November 12, 2015

«Μέρα (συγκλονιστικής) οργής»


Το Τέταρτο Κουδούνι / 12 Νοεμβρίου 2015 

Πήγαινα σφιγμένος. «Είχε σταματήσει να κάνει θέατρο», «έχει κάνει πλήρη στροφή», «είναι πολύ πολιτικοποιημένος», «είναι ακτιβιστής», «το θέατρό του είναι κάτι άλλο πια»… Είχα δει το 2001 τον «Δημόσιο κίνδυνό» του -«Δημόσιος εχθρός» το σωστότερο-, απ’ τον «Μιχαήλ Κόλχάας» του Κλάιστ-, είχα δει -δυο φορές- τον «Γλάρο» του το 2007, με είχαν σημαδέψει οι παραστάσεις αυτές, τις είχα καταγραμμένες στα «πολύ αγαπημένα μου», είχα τον Άρπαντ Σίλινγκ που τις σκηνοθέτησε πολύ ψηλά στη λίστα μου των εκλεκτών και φοβόμουν: τι να σήμαιναν ολ’ αυτά που ’χα ακούσει. Εάν δεν...; 
Η «Μέρα της οργής» που είδα απ’ το θίασο «Κρέτακορ» στην «Στέγη» -ευτυχία και τιμή μας να τη δούμε στην «Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών» του Ιδρύματος Ωνάση (Κάτια Αρφαρά, ευχαριστούμε)- σε παγκόσμια πρώτη -ναι, αυτή, δίκαια χαρακτηρίζεται «παγκόσμια πρώτη», είμαι σίγουρος ότι η παράσταση θα σπάσει τα σύνορά μας και τα σύνορα της πατρίδας της, της Ουγγαρίας- δε διέψευσε απλώς τους φόβους μου. Περίτρανα εγκαταστάθηκε μέσα μου πλάι στις άλλες δυο: μια εμπειρία αξέχαστη.
Και βέβαια είναι «άλλο θέατρο». Το κείμενο που υπογράφουν η Έβα Ζαμπερζίνσκι, ο σκηνοθέτης κι οι ηθοποιοί αφετηρία έχει ένα πραγματικό γεγονός: μια νοσοκόμα σε μονάδα εντατικής θεραπείας πρόωρων νεογνών ενός ουγγρικού δημόσιου νοσοκομείου, χωρισμένη, που μεγαλώνει μια δεκαεπτάχρονη κόρη και φροντίζει μια μάνα η οποία τυφλώνεται και χρειάζεται να κάνει μια εξαιρετικά δαπανηρή εγχείρηση για να ξαναβρεί το φως της, απλήρωτη για καιρό, ηγείται μιας διαδήλωσης των εργαζομένων στον τομέα της υγείας. Το αποτέλεσμα είναι ότι πρώτα παρασημοφορείται και μετά… απολύεται αφού η μονάδα διαλύεται. Θα ’χει πια ν’ αντιμετωπίσει μια ζωή εντελώς δύσβατη και μια κοινωνία που όχι απλώς δεν είναι αλληλέγγυα αλλά είναι εχθρική. Ώσπου η γυναίκα να δώσει το αναμενόμενο τέλος. Ένα κείμενο φοβερά απλό, γραμμικό -γεγονότα καθημερινά, τίποτα το ηρωικό, καθόλου «κορόνες», στους «Εφήμερους» της Αριάν Μνουσκίν με παρέπεμπε. 
Αλλά ο Άρπαντ Σίλινγκ με τα μέσα του, με τα τραγούδια που παρεμβάλλει μπρεχτικώ τω τρόπω, με τις ρωγμές που δημιουργεί προς τους θεατές –«εμείς, εδώ, θέατρο κάνουμε- το διαμορφώνει απλά, χωρίς στιλιζαρίσματα, άμεσα, σε ευθύβολα πολιτικό θέατρο, ένα θέατρο ουσιαστικά αριστερό που κλείνει το μάτι στο αμέσως μετά την Επανάσταση σοβιετικό θέατρο της προλέτκούλτ, στο μεσοπολεμικό ευρωπαϊκό -γερμανικό κυρίως- αλλά και το αμερικάνικο θέατρο της ίδιας περιόδου. Ένα θέατρο σφριγηλό, δυνατό, «διδακτικό» αλλά και τρυφερό -η ερωτική σκηνή πόσο (πικρά, όπως αποδεικνύεται, τελικά…) τρυφερή!-, στα όρια του νατουραλισμού αλλά και ποιητικό, σκληρό αλλά και συγκινητικό, στα όρια του τραγικού. Ένα θέατρο σοφά φτιαγμένο. Μ’ ένα φινάλε που σε παγώνει. Η πλαστική ταινία «police» που φράζει τη σκηνή σού φράζει την ψυχή: πρέπει ν’ αντιδράσουμε!
Όργανα που παίζουν έξοχα την παρτιτούρα οι πέντε έξοχοι ηθοποιοί με άξονα την Λίλι Σάροζντι (Έρζιμπετ/Έρζι) υλοποιούν με τον καλύτερο τρόπο αυτό που ο Σίλινγκ τους ζητάει χωρίς να χάνουν την προσωπικότητά τους.
Ναι, ένα «άλλο» θέατρο. Μόνο που το θέατρο αυτό του 41άρη Σίλινγκ εγώ διαπίστωσα πως παραμένει απόλυτα πιστό, απλώς με διαφορετικό τρόπο, στα πιστεύω του 25άρη Σίλινγκ: η Έρζι της «Μέρας οργής» δεν είναι παρά η συνέχεια, πιστεύω, του Κόλχάας του «Δημόσιου εχθρού» του 1999, δεν είναι παρά η συνέχεια του Τρέπλιεφ του «Γλάρου» του 2003, που αντί να καρφώσει μια σφαίρα στο κεφάλι του συνθλίβει με το πόδι το βιολί του. Πιστό αλλά πιο απελπισμένο. Και πιο οργισμένο.
Σας προτρέπω να δείτε σήμερα τη δεύτερη και τελευταία παράσταση της «Μέρας οργής». Θα είμαι ευτυχής αν συμφωνήσετε μαζί μου.



Διήμερος ο εορτασμός στο Εθνικό για τα εγκαίνια της Πειραματικής Σκηνής του που επαναλειτουργεί στην Σκηνή «Κατίνα Παξινού» -στο μείον 1, όπως το λένε πια, του «Ρεξ»- με καλλιτεχνικούς υπεύθυνους δυο ικανούς και ξύπνιους νέους ανθρώπους, τον Ανέστη Αζά και τον Πρόδρομο Τσινικόρη -καλορίζικη και καλορίζικοι!-, τριήμερος στην ηλεκτρονική σελίδα των «Νέων». Όπου το σχετικό ρεπορτάζ συνοδευόταν με φωτογραφία (βλέπε ανωτέρω τη συγκεκριμένη) της… «Κομεντί Φρανσέζ», παρακαλώ! Προφανώς σημειολογώντας τις ελπίδες της εφημερίδας -και του κριτικού (της) θεάτρου άραγε;- να δει το Εθνικό να εξελίσσεται σε «Κομεντί Φρανσέζ». Φωτογραφία που χρειάστηκαν τρεις μέρες για να την κατεβάσουν (Όχι, επιστολή του Σωτήρη Χατζάκη για το θέμα δεν είχαμε. Προς το παρόν).





Πολύ εκτιμώ τη σοβαρότητα και τη συνέπεια της θεατρικής δουλειάς -ρεπερτόριο και συντελεστές- που κάνει ο Δάνης Κατρανίδης απ’ το 2012 αφότου ανέλαβε το θέατρο «Μέλι», το οποίο μετονόμασε σε «Πόλη», στην τόσο ευαίσθητη περιοχή της πλατείας Βικτωρίας -πέραν καλλιτεχνικών αποτελεσμάτων που μπορεί και να μη μου άρεσαν. «Ποιος φοβάται την Βιρτζίνια Γουλφ» του Άλμπι, «Σκηνές από ένα γάμο» του Μπέργκμαν και δυο φρέσκα έργα σύγχρονων ελλήνων συγγραφέων: «Αέρας» του Βαγγέλη Χατζηγιαννίδη και τώρα -από αύριο- «Το κενό αυτοπροσώπως» του Άκη Δήμου. Συνεργασία με ηθοποιούς όπως, αντίστοιχα, η Μίρκα Παπακωνσταντίνου, η Παναγιώτα Βλαντή, η Ράνια Οικονομίδου κι η Ρένη Πιττακή, η Παναγιώτα Βλαντή και πάλι τώρα. Και σκηνοθέτες που κάτι καινούργιο επιδιώκουν να κομίσουν: Γιώργος Νανούρης, ΄Ενκε Φεζολλάρι, Σύλβια Λιούλιου, αντίστοιχα, και, τώρα, Κωνσταντίνος Ρήγος. Χωρίς ο Δάνης Κατρανίδης να επιδιώξει, παρά τη μακρά θεατρική πείρα που διαθέτει πια, να αυτοσκηνοθετείται, όπως πολλοί συνάδελφοί του θιασάρχες κάνουν. 



Βγάζει τα σωθικά του στη σκηνή -αυταπόδεικτο- ο Άρης Μπινιάρης. Και στο «’21» του, ένα «ροκ ορατόριο», όπως το χαρακτηρίζει, πάνω στην ελληνική επανάσταση του 1821. Που πρωτοπαρουσίασε στο Φεστιβάλ Αθηνών και επαναλαμβάνει τώρα, μαζί με τους δυο μουσικούς του, στο «Gazarte» -εκεί το ’δα.
Στο «Θείο τραγί» του, βέβαια, που πρωτόκανε τo 2011 στο «Bios», στην ίδια γραμμή -σα ροκ συναυλία-, η έκπληξη ήταν μεγάλη: συναρπαστική παράσταση. Εκεί, όμως, είχε μια γερή βάση να πατήσει -την ομώνυμη νουβέλα του Γιάννη Σκαρίμπα. Εδώ λείπει η δραματουργία. Ρινίσματα από πρακτικά Εθνοσυνελεύσεων, από απομνημονεύματα αγωνιστών, άρθρα εφημερίδων και επιστολογραφία δεν συντίθενται εύκολα σε σώμα δραματουργίας. Όλα μοιάζουν να πατούν στον αέρα. Αυτή είναι η αντίρρησή μου. Η δεύτερη είναι πως φοβάμαι μήπως αυτή η γραμμή παγιδεύσει τον ταλαντούχο νέο σε μια μανιέρα. Πρέπει να το ψάξει και αλλιώς κι από αλλού.



Θέλω ν’ αφιερώσω το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι» στην αρχιμουσικό Λούλη Ψυχούλη. Δημιουργό και εμψυχώτρια, μαζί με την Άννα Κουκουράκη, πλην πολλών άλλων, του «Athenaeum», των Διεθνών Διαγωνισμών Όπερας, Ορατόριου/Λιντ και Πιάνου «Grand Prix Μαρία Κάλλας», των συναυλιών στη μνήμη της Μαρίας Κάλλας κάθε χρόνο ανήμερα την επέτειο θανάτου της. Που έφυγε απ’ τη ζωή στις 29 Οκτωβρίου. Τόλμησε πολλά στη ζωή της και δεν το ’βαλε ποτέ κάτω. Και στα πιο δύσκολα. Ας είναι αναπαυμένη.



Δυο σημεία κρατώ απ’ τη συνέντευξη/συζήτηση που έστησε για «Τα Νέα» η Μαίρη Αδαμοπούλου με τον Άγγελο Δεληβορριά, τέως διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη, και τον γάλο σκηνοθέτη Αρνό Μπερνάρ ο οποίος ανεβάζει μεθαύριο για την Λυρική στο «Μέγαρο Μουσικής» την όπερα του Μπελίνι «Καπουλέτοι και Μοντέκοι» σε σκηνικό μουσείου.
«Είναι μουσειακό είδος η όπερα;» ρωτάει η δημοσιογράφος.
«Δεν θα έπρεπε να είναι», απαντάει ο σκηνοθέτης. «Στο 80% των περιπτώσεων, πάντως, είναι μουσειακό είδος διότι καταλήγει να είναι κονσέρτο με κοστούμια κι αυτό είναι λάθος της διαχείρισης της όπερας σε παγκόσμιο επίπεδο. Προσλαμβάνονται σκηνοθέτες που προέρχονται από το θέατρο και τον κινηματογράφο ενώ ο σκηνοθέτης της όπερας είναι πολύ εξειδικευμένη δουλειά που σχετίζεται άμεσα με τη μουσική. Η ενέργεια, οι κινήσεις, η ατμόσφαιρα προέρχονται από τη μουσική αλλά ελάχιστοι σκηνοθέτες στον κόσμο μπορούν να προκαλέσουν τη θεατρική ένταση που βγαίνει από τη μουσική. Εννοείται ότι υπάρχουν εξαιρετικές εξαιρέσεις. Ο νεωτερισμός στην όπερα, κατά τη γνώμη μου, δεν προέρχεται επειδή θα παίξεις την όπερα ‘Καπουλέτοι και Μοντέκοι’ με δερμάτινα μπουφάν και μηχανές Χάρλεϊ Ντάβιντσον και Μερσέντες στη σκηνή. Είναι ο τρόπος που θα παιχτεί, η ενέργεια που θα βγει». 
Πέστα, χρυσόστομε! -συμφωνώ μέχρι κεραίας και προσυπογράφω.
Στο τέλος, όμως, μου τα χαλάει εντελώς ο Αρνό Μπερνάρ: «Ξέρω πολύ μορφωμένους και πλούσιους ανθρώπους στο Παρίσι που δεν έχουν πάει ποτέ στην όπερα. Πάνε στο Λούβρο, στο θέατρο, αλλά όχι στην όπερα. Και είναι κρίμα διότι οι τιμές για να πάει κάποιος στην όπερα είναι χαμηλές. Είναι πιο χαμηλές από το να πάρεις ένα εισιτήριο για αγώνα ποδοσφαίρου. Αν πας στον κινηματογράφο και φας μια πίτσα κοστίζει περισσότερο».
Θα πρόκειται περί παρανόησης ή θέλει να προκαλέσει ή πλάκα μας κάνει ο κ. Μπερνάρ. Ή ποτέ, ως εκ της ιδιότητάς του, δεν έχει πληρώσει εισιτήριο σε παράσταση όπερας. Μπείτε στην ιστοσελίδα της Όπερας του Παρισιού, της κορυφαίας Όπερας της πατρίδας του, από περιέργεια και δείτε παρακαλώ τις τιμές των εισιτηρίων. Εκτός κι αν η πίτσα έχει τόσο πολύ ακριβύνει στην Γαλία…

Μωρέ, εγώ, στην Θεσσαλονίκη, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου έπρεπε να ’μαι τώρα και «Το Τέταρτο Κουδούνι» να αργεί αλλά έλα που η άτιμη η κενωνία φέτος… Πάντως, η μισή καρδιά μου εκεί βρίσκεται.
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

No comments:

Post a Comment