May 21, 2015

Σε τουρνέ η Αγία Βαρβάρα…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 21 Μαΐου 2015 



Σε τουρνέ το Σεπτόν Σκήνωμα της Αγίας Βαρβάρας, απ’ ό,τι κατάλαβα: εκτός απ’ τη φερώνυμη εκκλησία που ’κανε τη μετάκληση, μετά τον «Άγιο Σάββα» -ναι, το αντικαρκινικό, τα ’δατε…- έδωσε παράσταση, ήδη, στο Λαϊκό -το νοσοκομείο-, πάει Πειραιά, ζητούν να το κλείσουν οι μεταλλωρύχοι της Πτολεμαΐδας καθότι η Αγία, μεγάλη η χάρη Της είναι Προστάτις, λέει, όχι μόνον του Πυροβολικού αλλά και των μεταλλείων και ορυχείων -ανάρπαστο σας λέω. Αν μείνει το καλοκαίρι θα σαρώσει τις πιάτσες. Τρέμε Σταύρο Γαλάνη! Τρέμε Λευτέρη Πλασκοβίτη! Που αγωνίζεστε να κλείσετε περιοδείες Αριστοφάνηδων, και τραγικών, και του «Άντρες έτοιμοι για όλα». Εδώ είναι που ’χει το ψωμί…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…



Μωρέ, εκηρύχθη έκπτωτος και δεν πρόλαβε… Ειδεμή και στο Εθνικό θα το ’φερνε -όλα τα ’κανε, αυτό δεν θα το ’κανε;..- το σεπτόν το σκήνωμα ο τέως καλλιτεχνικός διευθυντής του Σωτήρης Χατζάκης. Να ευλογήσει τα ταμεία. Και τα πούλμαν που μεταφέρουν θεατές στην «Πιαφ» -τι είδαν τα ματάκια μου και τι άκουσαν τ’ αυτάκια μου στην πλατεία του «Κοτοπούλη»… Και τις συμβάσεις με την Άλκηστι Πρωτοψάλτη. Και τη διευθυντική πολυθρόνα του. Αλλά δεν πρόλαβε. Κι έτσι δεν το πρόλαβε το θαύμα ο κ. Χατζάκης.
Ούτε κι εγώ, όμως, το πρόλαβα… Διότι εκεί που ανάσανα απ’ το βομβαρδισμό των μέιλ του, νάτα πετιούνται από ξαρχής κι αντριεύουν και θεριεύουν. 




Προς το παρόν, πάντως, μετά την αποχώρηση απ’ τις επιδαυριακές «Τρωάδες» του, για «απολύτως προσωπικούς λόγους», που μπουμπούνισε η Άλκηστις Πρωτοψάλτη -τρεις μέρες αφότου δέχτηκε, λέει, το αίτημα του Στάθη Λιβαθινού να μειώσει την αμοιβή της-, παραμένει σ’ εκκρεμότητα ποια θα ’ναι η Τελετουργός του Θρήνου στην παράσταση. Εκτός κι αν θρηνούν μόνες τους πια οι κυρίες του Χορού.


Μια και μιλάμε για Εθνικό πήγα να δω -δυο-δυο τις πήρα για να τις προλάβω τις πάμπολλες- τις νυν παραστάσεις του. Μερικοί καρποί:
Στη Σκηνή «Παξινού» ο Μπρους Μάιερς ανέβασε τελετουργικά τις «Δούλες» υπηρετώντας με σεβασμό το έργο του Ζενέ, χωρίς, κατά τη γνώμη μου, να το απογειώσει. Το απογειώνουν, όμως, δυο απ’ τις ερμηνείες. Πλάι στην ικανοποιητική Σολάνζ της Ραφίκα Σαουίς, η Λένα Παπαληγούρα, τοτεμική Κυρία, κι η Μαρία Κίτσου, φλεγόμενη Κλαίρη, τα δίνουν όλα. Κι έχουν να δώσουν κι οι δυο τους πολλά.



Πάνω, στην Σκηνή «Κοτοπούλη», η επιλογή της «Πιαφ» σε ρεπερτόριο Εθνικού Θεάτρου εν έτει 2014/2015 κι ο διεκπεραιωτικός τρόπος που ανέβασε το έργο της Παμ Γκεμς ο Πέτρος Ζούλιας -«για ν’ αρέσει»- ανταποκρίνονται πλήρως στη φιλοσοφία Χατζάκη.
Μερικές παρατηρήσεις: όταν χρησιμοποιείς κάποια γαλλικά στην παράσταση ή στα τραγούδια για «ατμόσφαιρα», αν δεν τα μιλάει κανείς, ψάχνεις και βρίσκεις κάποιον που ομιλεί την γαλλικήν για να τα διδάξει -ξεκινώντας απ’ το όνομα της Πιαφ που προφέρεται ΕντίΤ και όχι ΕντίΘ- στους ηθοποιούς και στην τραγουδίστρια. Είναι φαιδρό αυτά τα κουτσογαλλικά ν’ ακούγονται ΕΤΣΙ. Εφόσον, βέβαια, φιλοδοξείς την παράσταση να τη δουν και κάποιοι πέραν των συνοικιακών πολιτιστικών συλλόγων, των με πούλμαν μεταφερομένων. Ειδικά δε για την Marseillaise καταντάει, πέραν του πλούσιου γέλιου, ασέβεια. Έως και… προσβολή εθνικού συμβόλου θα ’λεγα.
Όσο για την Ελεωνόρα Ζουγανέλη-Πιαφ, ναι, έχει φωνάρα και τραγουδάει καλά τα τραγούδια της Πιαφ. Και, υποκριτικά, πέραν μιας σκηνικής προπέτειας που της βγαίνει, προσπαθεί. Αλλά ως μια καλή ερασιτέχνις. Μετά την πρώτη είσοδό της, την κοπιαρισμένη απ’ τη συγκλονιστική πρώτη σεκάνς της κινηματογραφικής «Πιαφ», ήτοι της πολύ καλής ταινίας με τον σαχλό ελληνικό τίτλο «Ζωή σαν τριαντάφυλλο» -εκεί προφίλ, με αργό τράβελινγκ, εδώ μετωπικά-, την άτσαλη κίνηση και τη σκεβρωμένη στάση του κορμιού που βρήκε, στη συνέχεια άλλοτε τις εφαρμόζει, άλλοτε τις ξεχνάει. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, αν έχεις δει την ίδια την Πιαφ -έστω στην τηλεόραση- ή την Μαριόν Κοτιγιάρ -έστω στην οθόνη- να ΕΡΜΗΝΕΥΕΙ την Πιαφ, όλα τ’ άλλα είναι απλώς οδοντόκρεμες…
Ως προς τους άλλους ηθοποιούς, θα ’θελα να ξεχωρίσω τον Χρήστο Στέργιογλου-Λουί Λεπλέ και, κυρίως, την Κωνσταντίνα Τάκαλου. Στον πιο επικίνδυνο, μετά της Πιαφ, ρόλο του έργου -να παίξεις την Μαρλένε Ντίτριχ!- έδειξε γι άλλη μια φορά την ποιότητά της και τις ικανότητές της να μεταμορφώνεται.
Α, ναι. Και κάτι για το πρόγραμμα της παράστασης: θα μπορούσε, τιμής ένεκεν, να υπάρχει μια αναφορά στο πρώτο -και μοναδικό μέχρι τώρα- ελληνικό ανέβασμα του έργου. Και, κυρίως, στην Τάνια Τσανακλίδου που ’παιζε τον επώνυμο ρόλο κι έγραψε στα τραγούδια αυτά. 



Στα σανίδια της Κεντρικής Σκηνής υπάρχει μια ηθοποιός την οποία πολύ εκτιμώ: η Ελένη Ράντου. Που ήμουν σίγουρος ότι ξέρει και μπορεί, πλαισιωμένη από μερικούς ακόμα ικανούς ηθοποιούς, να παίξει πολύ καλά την Φιλουμένα Μαρτουράνο. Και όντως το κάνει.
Αλλά δεν κατάλαβα καθόλου γιατί χρειαζόταν να κάνει η ίδια «διασκευή-απόδοση» του κειμένου. Το έργο του Εντουάρντο ντε Φιλίπο ξεκινάει -σπάνιο στο θέατρο- με κρεσέντο: μια εξαιρετική σκηνή όπου ο Σοριάνο αφρίζει γιατί η Φιλουμένα, υποκρινόμενη την ετοιμοθάνατη, τον έχει κοροϊδέψει και, για να μην της χαλάσει το χατίρι πριν πεθάνει, την έχει παντρευτεί, μετά από 26 χρόνια συμβίωσης. Ποιος ο λόγος να προστεθεί μισή ώρα έργο παραπάνω, πριν απ’ την κανονική αρχή του, με «θεατροποιημένα» όσα λέγονται στο κείμενο για το παρελθόν. Για να γίνει το έργο πιο εύληπτο; Πιο λαϊκό; Μα η «Φιλουμένα Μαρτουράνο» του Εντουάρντο είναι ένα υπέροχο λαϊκό έργο. Έτσι, όμως, έγινε -στο πλαίσιο της φιλοσοφίας Χατζάκη… -σίριαλ. Ομολογώ όχι φτηνιάρικο, αλλά σίριαλ. Πέραν του ότι χάθηκε η δραματουργική ισορροπία του με τη μεταφορά της περί ης ο λόγος εναρκτήριας σκηνής στη μέση του πρώτου μέρους.
Και γιατί αυτά τα μουσικοχορευτικούλια στην -ολίγον βιαστική…- σκηνοθεσία του Σταμάτη Φασουλή; Για να γίνει το έργο πιο «ευχάριστο»; Πιο «πιασάρικο». Τι φόβος κι αυτός, τι ανασφάλεια «μπας και δεν αρέσουμε»… 



Πού ακριβώς είχαμε μείνει; Στους πόσους Τσέχοφ- η, τέλος πάντων σε παραστάσεις οι οποίες αντλούν απ’ τον Τσέχοφ- που παρουσιάστηκαν  -ή και παρουσιάζονται ακόμη- φέτος στην ελληνική σκηνή; Τις μετρούσα στο «Τέταρτο Κουδούνι» στις 23 Οκτωβρίου, τις μετρούσα στις 18 Δεκεμβρίου, τις μετρούσα στις 12 Φεβρουαρίου κι είχαμε φτάσει στις δεκαπέντε.
Τι μεσολάβησε; Ιδού: «Τρεις αδελφές» εις διπλούν -είδαμε τελικά ΚΑΙ τα τέσσερα μεγάλα έργα της ωριμότητάς Του.
Στο «Καρέζη -όπου παιζότανε μέχρι πρόσφατα-, σε σκηνοθεσία Γεωργίας Ανδρέου και, σε διασκευή, στο «Από Μηχανής» -όπου παίζεται ακόμα-, απ’ την ομάδα «Casus Belli», σε σκηνοθεσία που υπογράφει η ομάδα (Ανδρονίκη Αβδελιώτη, Ελίζα Πιτσικώνη).
Το διήγημα του Τσέχοφ «Θάλαμος αρ.6» παρουσιάζει, σε διασκευή για το θέατρο απ' την Έλσα Ανδριανού και σε σκηνοθεσία της, στην Β΄ Σκηνή του θεάτρου «Οδού Κεφαλληνίας», η Γιολάντα Μαρκοπούλου.
Στην Θεσσαλονίκη, επίσης, παρουσιάστηκε στο θέατρο «Όρα», απ’ την ομάδα «Θεατρική Έρευνα», μια σύνθεση μονοπράκτων του Τσέχοφ με τον τίτλο «Οι έκπτωτοι: Μια προσωπογραφία του Αντόν Τσέχωφ», σε σκηνοθεσία/διασκευή κειμένων Κλείτου Κυριακίδη. 
Σύνολο, λοιπόν, τσεχοφικών ή τσεχοφογενών παραστάσεων, δεκαεννιά. 
Μωρέ, ο «Ιβάνοφ» πώς τους ξέφυγε; 




Και μια διόρθωση: Ο «θάλαμος αρ. 6» δεν παρουσιάζεται «για πρώτη φορά στην ελληνική θεατρική σκηνή». Πρωτοπαρουσιάστηκε την άνοιξη του 1980 απ’ τον εταιρικό θίασο του ΟΕΘ/ΣΕΗ «Ράμπα», σε διασκευή για το θέατρο Στέλλας Αρκάδη και σκηνοθεσία Χρήστου Παπαδημούλη, στο -τότε- θέατρο «Όρβο». 


Χτες απόγευμα/βράδυ έκανα τη διαδρομή 2 (Αγίου Μελετίου, Κυψέλη) της εκδήλωσης «X Apartments-Athens», εναρκτήριας του Fast Forward Festival που οργανώνει για την «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση η Κάτια Αρφαρά, η οποία έχει, μαζί με την Άνα Μίλτερ, και την καλλιτεχνική επιμέλεια του συγκεκριμένου σχεδίου πάνω σε έρευνα του Πρόδρομου Τσινικόρη.
Δεν έχω να πω πολλά πράγματα. Γιατί μου είναι δύσκολο να περιγράψω αυτά που ένοιωσα -τη συγκίνηση. Η αίσθηση από ένα παιδικό χεράκι που σου χώνει στη χούφτα ένα παιχνιδάκι του, ενώ έχεις τα μάτια κλειστά, δεν περιγράφεται εύκολα.

No comments:

Post a Comment