June 1, 2015

Ένας Πατέρας Κουράγιο που σέρνει το κάρο



Το έργο. 1905. Ανατέφκα: ένα εβραίικο χωριουδάκι της αχανούς Ρωσίας, κάπου κοντά στο Κίεβο, στην περιοχή όπου είχαν περιοριστεί, απ’ την εποχή (1791) του σχετικού ουκάζιου -αυτοκρατορικού διατάγματος- της Αικατερίνης Β΄, οι Εβραίοι της ρώσικης αυτοκρατορίας. Φτώχεια, δυσκολίες αλλά οι Εβραίοι, νοικοκύρηδες πάντα, δουλεύουν σκληρά προσπαθώντας να κρατηθούν απ’ τις παραδόσεις και τις αξίες τους.
Αυτές τις παραδόσεις και τις αξίες υπερασπίζεται ένθερμα ο Τέβιε, ο γαλατάς του χωριού, που, για να μοιράσει το γάλα, σέρνει ο ίδιος το κάρο του με τις καρδάρες γιατί το άλογό του έχει τραυματιστεί. Ζεστός άνθρωπος, έξω καρδιά, γλεντζές, με χιούμορ, καλόψυχος, αφέντης στο σπίτι του αλλά στην πραγματικότητα υπό τον… ζυγόν της γυναίκας του, της Γκόλντε που εκείνη, ουσιαστικά, κυβερνάει και που τη φοβάται και πάντα προσπαθεί να πάει με τα νερά της, ευσεβής αλλά και με τις αμφιβολίες του, ο Τέβιε έχει πέντε κόρες που η επιθυμία του, όπως και της γυναίκας του, είναι να τις «αποκαταστήσουν» καλά. Οι καιροί όμως είναι δύσκολοι. Τα πράγματα αλλάζουν, άνεμοι επαναστατικοί πνέουν και, αν κάποιοι πρέπει να νοιώθουν πιο ανασφαλείς, αυτοί είναι οι Εβραίοι: οι ζωές τους μοιάζουν να βρίσκονται στην κόψη, σαν, όπως λέει ο Τέβιε, ένας βιολιστής που παίζει το βιολί του ακροβατώντας πάνω σε μία στέγη.
Τη μεγάλη του κόρη, την Τζάιτελ, την τάζει στον Λάζαρ, τον μεγαλύτερό του ηλικιακά αλλά με λεφτά, χήρο χασάπη που τους τον έφερε προξενιό η Γέντε, η προξενήτρα της Ανατέφκα. Άλλα, όμως, είναι τα σχέδια της κοπέλας: ερωτευμένοι με τον παιδικό της φίλο Μότελ, τον φτωχό ραφτάκο του χωριού, στοχεύουν στο γάμο. Ο Τέβιε αποδέχεται το… μοιραίο και πείθει τη γυναίκα του επινοώντας ένα, δήθεν, σημαδιακό εφιάλτη που υποτίθεται πως είδε στον ύπνο του.
Αλλά και η δεύτερη κόρη του, η Χόντελ, ερωτεύεται. Και μάλιστα με τον νεαρό φοιτητή Πέρτσικ που φτάνει στο χωριό από το άγνωστο κομίζοντας τις επαναστατικές, μαρξιστικές του ιδέες και που τον φιλοξενεί η οικογένεια του Τέβιε με αντάλλαγμα να κάνει μαθήματα στα κορίτσια.
Το «χειρότερο» συμβαίνει με την τρίτη, την Χάβα: κι αυτή θα ερωτευτεί. Αλλά, επιπλέον, ο αγαπημένος της δεν είναι καν Εβραίος. Είναι ο Φιέντκα, ένας Ρώσος, χριστιανός ορθόδοξος.
Στο γάμο της Τζάιτελ με τον Μότελ ο ριγμένος Λάζαρ θα δημιουργήσει επεισόδιο αλλά αυτό δεν θα είναι τίποτα μπροστά στην επίθεση των ρώσων χωροφυλάκων που, σύμφωνα με διαταγή ανωτέρων τους…, τα κάνουν γυαλιά-καρφιά και τραυματίζουν τον Πέρτσικ που αντιδρά -προεόρτιο ενός πογκρόμ που ετοιμάζεται στην τσαρική Ρωσία. Ο Πέρτσικ σύντομα θα φύγει στο Κίεβο να υπερασπιστεί τις ιδέες του -η επανάσταση του 1905 έχει ήδη ξεσπάσει.
Πριν φύγει αρραβωνιάζονται με την Χόντελ. Ο Τέβιε θα υποχωρήσει και πάλι -τα ήθη αλλάζουν, στην εποχή του κανείς δεν μιλούσε για αγάπη. Στο Κίεβο ο Πέρτσικ θα συλληφθεί και θα εξοριστεί στην Σιβηρία. Η Χόντελ θα σπεύσει κοντά του αποφασισμένη να υπομείνει τις όποιες κακουχίες.
Όταν και η Χάβα ζητήσει την άδειά του να γίνει σύζυγος του Φιέντκα, αυτό υπερβαίνει τα όρια του Τέβιε. Της το απαγορεύει αλλά εκείνη θα το σκάσει μαζί με τον αγαπημένο της και θα παντρευτούν. Ο πατέρας της θα ζητήσει από όλα τα μέλη της οικογένειάς του να τη θεωρήσουν νεκρή.
Στο μεταξύ η ώρα του πογκρόμ έφτασε: οι Εβραίοι της Ανατέφκα οφείλουν σε τρεις μέρες να εγκαταλείψουν το χωριό. Δύσκολες ώρες. Ο Τέβιε, πικραμένος αλλά υπομονετικός σ’ αυτά που τους έστειλε ο Θεός της Βίβλου, σέρνοντας το κάρο του σαν άλλη Μάνα Κουράγιο -ένας Πατέρας Κουράγιο-, με τη γυναίκα και τις δύο μικρότερες κόρες του μεταναστεύουν στην Αμερική. Η Τζάιτελ και ο Μότελ, που έχουν πια ένα μωρό, φεύγουν για την Πολονία με την υπόσχεση και την ελπίδα πως μόλις μαζέψουν κάποια χρήματα θα σμίξουν με τους υπόλοιπους. Για την Κρακοβία φεύγουν και η Χάβα με τον Φιέντκα -εκείνος είναι Ρώσος και δεν εκτοπίζονται αλλά δεν θέλουν πια να ζήσουν σ’ αυτόν τον αφιλόξενο τόπο. Ο Τέβιε εξακολουθεί να αρνείται να τους μιλήσει. Αλλά η καλή ψυχή του δεν τον αφήνει να μην τους δώσει έμμεσα την ευχή του.
Βασισμένο στις χιουμοριστικές -και όχι μόνο...- ιστορίες του Σολέμ Αλέικεμ, με θέματα αντλημένα από τη ζωή των Εβραίων της Ρωσίας στο τέλος του 19ου με αρχές του 20ου αιώνα, που οι πρώτες εκδόθηκαν για πρώτη φορά το 1894 με τον τίτλο «Τέβιε ο γαλατάς» είναι το μιούζικαλ «Βιολιστής στη στέγη» (1964). Ο Τζόζεφ Στάιν που υπογράφει το κείμενο, αρκούντως ανάλαφρο και επιφανειακό -στην παράδοση του αμερικάνικου μιούζικαλ…-, ο Τζέρι Μποκ που έγραψε μία μουσική ελκυστική και τραγούδια που έγιναν κλασικά και ο Σέλντον Χάρνικ που δημιούργησε τους έξυπνους στίχους έχουν αντλήσει από την εβραϊκή παράδοση και έχουν εκτελέσει μία επιτυχημένη συνταγή δένοντας, με ευκολίες και γραφικότητες αλλά χωρίς φτήνιες, τα επιμέρους στοιχεία σε ένα απολύτως διασκεδαστικό μιούζικαλ όπου το χιούμορ ισορροπεί με τη συγκίνηση.

Η παράσταση. Ο Ρομπ Ρουτζέρο, ο οποίος μετακλήθηκε ειδικά, δεν ξεπέταξε τη σκηνοθεσία που ανέλαβε. Αντίθετα τη δούλεψε, πάνω στην αρτιότατη απόδοση στα ελληνικά του κειμένου από τον Πάνο Αμαραντίδη και των στίχων από τον Γεράσιμο Ευαγγελάτο, με μεγάλη προσοχή. Εύρυθμα, χωρίς να καταφύγει σε ευτελείς και κραυγαλέες λύσεις, με μέτρο και διακριτικότητα πήγε με τα νερά του κειμένου και της μουσικής και, χωρίς να ξεφύγει από τα καλούπια, δίνει μία παράσταση φρέσκια, ζωντανή και καθόλου διεκπεραιωτική. Και με καλής ποιότητας χιούμορ.
Βασικό ρόλο παίζουν οι χορογραφίες. Ο Κέρτις Σρέγκερ έχει κάνει τη «θεατρική προσαρμογή» -την αναβίωση εν ολίγοις- των αρχικών χορογραφιών του Τζερόμ Ρόμπινς ενώ την επιμέλειά τους είχε η Σοφία Σπυράτου. Οι έλληνες ηθοποιοί που κάνουν μιούζικαλ δεν είναι, οι περισσότεροι, δεινοί χορευτές αλλά το αποτέλεσμα, που εδώ προϋποθέτει περισσότερο τον πρωτογονισμό και τη θεατρικότητα παρά τη χορευτική δεινότητα, είναι ικανοποιητικό.
Με την υποστήριξη μιας εύρωστης παραγωγής, ο Γιώργος Πάτσας σε φόρμα, με τα ευέλικτα σκηνικά του και, κυρίως, η Τότα Πρίτσα με τα κοστούμια της, στα οποία έχει δέσει γλυκά και διακριτικά παλ και γαιώδη χρώματα, έχουν δώσει ένα γερό χέρι βοηθείας στο θετικό τελικό παραστασιακό αποτέλεσμα. Εξαίρετη και η δουλειά της Ελευθερίας Ντεκώ που σχεδίασε το φωτισμό.
Ο Αλέξιος Πρίφτης διευθύνει με προσοχή, ακρίβεια και νεύρο μία εικοσαμελή περίπου, ζωντανή ορχήστρα που έχει να εκτελέσει μία μουσική με αξιώσεις ενώ ο Ματ Γκρουντς έχει σχεδιάσει υποδειγματικά τον ήχο.
Οι ερμηνείες. Δεν είναι καθόλου συνηθισμένο πια να βλέπεις 33 άτομα επί σκηνής… Η παράσταση, επιπλέον, έχει συγκεντρώσει μία ικανοποιητική διανομή.
Να μιλήσω πρώτα για τις πέντε νεαρές ηθοποιούς που παίζουν τις πέντε κόρες του Τέβιε. Φρέσκιες ηθοποιοί, συνδυάζουν και οι πέντε -καλή επιλογή- τάλαντο υποκριτικό επαρκές, φωνή και χορό: Μαριάννα Πολυχρονίδη, Μαρίνα Σάττι, Δανάη Βασιλοπούλου, Στεφανία Χούγια, με πρώτη την Τζάιτελ της Ιωάννας Τριανταφυλλίδου. Έκπληξη για μένα η Στέλλα Γκίκα: πολύ καλή καρατερίστα, δίνει έγκυρα την Γέντε. Ο Τάσος Κωστής, πληθωρικός αλλά με μέτρο κωμικός -και όχι μόνο κωμικός-, είναι, όπως συνήθως, πολύ σωστός στον μικρό του ρόλο. 
Η Μαρία Γράμψα επιβεβαιώνει, μετά την «Μελωδία της ευτυχίας», πως έχει πολλές ικανότητες, μολονότι εδώ δεν έχει τη δυνατότητα να δείξει το φωνητικό της εύρος: η Γιαγιά Τζάιτελ, πάντως, που έχει επωμιστεί, απολαυστική καθώς «τσουλάει» με τα μικρά βηματάκια της. Εξαίρετη Φρούμα Σάρα και η ικανότατη και με φωνή εντυπωσιακή Ελένη Καρακάση. Από τους πολλούς υπόλοιπους πρόλαβα να ξεχωρίσω τους Κώστα Βελέντζα, Γιάννη Αναστασάκη -βιβλική φυσιογνωμία, κάποιες στιγμές, όμως, χάνει την ενέργειά του-, Δημήτρη Γαλάνη -πολύ επιτυχημένος ο μίζερος τύπος που σχεδίασε-, Σωτήρη Τσόγκα, Ιβάν Σβιτάιλο -εντυπωσιακή παρουσία, θαυμάσιος χορευτής.
Ο Μιχάλης Μαρίνος δημιουργεί -για πρώτη φορά κατά τη γνώμη μου- ρόλο με τον Μότελ. Αλλά στο τραγούδι του είναι πολύ αδύναμος. Ο Μέμος Μπεγνής, παρουσία ευγενική, διακριτική, ευέλικτος, λαμπερός, είναι πολύ καλός Πέρτσικ. Πειστική, εξαίρετη Γκόλντε η Ρένια Λουιζίδου αλλά φωνητικά υστερεί.

Ο Γρηγόρης Βαλτινός έχει μία noble, φυσικά ευγενική, ανάλαφρη παρουσία που δεν ταιριάζει στο ρόλο του γαλατά Τέβιε. Είναι, όμως, καλός ηθοποιός. Παρά τις κάποιες υπερβολές και τους θεατρινισμούς που τον ελκύουν. Έχει μέγεθος. Και πρωταγωνιστική ακτινοβολία. Που μπορούν να στηρίξουν μία παράσταση -διότι, κακά τα ψέματα, ο Τέβιε είναι ο απόλυτος άξονας του «Βιολιστή». Και μπορεί να πλάσει το ρόλο -σώμα, κίνηση, εκφράσεις…- με την τεχνική που διαθέτει. Επιπλέον έχει χιούμορ ευεργετικό και ξέρει να πλασάρει την ατάκα με εξαιρετική αποτελεσματικότητα -άψογα. Η πολύ καλή φωνή του έχει βέβαια μία κάμψη αλλά τα καταφέρνει αξιοπρεπώς και στο τραγούδι. Πιο ώριμος πια και με πιο «ειδικό» σκηνοθέτη από τις δύο προηγούμενες φορές που, αρκετά νέος ακόμα, παρουσίασε το έργο και έπαιξε το ρόλο, σαφώς και η ερμηνεία του είναι πληρέστερη.
Το συμπέρασμα. Μία γνήσια διασκεδαστική, χορταστική παράσταση και ένα από τα καλύτερα ανεβάσματα μιούζικαλ στην Ελλάδα σε μία παραγωγή που δεν κάνει τσιγκουνιές. 

Θέατρο «Badminton», 27 Μαΐου 2015 (Από 5 Ιουνίου στο Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης).

No comments:

Post a Comment