May 28, 2015

Το «Κιτσοπούλου» είναι πια είδος


Το Τέταρτο Κουδούνι / 28 Μαΐου 2015

Εντάξει. Ο τίτλος-σιδηρόδρομος «Μια μέρα, όπως κάθε μέρα κλπ κλπ» -μ’ αυτό το ανελλήνιστο κλείσιμο «Ή Η ανουσιότητα του να ζεις»…- ήταν «για να κάνουμε εντύπωση άλλη μια φορά», και «για να προκαλέσουμε και πάλι», και «για να συζητηθούμε». Όπερ και εγένετο. 
Στην ουσία, όμως: το έργο της Λένας Κιτσοπούλου, που είδα στο «Θέατρο Τέχνης» της Φρυνίχου -και που παίζεται τώρα στο Δημοτικό του Πειραιά- μόνο ανούσιο δεν ήταν. Αυτό το μπλα-μπλα ενός αστικού ζευγαριού -μιας γυναίκας κι ενός άντρα που η σχέση τους δεν διευκρινίζεται-, αυτές οι κουβέντες, άλλοτε μπουρδολογίες, άλλοτε απλώς καθημερινότητα, αυτό το διαλογικό μηδενικό, με τις ρωγμές που η συγγραφέας/σκηνοθέτρια εισήγαγε -κραυγές, σπαρακτικές σιωπές, βία, αίμα, ξαφνική συνειδητοποίηση…- και που κλείνουν όπως-όπως κι η «συζήτηση» στον καναπέ συνεχίζεται σα να μη συνέβη τίποτα- αποκτάει μία τραγικότητα: την τραγικότητα του τίποτα, του κενού που ζει το ζευγάρι αυτό, που ζει η τάξη τους -που όλοι μας ζούμε.
Το έργο -κι η παράσταση- Κιτσοπούλου είναι -για κοίτα που έγινε είδος πια το «Κιτσοπούλου»…- αλλά δε χάνει τον έλεγχο, δε χάνει το μέτρο, είναι καλοζυγισμένο, προκαλεί το γέλιο, το χάχανο ίσως αλλά ξέρει και να σου το κόβει με το μαχαίρι, να σου το παγώνει. Δεν είναι «Κοκκινοσκουφίτσα-Το πρώτο αίμα» ούτε «Αθανάσιος Διάκος-Η επιστροφή» που για μένα ήταν πούρος χαβαλές. Και πιστεύω πως είναι το καλύτερο θεατρικό της. 
Εμένα, πάντως, τον «Κυριακάτικο περίπατο» του Ζορζ Μισέλ μου θύμισε. Ένα γαλικό έργο των χρόνων της οργής -του 67- που ανέβασε εδώ, αρχές της δεκαετίας του 70, ο Γιώργος Μιχαηλίδης με το πρώτο «Ανοιχτό Θέατρό» του, στην οδό Κεφαλληνίας.





Βρήκα βαρετό αυτό το ποιητικό κείμενο του Γιοχάνες φον Τεπλ «Ο θάνατος και ο αγρότης», απ’ τον γερμανικό Ύστερο Μεσαίωνα, που παρουσίασε ο Αλέκος Συσσοβίτης στο «Faust» του. Έτσι, τουλάχιστον, όπως το σκηνοθέτησε -μπλα, μπλα, μπλα, γρι δεν κατάλαβα- η Ρούλα Πατεράκη. Η οποία δεν εννόησα γιατί επέλεξε να το «κλείσει» σ’ ένα ψυχιατρικό άσυλο. Για να παίξει η ίδια τον Θάνατο ως τρελή μπέμπα με τούλινη φούστα-μπαλαρίνα; Όσο για το χαρακτηρισμό του έργου ως «Μαύρο Ακαθόριστο Θεατρικό Είδος», που, κόβω το κεφάλι μου, η ίδια υπαγόρευσε στο σχετικό δελτίο Τύπου, όοοχι, δε θέλω να τον σχολιάσω…



Πρόλαβα το «Ξαφνικά πέρσι το καλοκαίρι» στην «Οδό Κεφαλληνίας» την τελευταία βδομάδα του. Ο Δημήτρης Μαυρίκιος είχε σκηνοθετήσει το έργο του Τενεσί Γουίλιαμς -χωρίς να ’ναι η καλύτερη παράστασή του- με την προσοχή και την καλαισθησία που τον διακρίνει. Και με άποψη. Την οποία επικέντρωσε στην ομοφυλοφιλία του συγγραφέα ταυτίζοντας τον κατασπαραγμένο, κανιβαλισμένο Σεμπάστιαν, που κυριαρχεί δια της απουσίας του στο έργο, με τον Γουίλιαμς μέσω της gay icon του Αγίου Σεβαστιανού. Άποψη, όμως, που κάπως εκβίαζε, καπέλωνε το κείμενο -έξοχη, πάντως, η σκηνοθεσία του Χρήστου Δήμα στα εκτεταμένα κινηματογραφικά μέρη, κινηματογραφημένα σαν παλιές, ξεθωριασμένες, σέπια φωτογραφίες απ’ τον Άγγελο Παπαδόπουλο.

Η Κυρία Βέναμπλ μοιάζει να γράφτηκε για την Μπέττυ Αρβανίτη αλλά εκείνο που κράτησα απ’ την παράσταση ήταν η ερμηνεία της Λουκίας Μιχαλοπούλου. Ναι, είναι αβανταδόρικος ρόλος η Κάθριν. Αλλά το θέμα είναι πώς εκμεταλλεύεσαι τα αβαντάζ που σου δίνει. Κι η Λουκία Μιχαλοπούλου έπραξε, διδαγμένη απ’ το σκηνοθέτη, τα καλύτερα -τα μέγιστα: ένα φλεγόμενο πάθος για την αλήθεια, ένα φλεγόμενο πάθος για μια ζωή που δε θα τη λιανίσει καμιά λοβοτομή, ένας σπαραγμός εκ βαθέων…




Έγραψα στο «Τέταρτο Κουδούνι», στις 7 Μαΐου, για το Διεθνές Φεστιβάλ Κουκλοθεάτρου και Παντομίμας του Κιλκίς πως με έκπληξη και λύπη μαθαίνω ότι καταργείται. Και σημείωνα πως ο Δήμος του Κιλκίς θα ’πρεπε να το σκεφτεί ωριμότερα.
Την ίδια μέρα, πριν αλέκτορα φωνήσαι, μου ’φτασε δελτίο Τύπου που, ακριβώς, ανάγγελλε τη διεξαγωγή του 17ου Φεστιβάλ 14 με 26 Ιουνίου! Ζήτησα, με μέιλ, απ’ την Unima-Ελλάς -το Ελληνικό Κέντρο της Διεθνούς Ένωσης Κουκλοθεάτρου- που μου ’χε στείλει στις 4 Μαΐου την ανοιχτή επιστολή διαμαρτυρίας της προς τον δήμαρχο και το δημοτικό συμβούλιο του Κιλκίς με ημερομηνία 15 Απριλίου και στην οποία βασίστηκα, διευκρινίσεις πώς καταγγέλλουν την κατάργησή του ενώ το Φεστιβάλ πραγματοποιείται -έληξε πια-, τηλεφώνησα στους αριθμούς τηλεφώνου που δίνουν, άφησα μήνυμα, περίμενα, περίμενα σιωπή. Ουδείς μου απάντησε. Περίεργα πράγματα…





Προσπάθησε ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης. Στον «Κύκλο με την κιμωλία» που είδα στο «Παλλάς». Προσπάθησε κάτι να μεταφέρει απ’ τη φιλοσοφία του Μπρεχτ και τους σκηνικούς τρόπους που ζητούσε. Κάποιες -λίγες- στιγμές το ’πιασε. Αλλά, σε γενικές γραμμές, πιστεύω πως δεν πέτυχε -περιέπεσε σ’ ευκολίες και κοινοτοπίες, εκείνο το αναπηρικό καροτσάκι του αφηγητή τι μπαναλιτέ... 
Αν, όμως, διαθέτεις τρεις πρωταγωνιστές, όπως ο Δημήτρης Λιγνάδης, η Μαρία Πρωτόπαπα -έξοχη, και πάλι, ως Γκρούσα- κι ο Αιμίλιος Χειλάκης και μαζί τους, στους άλλους ρόλους, ηθοποιούς όπως η Ελισάβετ Μουτάφη -αγνώριστη!-, ο Άγγελος Μπούρας, η Πηνελόπη Μαρκοπούλου, ο Κώστας Κορωναίος κι άλλοι, δε γίνεται, η παράσταση έχει ένα στοιχειώδες ενδιαφέρον -σε κρατάει.


Επιστρέφω σ’ ένα απ’ τα παραπάνω ονόματα. Ο Αιμίλιος Χειλάκης, γι άλλη μια φορά, ενίσχυσε την άποψη στην οποία επιμένω: πως είναι ο σημαντικότερος ρολίστας που διαθέτει το ελληνικό θέατρο σήμερα. Στο κορύφωμα της ακμής του. Ο Αζντάκ του είχε μέγεθος -γέμιζε τη σκηνή, γέμιζε το «Παλλάς» και περίσσευε-, αλλά και μέτρο, είχε χιούμορ ευεργετικό, ήταν χυδαίος, ήταν χοντράνθρωπος, ήταν ένας μεθύστακας, ένας αδίστακτος αργυρώνητος αλλά μέσα απ’ αυτόν τον σχεδόν αλήτη ήταν που αποδιδόταν η δικαιοσύνη. Ήταν όντως ένας απ’ αυτούς τους μεγάλους μπρεχτικούς «κλόουν». Ο Αιμίλιος Χειλάκης είχε πιάσει το πνεύμα του Μπρεχτ. Τα δυο τραγούδια που ’λεγε -το πρώτο ειδικά- ήταν υποδείγματα μπρεχτικού τρόπου τραγουδιού.
Και, επί τη ευκαιρία, επανέρχομαι: είναι δυνατόν ΑΥΤΟΣ ο ηθοποιός να μην είναι στο Εθνικό Θέατρο, να μην είναι συνέχεια στην Επίδαυρο, να μην παίζει συνέχεια Μεγάλους ρόλους; Δεν ξέρω πώς το σκέφτεται ο ίδιος, αν επιλέγει άλλους δρόμους, αλλά είναι κρίμα να μην τον δούμε ΤΩΡΑ, στην ακμή του, σε ρόλους που μπορεί και οφείλει να παίξει.



Το πρόγραμμα, πάντως, της παράστασης, εξαιρετικό. Με πολύ ενδιαφέροντα κείμενα -Ελύτης, Χατζιδάκις... Τα ειδικά γραμμένα για το πρόγραμμα, αναπτυγμένα με απόλυτη σαφήνεια απ’ την Αγγελική Καρυστινού, χρησιμότατα. Και πολύ καλαίσθητος ο σχεδιασμός του εντύπου απ’ το G Design Studio. Αλλά τι σχήμα ειν’ αυτό; Ανοικονόμητο, αρχοντοχωριάτικο… 33,5 πόντοι μήκος! Τι ύψους ράφι να βρεις να το βάλεις; Τα σιχαίνομαι αυτά τα προγράμματα. Ακριβώς γιατί δεν ξέρω πού και πώς να τα τακτοποιήσω.



Υπάρχουν ορισμένοι καλλιτέχνες στους χώρους του λεγόμενου «εμπορικού» θεάτρου, της τηλεόρασης, του τραγουδιού, που αφήνουν να θαφτεί μέσα στο σταριλίκι η όποια αξία τους, το όποιο τάλαντό τους, οι όποιες ικανότητές τους. «Promotion», που λέμε αλλά με την κακή του όρου έννοια, μάνατζερ μικρονοϊκοί, δημοσιοσχεσίτες της συμφοράς -αλλά με υφάκι-, άφθονα φιλόξενα στο κουτσομπολιό και στον κιτρινισμό έντυπα, «δημοσιογράφοι» αναλόγου επιπέδου, εταιρείες, συνεντεύξεις, βλακώδεις δηλώσεις, εξώφυλλα, ερωτικά στόρι, τα οικογενειακά τους, τα προσωπικά τους, τα σεξουαλικά τους, φτηνιάρικες επιλογές, «φαν κλαμπ», παρατρεχάμενοι κι έμπιστοι που αποφασίζουν «αντ’ αυτού/ής»,
«Αυλή», ένα σταρ σίστεμ α λα ελληνικά που κανείς τους δεν αντιλαμβάνεται πόσο γελοίο είναι και μέσα σ’ αυτό να αλέθονται, να ισοπεδώνονται όλοι και όλα -ένας πολτός: ταλαντούχοι αλλά κι ατάλαντοι, καλλιτέχνες που θα χαν κάτι να πουν αλλά κι απλώς πρόσωπα όμορφα και κορμιά λαχταριστά, με ημερομηνία λήξης όμως - ίσως και χωρίς καν ημερομηνία παραγωγής... Και να θέλουν να ξεφύγουν, ΠΩΣ να ξεφύγουν. Ο χώρος κι ο «σοβαρός» Τύπος τούς έχουν βάλει την ετικέτα, τη σφραγίδα κι έτσι και πάνε λίγο να κάνουν κάτι διαφορετικό, θα τους κάνουν ΤΗΝ πλάκα, θα τους κράξουν -δε θυμάστε την Βουγιουκλάκη, παράδειγμα τρανό; Κι ο κύκλος γίνεται φαύλος.
Ιδού κι ένα σημερινό παράδειγμα -την παράσταση, που έχει προ πολλού κατεβεί, την παρακολούθησα την προτελευταία μέρα της, το σχόλιο το ’χω γράψει εδώ και καιρό αλλά άλλα πιο επείγοντα το πήγαν πίσω: είδα στο «Pantheon» τη ροκ όπερα του Νίκου Καρβέλα «Οι καμπάνες του Edelweiss» με την Άννα Βίσση. Εν γνώσει των συνεπειών όχι του... νόμου αλλά των νόμων του χώρου και των αντιδράσεων που θα ’χω, θέλω να γράψω -έστω και καθυστερημένα- υπό τύπον σημειώσεων, χωρίς προκαταλήψεις αυτό που εισέπραξα.
1. Το έργο του Καρβέλα μου άρεσε: ένα μελοδραματικό, φορτωμένο, αλλά χωρίς κακογουστιές λιμπρέτο, με ολίγη από «Οιδίποδα», ντυμένο με μια «θορυβώδη» αλλά ενδιαφέρουσα μουσική, καλοπαιγμένη απ’ τη ζωντανή, υπό τον Αλέξιο Πρίφτη που ’κανε και τις ενορχηστρώσεις, ορχήστρα, με μουσική διδασκαλία τη Λίας Βίσση και ήχο άψογα σχεδιασμένο απ’ τον Άρη Κουντούρη. Καθόλου «ειδικός» δεν είμαι, θα ’θελα να διαβάσω μια σοβαρή κριτική, δεν πιστεύω πως πρόκειται για Μότσαρτ ή Βάγκνερ αλλά άκουσα ένα έργο που σε σέβεται.
2. Ο Γιάννης Κακλέας σκηνοθέτησε με τον σταθερό του τρόπο αλλά πολύ καλά οργανωμένα την παράσταση, βοηθημένος απ’ τα σκηνικά του Μανόλη Παντελιδάκη, τα κοστούμια της Ντένης Βαχλιώτη και, κυρίως, τους φωτισμούς του Χρήστου Τζιόγκα.
3. Η Άννα Βίσση, εκτός απ’ την πολύ καλή φωνή της που τη διατηρεί σε πολύ καλή κατάσταση, και την παρουσία της, μου άφησε -γι άλλη μια φορά- τη σίγουρη εντύπωση πως υποκριτικά μπορεί άψογα ν’ ανταποκριθεί. 
4. Ο νεαρός πρωταγωνιστής Αιμιλιανός Σταματάκης -κάτι από Σιντ Βίσιους στην παράσταση-, με πολλά προτερήματα κι όχι μόνο για το μιούζικαλ, πιστεύω πως θα ’χει μια πολύ καλή εξέλιξη.

5. Η Τάνια Τρύπη σ’ έναν -επιτέλους, φτάνουν οι μοιραίες λάγνες!- κόντρα ρόλο απέδειξε πως είναι ικανή να ξεφύγει από μανιέρες και τυποποιήσεις και πως Μπορεί.
6. Ο Θανάσης Αλευράς, ανάμεσα και σ’ άλλους ικανούς της διανομής, έδειξε και πάλι τη γκάμα του: πως έχει τη δυνατότητα να κινηθεί απ’ την κωμωδία και το καμπαρέ θέαμα μέχρι το δράμα και -τώρα- τη ροκ όπερα. Τάλαντο σταθερό! 




Να τρελαίνεσαι πια: παραστάσεις, παραστάσεις, «παραστάσεις», θέατρα, θέατρα, θέατρα, «θέατρα», «θεάτρα»… Αλλά πως υπάρχει στου Ψυρή, όπως διάβασα στο «Αθηνόραμα», και θέατρο -«bar theatre» τέλος πάντων- ονόματι «Ψιψίνα» (που παίζει «Η Λυσιστράτη τρολάρει», αγνώστων λοιπών στοιχείων), ε, δε θα το φανταζόμουνα ποτέ. Ιδού, λοιπόν, που πρέπει ν’ αφήνω τη φαντασία μου ξέφρενη.

No comments:

Post a Comment