June 27, 2015

To kiss or not to kiss Kate?




Το έργο. Ο Φρεντ Γκρέιαμ, υπερφίαλος αστέρας του Μπρόντγουέι, και η τέως σύζυγός του Λίλι Βανέσι, επίσης ξιπασμένη σταρ του κινηματογράφου, ξανασμίγουν, από ανάγκη, στη σκηνή όπου ο Φρεντ ανεβάζει, ως παραγωγός και σκηνοθέτης αλλά κρατώντας και το ρόλο του Πετρούκιο -ενώ η Λίλι θα παίξει την Κατερίνα-, μία μιούζικαλ εκδοχή της σεξπιρικής κωμωδίας «Το ημέρωμα της στρίγκλας» (1593): στην αναγεννησιακή Πάντουα ο αγροίκος Πετρούκιο αποφασίζει, παρά τις αντιρρήσεις της, να παντρευτεί για την περιουσία της και να «δαμάσει» την Κατερίνα, τη στρίγκλα κόρη του Μπατίστα Μινόλα, παρακινημένος από το φίλο του Λουτσέντιο που είναι ερωτευμένος με τη μικρότερη -και ήμερη, γλυκιά- αδελφή της, την Μπιάνκα αλλά δεν μπορεί να την παντρευτεί γιατί ο Μπατίστα θέτει ως όρο ότι πρέπει πρώτα να παντρευτεί η Κατερίνα/Κέιτ. Ο γάμος θα γίνει, όπως και του Λουτσέντιο με την Μπιάνκα, η Κατερίνα/Κέιτ θα περάσει του λιναριού τα πάθη μέχρι να «δαμαστεί» αλλά… τέλος καλό, όλα καλά.
Στα καμαρίνια, όμως, του θεάτρου, βραδιά της πρεμιέρας, τα πράγματα δεν πάνε και τόσο καλά… Οι δύο πρωταγωνιστές, αν και χωρισμένοι εδώ και ένα χρόνο, αν και η Λίλι αρραβωνιασμένη με τον Ναύαρχο Χάουαρντ Χάουελ, αρχηγό του στόλου των ΗΠΑ και σύμβουλο του Προέδρου αλλά και χρηματοδότη της παράστασης, αν και ο Φρεντ σε ερωτική σχέση -κρυφή- με την πολύ «χαλαρών» ερωτικών αντιλήψεων, προερχόμενη από το καμπαρέ, νεαρή θεατρίνα Λόις Λέιν στην οποία έχει δώσει το ρόλο της Μπιάνκα, παραμένουν ερωτευμένοι. Και οι ζήλειες δίνουν και παίρνουν. Ειδικά, όταν η Λίλι διαβάζει την κάρτα η οποία συνοδεύει το μπουκέτο που της «έστειλε» ο Φρεντ για την πρεμιέρα -και που πολύ τη συγκίνησε και ζωντάνεψε τα αισθήματά της γι αυτόν- και ανακαλύπτει πως παραλήπτη είχε την Λόις και όχι την ίδια στην οποία από λάθος το παρέδωσαν, φουντώνει: στο… πλαίσιο του ρόλου της, ως Κατερίνα/Κέιτ, χαστουκίζει επί σκηνής τον Φρεντ-Πετρούκιο και εκείνος, πάντα στο… πλαίσιο του ρόλου του, της ανταποδίδει τα ίσα μαυρίζοντάς της τον πισινό από τις ξυλιές. Η Λίλι δηλώνει ότι παρατάει την πρεμιέρα και αποχωρεί.
Στο μεταξύ, στα καμαρίνια επίσης, μία παράλληλη ιστορία αναπτύσσεται. Η Λόις, ερωμένη του Φρεντ, η οποία έχει περάσει και από το κρεβάτι του Ναύαρχου, διατηρεί συν τοις άλλοις μόνιμο δεσμό: με τον -ωσαύτως προελεύσεως καμπαρέ- χορευτή Μπιλ Καλχούν, τον Λουτσέντιο της παράστασης. Περιβόητο χαρτοπαίχτη ο οποίος δεν εμφανίστηκε στη γενική δοκιμή ακριβώς γιατί χαρτόπαιζε. Και επειδή έχασε, υπέγραψε επιταγή για 10.000 δολάρια στο όνομα του Φρεντ… Το αφεντικό στο οποίο τα οφείλει στέλνει δύο γκάνγκστερ στο θέατρο για να εισπράξουν από τον Φρεντ τα χρεωστούμενα. Εκείνος, βέβαια, δεν έχει ιδέα αλλά επειδή δεν μπορεί να τους ξεφορτωθεί τους λέει πως τόσα χρήματα δεν έχει και πως μόνο από το ταμείο του θεάτρου μπορούν να εισπράξουν τα δέκα χιλιάρικα, εφόσον η παράσταση πάει καλά. Αλλά η πρεμιέρα θα ναυαγήσει, αν η Λίλι αποχωρήσει. Οπότε, έτσι λύνει και τα δύο προβλήματά του. Οι γκάνγκστερ «πείθουν» με τα κουμπούρια τους την Λίλι να παραμείνει και βγαίνουν μάλιστα μαζί της στη σκηνή ως «ρόλοι» για να την παρακολουθούν μήπως και το σκάσει.
Όταν όμως ενημερωθούν από το τηλέφωνο πως το αφεντικό τους το έφαγε ένας από τους ανθρώπους του, άρα και το χρέος του Φρεντ -δηλαδή του Μπιλ- «παραγράφεται», αφήνουν την Λίλι ελεύθερη. Και η πρωταγωνίστρια, ενώ η παράσταση εξελίσσεται οδεύοντας προς το τέλος της, αποχωρεί ακολουθώντας τον Ναύαρχό της -ο γάμος επίκειται. Επομένως δεν μπορούν χωρίς εκείνη να κάνουν φινάλε. Αλλά την κρίσιμη στιγμή η Λίλι εμφανίζεται στη σκηνή. Επέστρεψε! Ο έρωτάς της για τον Φρεντ έχει υπερισχύσει. Ο Πετρούκιο μπορεί πια να φιλήσει την Κέιτ.
Ο Σαμ και η Μπέλα Σπιγουάκ, χωρίς να ξεφύγουν από τις επιταγές του αμερικάνικου μιούζικαλ για ένα κείμενο ανάλαφρο, με ευκολίες και εύπεπτα αστεία, δημιούργησαν, με μεγάλη επιδεξιότητα, ένα λιμπρέτο όπου οι εκτός σκηνής δύο ερωτικές ιστορίες τους -του Φρεντ και της Λίλι, του Μπιλ και της Λόις- κυλούν παράλληλα αλλά και συμπλέκονται και ταυτίζονται με το επί σκηνής «Ημέρωμα της στρίγκλας» που ο θίασος ανεβάζει και τις δικές του πλοκές -ένα έργο θεάτρου εν θεάτρω.
Ακουμπώντας σ’ αυτό -και με δικούς του στίχους- ο Κολ Πόρτερ δημιούργησε (1948) το μιούζικαλ-σταθμό «Kiss me Kate» («Φίλησέ με Κέιτ»), μία ευτυχή συνάντηση της συμφωνικής μουσικής με την τζαζ και τους άλλους ρυθμούς της εποχής, από την οποία ξεχειλίζουν οι μελωδίες, προχωρώντας το δέσιμο πρόζας-τραγουδιών ένα βήμα μπροστά από το «Σόου Μπόουτ» των Κερν-Χάμερστάιν και το «Οκλαχόμα!» των Ρότζερς-Χάμερστάιν, ένα βήμα πριν το «Γουέστ Σάιντ Στόρι» των Μπέρνστάιν-Λόρεντς-Σόντχάιμ.
Η παράσταση. Η εντύπωση που αποκόμισα, ενισχυμένη από την αναφορά -σε σημείωμα στο πρόγραμμα της παράστασης- σε «ημι-σκηνοθετημένη μορφή» (έκφραση την οποία ουδέποτε κατάλαβα από την εποχή -1991- που την εισήγαγε το Μέγαρο Μουσικής για ένα ανέβασμα του «Μαγικού αυλού»…), ήταν ότι η Καμεράτα-Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής αποφάσισε να παρουσιάσει το «Kiss me Kate» σε μορφή κοντσερτάντε αλλά στην πορεία ανέπτυξε το σχέδιο σε κανονική παράσταση. Διαφορετικά δεν μπορώ να εξηγήσω αυτή την παράλογη απόφαση οι διάλογοι να είναι στα ελληνικά και τα τραγούδια να τραγουδιούνται -πλην ενός μάλιστα!- με τους πρωτότυπους στίχους -στα αγγλικά δηλαδή. Μου θύμισε τις παραστάσεις της Λυρικής προ του ’80 (;), όταν η χορωδία και οι έλληνες λυρικοί καλλιτέχνες τραγουδούσαν στα ελληνικά και οι μετακλημένοι στο πρωτότυπο! Ή μήπως δεν πρόλαβαν να μεταφράσουν στους στίχους; Η μετάφραση, πάντως, του κειμένου, την οποία συνυπέγραφαν οι συν-σκηνοθέτες Πάρις Μέξης και Γιώργος Πέτρου -ο και αρχιμουσικός της παράστασης- ήταν εξαίρετη με έξυπνα αλλά καθόλου φτηνιάρικα κλεισίματα του ματιού και αναφορές στα καθ’ ημάς.



Η παράσταση αυτή καθαυτή είχε προτερήματα και ελαττώματα. Το ανέβασμα ενός μιούζικαλ, όσο κι αν φαίνεται εύκολη δουλειά, αντίθετα είναι ιδιαίτερα πολύπλοκη -ειδικά αν πρόκειται για μιούζικαλ κλασικό, με μεγάλες απαιτήσεις, όπως το «Kiss me Kate». Εκτός από τις προδιαγραφές μεγάλης παραγωγής που ζητάει και που κάτω από τις παρούσες συνθήκες δεν μπορούσαν να τηρηθούν, χρειάζεται μεγάλη πείρα και πολλή δουλειά. Εδώ η πείρα έλειπε. Αλλά δεν είδα να έχει προϋπάρξει και εξαντλητική δουλειά. Όπου -χορογραφίες, κίνηση πλήθους- ήταν απαραίτητη η παρουσία του χορογράφου -του έμπειρου Αμερικανού Τζον Τοντ- η παράσταση, η οποία γενικώς κυλούσε εύρυθμα, ζωντάνευε, μολονότι οι χορευτές δεν ήταν και ό,τι το πιο εντυπωσιακό, στα κομμάτια της πρόζας την έβλεπα να θολώνει μέσα από στησίματα μετωπικά και αμήχανα. Η πρόσμειξη, άλλωστε, επί σκηνής λυρικών καλλιτεχνών και ηθοποιών της πρόζας -ή, έστω, του μουσικού θεάτρου- δυσκόλευε τα πράγματα: δημιουργούσε μία έντονα αισθητή ανομοιογένεια.
Τα -φωτισμένα, όχι πάντα επιτυχημένα, από τον Γιώργο Τέλλο- στοιχειώδη σκηνικά -αταίριαστος, εξάλλου, ο χώρος του Ηρωδείου για το είδος- και τα κοστούμια της Αλεξίας Θεοδωράκη δεν πολυβοηθούσαν την κατάσταση. Η επιλογή το «Ημέρωμα» να τοποθετηθεί στη δεκαετία του ’50 μάλλον σύγχυση προκαλούσε. Και όμως, υπήρχαν σκηνές -λίγες- ολοκληρωμένες, που απογειώνονταν. Πιστεύω πως, αν μπορούσε να διατεθεί ο διπλάσιος χρόνος προετοιμασίας, το παραστασιακό αποτέλεσμα θα ήταν πολύ καλύτερο.
Το σύνολο σωζόταν από τη μουσική δουλειά που είχε γίνει. Ο Γιώργος Πέτρου, καθώς επέλεξε και την πολύ καλή αρχική ενορχήστρωση του 1948 από τον Ρόμπερτ Ράσελ Μπένετ, οδήγησε την καθόλου εθισμένη στο είδος αυτό Καμεράτα να ηχήσει με αυθεντικότητα, περίτεχνα τζαζίστικα τσακίσματα και ήχο γεμάτο, παρά τον ανοιχτό χώρο. Ενώ ο Δημήτρης Γιάκας, που έκανε τη μουσική προετοιμασία, τη διδασκαλία της χορωδίας και συνόδευε στο πιάνο, ισορρόπησε τις επί σκηνής φωνητικές ανισότητες.
Οι ερμηνείες. Στην Ελλάδα -το επαναλαμβάνω-, δυστυχώς, δεν υπάρχουν ή σπανίζουν οι κατάλληλοι για το μιούζικαλ -άρα αυξημένων απαιτήσεων- ολοκληρωμένοι, χαρισματικοί ηθοποιοί. Για το είδος απαιτούνται υποκριτική ανάλαφρη, σπιρτόζα, λάμψη, γερή φωνή λυρικών προδιαγραφών αλλά όχι οπερατικών αγκυλώσεων και ικανότητες χορευτή. Σ’ αυτούς που ασχολούνται εδώ με το μιούζικαλ, συνήθως, συναντούμε μεμονωμένα τα χαρίσματα αυτά. Οπότε οι παραγωγές αρκούνται στο μη χείρον ή στο διαθέσιμο καλύτερο.
Ο Χάρης Ανδριανός έχει μία καλή φωνή βαρύτονου, χαρίσματα υποκριτικά δυσεύρετα σε λυρικούς καλλιτέχνες και χιούμορ -αλλά και μία υπερβάλλουσα σκηνική αυτοπεποίθηση που μπορεί να εκληφθεί και ως έπαρση. Αν και όχι απόλυτα κατάλληλος για Φρεντ/Πετρούκιος, θα έλεγα πως τα έβγαλε καλά πέρα, αν δεν σκόνταφτε στο ελάττωμα της εκφοράς του λόγου του στις -πολλές- πρόζες με φωνή ποσταρισμένη που, άρα, ακουγόταν αφύσικη. Νομίζω ότι έκανε μάλλον οπερέτα παρά μιούζικαλ.
Αυτό το πρόβλημα δεν το είχε η Ειρήνη Καράγιαννη. Με μεστή φωνή μέτζο και με ικανότητες ηθοποιού πάνω από τον μέσο όρο του λυρικού καλλιτέχνη, αν και ηλικιακά πιο ώριμη απ’ όσο χρειαζόταν για το ρόλο, αν και με αποτυχημένο, βαρύ μακιγιάζ, ήταν πιο πειστική και αποτελεσματική χωρίς πάντως να ξεχωρίζει, κατά τη γνώμη μου.
Η Νάντια Κοντογεώργη είναι τάλαντο: δαιμόνια κωμικός με καλή φωνή -έστω και αν εδώ δεν ήταν αρκετή για τις φωνητικές απαιτήσεις του ρόλου της Λόις/Μπιάνκα- και ανεκτή κίνηση. Αλλά κατέφευγε σε κλισέ. Πρέπει να προσέξει: η μανιέρα ενεδρεύει. Κάθε κωμικός, βέβαια, σε μανιέρα αναγνωρίσιμη πατάει αλλά δεν πρέπει να επαναπαύεται σε μανιέρα εύκολη, τηλεοπτικού βεληνεκούς, αναλώσιμη. Στο τελευταίο, πάντως, τραγούδι της Λόις «Always True to You in My Fashion» τα έδωσε όλα και κέρδισε τις εντυπώσεις.
Ο Ιάσονας Μανδηλάς, εντυπωσιακός χορευτής έβγαλε πέρα ευπρεπώς αλλά κάπως άχρωμα το ρόλο του Μπιλ/Λουτσέντιο. 
Ο Κώστας Βουτσάς, υπέροχος κωμικός, φέρει μία ιστορία στο χώρο αλλά οι δυνάμεις του πια είναι ιδιαίτερα μειωμένες. Θα εκτιμούσα πολύ αν είχε το σθένος -και την εξυπνάδα- να αποσυρθεί.
Ο Χάρης Ρώμας -επίσης με πολύ κακό, βαρύ μακιγιάζ- στο ρόλο του Ναυάρχου που του πήγαινε κουτί διέπρεψε -ήταν, κατά τη γνώμη μου, ίσως, ο πιο σωστός στη σκηνή: με τη μανιέρα του αλλά με χιούμορ, μέτρο και ενέργεια πολύ καλά σταθμισμένη.





Ο Αλέξανδρος Μυλωνάς, που μάλλον επανέλαβε τον εαυτό του, και ο Δημήτρης Ναλμπάντης, που ήταν κάπως άνευρος αλλά πιο αποτελεσματικός, νομίζω, από άλλες εμφανίσεις του, προσπάθησαν αλλά δεν έδεσαν και τόσο στο ντουέτο των γκάνγκστερ.
Με κάποια προσόντα αλλά και με αδυναμίες, οι υπόλοιποι.
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση πολύ άνιση αλλά όχι βαρετή.

Ωδείο Ηρώδου του Αττικού, Καμεράτα, Ορχήστρα των Φίλων της Μουσικής, Φεστιβάλ Αθηνών, 24 Ιουνίου 2015.

No comments:

Post a Comment