορ- είδα κι άκουσα δε λέγεται... Ξέρω άριστα, επαναλαμβάνω, ως πού φτάνουν οι υποκριτικές δυνατότητες των περισσοτέρων της Όπεράς μας -μα καλά, δε διδάσκονται καθόλου στα ωδεία τι εστί υποκριτική πριν πατήσουν στο σανίδι; - αλλά ο Βασίλης Παπαβασιλείου που υπογράφει τη σκηνοθεσία δεν κατάφερε τίποτα να κάνει μαζί τους; Αδέσποτους τους άφησε;
Αν δεν υπήρχε επί σκηνής ο -ηθοποιός της πρόζας και μάλιστα ηθοποιός καλός και με χιούμορ- Θανάσης Δήμου, θα νόμιζα πως βλέπω παράσταση ερασιτεχνών τρίτης διαλογής, εντελώς παιδαριώδη...
Αφήστε την επιλογή, για τον πρωταγωνιστικό ρόλο της νεαρής Άννας που φεύγει σε ταξίδι του μέλιτος, της Έλενας Κελεσίδη... Ό,τι και να κάνουν η επιστήμη κι οι ακκισμοί, με τίποτα δεν μπορεί να πείσει πως έχει την ηλικία του ρόλου...


Και κάτι που δεν κατάλαβα. Τόσοι ερευνητές και μελετητές κι αναστηλωτές της οπερέτας γράφουν στο πρόγραμμα για το σκάνδαλο που δημιουργήθηκε με την αναφορά για τον Πάπα στο κείμενο και στον τίτλο της οπερέτας. Πουθενά δε διάβασα κάτι σαφές για το «σόκιν» υπονοοούμενο. Μα δεν έχει γίνει αντιληπτό; Μια νεόνυμφη που το ταξίδι της του μέλιτος στην Ιταλία χαλάει και διακόπτεται γιατί δεν είδε τον «Πάπα», όπως ζήτησε απ’ τον άντρα της, μια νύχτα, στην Ρώμη, ενώ, πριν παντρευτεί, άκουγε στη σχολή καλογραιών, στην οποία πήγαινε, πως κάθε κορίτσι πριν παντρευτεί πρέπει να ’χει δει τον «Πάπα» συν ότι σε ανέβασμα του 1946 ο «Πάπας» αντικαταστάθηκε στους στίχους και στην πρόζα της οπερέτας απ’ τον «μουσουργό Πουτσίνι» -αδιάφορο αν εκείνος είχε πεθάνει ήδη απ’ το 1924...- συν οι στίχοι καθαυτοί του βασικού ομώνυμου τραγουδιού δεν υποψίασαν κανένα;

Εγώ θυμάμαι τη μητέρα μου να λέει πως επρόκειτο για σαφές υπονοούμενο που σκανδάλισε, εξ ου και οι απαγορεύσεις κι η λογοκρισία. Και πως οι καθολικοί ενοχλήθηκαν και διαμαρτυρήθηκαν όχι απλώς για την αναφορά στον Πάπα αλλά για την χρήση του τίτλου του ως σεξουαλικού υπονοούμενου.
Χρειάστηκε να φτάσω στο τέλος του -ενδιαφέροντος, όπως θέτει το θέμα του- σημειώματος του Αλέξανδρου Ευκλείδη για να διαβάσω μόνο -σε παρένθεση: «[...] Η ερωτικά ώριμη γυναίκα χαρίζει στην ερωτικά ανώριμη το αντικείμενο του πόθου της (που είχε μέσω μιας χαρακτηριστικής στην κωμωδία λανθασμένης μετωνυμίας προβάλει στο πρόσωπο του Πάπα αντί του προφανούς σημαινομένου) [...]». Ε, επιτέλους!



Το τραβάει κάπως περισσότερο του δέοντος σε διάρκεια το όλον ο Νουρί Μπιλγκέ Τζεϊλάν στη «Χειμερία νάρκη» του. Αλλά την απόλαυσα την ταινία που είδα σ’ ένα γεμάτο «Άστυ» -ραχάτεψα. Τι λεπτός παρατηρητής των ανθρώπινων που ’ναι ο γοητευτικός αυτός σκηνοθέτης! Γι αυτό του πάει τόσο ο Τσέχοφ στον οποίο βασίστηκε. Και πώς διευθύνει τους ηθοποιούς του!
Έχοντας, επιπλέον, διαβάσει -κι απολαύσει, παρά την αμήχανη μετάφραση- όλο το καλοκαίρι τους τρεις τόμους του «Κέδρου» με την ευρεία επιλογή απ τα διηγήματα και τις νουβέλες του, ένοιωσα πιο κοντά ψάχνοντας, παράλληλα, να βρω από ποια έχει αντλήσει. Και ξαναψαχούλεψα τους τόμους και βρήκα πως κορμός του σεναρίου είναι το μεγάλο του διήγημα «Η γυναίκα μου» του 1892 -το θέμα με το δυσλειτουργικό ζευγάρι όπου η σύζυγος αποκλείει τον άντρα της απ’ τη φιλανθρωπική δράση που οργανώνει- το οποίο πλέκεται με στοιχεία -η επίσκεψη της γυναίκας στη φτωχή οικογένεια με το φάκελο με τα χρήματα- απ’ το πιο σύντομο «Το βασίλειο μιας γυναίκας», ίσως κι από άλλα που δεν τα γνωρίζω. Όλα εξαιρετικά δεμένα και προσαρμοσμένα στην τούρκικη ζωή, όπως αυτή αργοκυλάει σε μια κωμόπολη της μυθικής -για μας- Καπαδοκίας, την Γκιορέμε, όπου η ταινία είναι γυρισμένη. 
Για σκεφτείτε! Ο ρώσος Τσέχοφ, απ’ το γύρισμα του 19ου αιώνα στον 20ο, να συναντάει τόσο επιτυχώς τα βάθη της σημερινής Τουρκίας. Αθάνατος! Και πανανθρώπινος.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή...


«Συνεχίζουμε ακάθεκτοι. Πρώτη σε κριτικές. Δημοφιλέστερη παράσταση» μ’ ενημερώνει παράσταση για παιδιά. Και τι, λέτε, μου στέλνει ως αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο; Το link με τις λεγόμενες «κριτικές κοινού» του «Αθηνοράματος», που την αφορά -μέσος όρος πέντε «αστέρια». Ο νοών νοείτω... Όχι πως μου συμβαίνει πρώτη φορά. Αλλά εγώ, πάντως, ντράπηκα. Θεέ μου, πόσο πιο χαμηλά ακόμα θα πέσει το θέατρό μας;


To άλλo πάλι; Που μου στέλνoυν υπόμνηση για παράσταση, επίσης για παιδιά, στο «Τριανόν», στην οποία παίζει αλλά και σκηνοθετεί ο Κώστας Βουτσάς; Με την υπογράμμιση -όλα μαύρα- «μετά το τέλος της παράστασης ο Κώστας Βουτσάς φωτογραφίζεται και συνομιλεί με τους μαθητές»;... 




Έγραψα τότε (στο «Τέταρτο Κουδούνι» που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 17 Νοεμβρίου του 2011 κι αναρτήθηκε εδώ στις 24 Νοεμβρίου (αλλά ξανάγραψα και στις 26 Δεκεμβρίου του 2012) για την παράσταση -σε δραματουργική επεξεργασία Έλσας Ανδριανού- του Θοδωρή Αμπαζή πάνω στο μυθιστόρημα του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη «Οι έμποροι των εθνών», συμπαραγωγή της ομάδας-του «Opera», του ΔΗΠΕΘΕ Καβάλας και της «Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση, όπου και την είχα δει: «Ο Θοδωρής Αμπαζής που ’χει ιδρύσει την ομάδα το 2000 κατάφερε να εκφράσει, μέσα απ’ την παράσταση αυτή, για πρώτη φορά τόσο ολοκληρωμένα τις απόψεις του για ένα μουσικό θέατρο που συνενώνει ισότιμα τη μουσική με το θέατρο». Επιμένω πως είναι η καλύτερη παράστασή του.
Έγραψα τότε (στο «Τέταρτο Κουδούνι» που δημοσιεύτηκε στα «Νέα» στις 20 Ιανουαρίου του 2011) για το μονόλογο «Τζόρνταν» των Άννα Ρέινολντς-Μόιρα Μπουφίνι, που η Μαρίνα Ασλάνογλου ερμήνευε στο «Αμιράλ», διδαγμένη απ’ τον Νίκο Μαστοράκη: «Η Μαρίνα Ασλάνογλου βγαίνει απ’ τον εαυτό της και βιώνει στη σκηνή του ‘Αµιράλ’ με τρόπο αξιοθαύµαστο το ρόλο αυτού του δυστυχισµένου πλάσµατος του αγγλικού περιθωρίου -ένα παιδί που η ζωή, ο κοινωνικός περίγυρος, οι άνθρωποι που το αγγίζουν, όλοι κι όλα- το σπρώχνουν να γίνει μια τσούλα η οποία καταλήγει Μήδεια. Καθηλωτική! Το νοιωσα να συµβαίνει -κοµµένες ανάσες!- σ’ όλους τους λίγους θεατές της βραδιάς που είδα την παράσταση, οι οποίοι είµαι σίγουρος πως σύντοµα θα γίνουν -εάν δεν έχουν ήδη γίνει- πολλοί. Πάρα πολλοί. Οπως αξίζει στην παράσταση αυτή και στην ερµηνεία αυτή». Δεν παίρνω ούτε λέξη πίσω.
Οι δυο παραστάσεις, που και οι δυο είχαν πολλή καλή πορεία, επιστρέφουν μετά από τέσσερα, πάνω-κάτω, χρόνια στην Αθήνα. Και παίζονται, «Οι έμποροι των εθνών» στο «Σύγχρονο Θέατρο» -παράλληλα με το «Effect» του Κωνσταντίνου Αρβανιτάκη και του ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας (άλλη μια πολύ καλή παράσταση)-, ο «Τζόρνταν» στο «Άνεσις», παράλληλα με το «Λεωφορείο ο πόθος» που παρουσιάζει ο Τάσος Ιορδανίδης σε σκηνοθεσία Λεβάν Τσουλάτζε.
Αν αγαπάτε το θέατρο ουσιαστικά, να πάτε να τις δείτε. Και τις δυο!

No comments:

Post a Comment