December 10, 2015

Όταν οι μεταξένιες φαβορίτες συναντούν την Ιστορία σε Μέγαρα Μουσικής…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 10 Δεκεμβρίου 2015

Τι κι αν το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών υποδέχτηκε στη σκηνή του τον Γιάννη Πλούταρχο -για να τραγουδήσει; Δεύτερο έρχεται. Εδώ κι αρκετά χρόνια εκείνο που προπορεύεται στην ανάλογη γραμμή ρίχνοντας -κουβάδες...- νερό στο κρασί του είναι το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης. Όπου, όπως διαβάζω σε σχετικό δελτίο Τύπου, κάτω απ’ τον τίτλο -προς στιγμήν νόμιζα ότι πρόκειται περί ελεύσεως της Φιλαρμονικής του Βερολίνου- «Μια Ιστορική (σ.σ. ναι, με κεφαλαίο το γιώτα) συναυλία», στις 14 Δεκεμβρίου «η γλυκιά φωνή του πάθους, ο αγαπημένος τραγουδιστής με τις μεταξένιες φαβορίτες και την βελούδινη φωνή, ο μεγάλος Σταμάτης Κόκοτας έρχεται», με τη συμμετοχή του γιου του Δημήτρη Κόκκοτα, «για μία συναυλία που θα μείνει στην ιστορία».
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… 



Απ’ τη συνέντευξη του σκηνοθέτη Γιάννη Χουβαρδά, πρώην καλλιτεχνικού διευθυντή -απολύτως επιτυχημένου- του Εθνικού, στον Δημήτρη Δουλγερίδη, η οποία δημοσιεύτηκε στα «Νέα», στις 8 Δεκεμβρίου:
«Θεωρείτε ότι η επιλογή ενός διευθυντή πρέπει να έχει ως κριτήριο τη σύμπτωση απόψεων με το Διοικητικό Συμβούλιο - και το αντίστροφο;
‘Ένα βασικό, αν όχι το βασικότερο, κριτήριο πρέπει να είναι η εκ μέρους της πολιτικής ηγεσίας εξασφάλιση της σύμπνοιας και της σύμπλευσης ανάμεσα στα δυο κυρίαρχα όργανα διοίκησης αλλά και ανάμεσα στα μέλη του ίδιου του Δ.Σ. Αν συμβαίνει αυτό, τότε ο οργανισμός λειτουργεί αρμονικά. Αν όχι, τότε είναι μαθηματικά βέβαιο ότι θα υπάρξουν εντάσεις, δυσλειτουργίες, καθυστερήσεις, συγκρούσεις, κανείς δεν θα καταφέρει να πραγματοποιήσει το όραμά του, όλες οι πλευρές θα υποφέρουν και εν τέλει ο οργανισμός δεν θα προσφέρει αυτά που μπορεί και πρέπει. Δεν μιλώ απαραίτητα για ταύτιση απόψεων, αυτό ίσως είναι κάτι ουτοπικό, αλλά τουλάχιστον για κοινό προσανατολισμό και κοινή γλώσσα’.
Ποια διαδικασία επιλογής διευθυντή και Δ.Σ. θα προτείνατε ως ιδανική, για να αποφεύγονται παρόμοιες συγκρούσεις;
‘Ο διευθυντής και το Δ.Σ. είναι, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο (που κατά τη γνώμη μου χρειάζεται ελάχιστες, στοχευμένες παρεμβάσεις για να εκσυγχρονιστεί και να γίνει ακόμα πιο λειτουργικός και πάντως όχι στην κατεύθυνση του περιορισμού των δήθεν υπερεξουσιών του καλλιτεχνικού διευθυντή), συμπληρωματικά όργανα, με διακριτές αρμοδιότητες. Ούτε επικαλύπτονται ούτε καπελώνουν ο ένας τον άλλον. Αυτό σημαίνει ότι αν δικαιωματικά το καλλιτεχνικό όραμα είναι του καλλιτεχνικού διευθυντή, τότε αυτός πρέπει να επιλέγεται πρώτος και το Δ.Σ. να ακολουθεί, η δε επιλογή του Δ.Σ. να γίνεται σε συνεννόηση με τον καλλιτεχνικό διευθυντή και η όλη διαδικασία να ολοκληρώνεται σε μια πρώτη κοινή συνεδρίαση των δυο οργάνων υπό την προεδρία του εκάστοτε υπουργού. Αν όμως η (όποια) πολιτική ηγεσία του υπουργείου Πολιτισμού θεωρεί (όπως έχει κάθε δικαίωμα) ότι ο ισχύων νόμος χρειάζεται ριζική αναθεώρηση στη φιλοσοφία και στην απονομή των αρμοδιοτήτων, τότε οφείλει να αλλάξει πρώτα τον νόμο και ακολούθως να καλέσει τον διευθυντή της επιλογής της (και αντιστοίχως ένα Δ.Σ.) να τον αποδεχθεί’». 
Τι λέει ο άνθρωπος; Τα αυτονόητα λέει. Αυτά που υπαγορεύει η ΚΟΙΝΗ ΛΟΓΙΚΗ. Την οποία στερούνται, κατά κανόνα, παντελώς οι άνθρωποι που αναλαμβάνουν το αξίωμα του υπουργού -ή αναπληρωτή υπουργού -Πολιτισμού. Και τα κάνουν μαντάρα κι άντε μετά να τα μαζέψουν. Τα αποτελέσματα, ορατά δια γυμνού οφθαλμού στο Εθνικό... 




«Το σώσε» -όπως έχει μεταφραστεί στα ελληνικά το «Noises Off» - είναι μια υποδειγματική φάρσα του Μάικλ Φρέιν, ενός σπουδαίου, πολυπράγμονα και πολυτάλαντου βρετανού συγγραφέα ο οποίος έχει, επίσης, μεταφράσει/διασκευάσει για την αγγλική σκηνή όλο σχεδόν τον Τσέχοφ κι έχει, μεταξύ πολλών άλλων, γράψει άλλο ένα έξοχο έργο, εντελώς διαφορετικού ύφους, την «Κοπεγχάγη».
Στο «Σώσε» ένας αγγλικός περιοδεύων θίασος της συμφοράς ανεβάζει μια ανόητη φάρσα -θέατρο εν θεάτρω. Η παράστασή της φάρσας, για πολλούς λόγους, εξελίσσεται σε αλαλούμ. Και στις τρεις πράξεις του «Σώσε», στις οποίες προλαβαίνει να παιχτεί η πρώτη μόνον πράξη του έργου που παρουσιάζουν: στην πρώτη παρακολουθούμε την τεχνική/γενική πρόβα, στη δεύτερη μια απογευματινή παράσταση, ένα μήνα μετά, και στην τρίτη μια παράσταση προς το τέλος των δέκα εβδομάδων της περιοδείας. Με την αλαλουμτζίδικη παράσταση, προοδευτικά, να αποσυντίθεται -όλο και περισσότερο.
Ο Φρέιν έχει γράψει μια έξοχη σπουδή πάνω στο δύσκολο θεατρικό είδος «φάρσα με πόρτες». Με δεξιοτεχνία που ζαλίζει, στην παράδοση των μεγάλων του είδους -μηχανισμοί ρολογιού υψηλής ακρίβειας που αν λειτουργήσουν σωστά παράγουν σπαρταριστά αποτελέσματα. Όσοι προλάβατε να δείτε το πρώτο ανέβασμα του έργου στην Ελλάδα, το 1983, απ’ τον Ανδρέα Βουτσινά για την «Ελεύθερη Σκηνή» -θίασος βιρτουόζων στο είδος!-, καταλαβαίνετε περίπου τι εννοώ.

Στο «Ζίνα», όπου τώρα έχει ανεβεί το έργο, έχει δημιουργηθεί προφανώς κάποια παρανόηση, κάποια σύγχυση. Ο φερόμενος ως σκηνοθέτης Βλαδίμηρος Κυριακίδης νόμιζε, κατά πάσα πιθανότητα, πως για ν’ ανεβάσεις ένα τρίπρακτο αλαλούμ αρκεί να κάνεις μια αλαλούμ παράσταση. Όπου ο κάθε ηθοποιός -που παίζει έναν ηθοποιό που κάνει, για να σώσει την κατάσταση, ό,τι του κατέβει- κάνει κι ο ίδιος επί σκηνής ό,τι του κατέβει αποσυνθέτοντας πλήρως όχι το σαχλό έργο που παρουσιάζει ο θίασος της συμφοράς αλλά τον ωρολογιακό μηχανισμό του Φρέιν. Το γενικό αποτέλεσμα -το οποίο, ομολογώ, είδα κι άκουσα να καταχειροκροτείται και να παράγει πολύ χάχανο- για μένα είναι τουλάχιστον θλιβερό. Τόσο θλιβερό που θυμήθηκα την Χρυσούλα Διαβάτη κι εκείνο το περί επέμβασης αστυνομίας θεάτρου που ’χε πει.
Το πιο θλιβερό είναι ότι στο αποτέλεσμα εμπλέκονται μερικοί ηθοποιοί τους οποίους πολύ εκτιμώ. Και ο Κύριος Γιώργος Κωνσταντίνου που εκτιμώ ακόμα περισσότερο (και που είναι ο μόνος, ίσως, που διασώζεται -το ένστικτό του;). Στους υπόλοιπους να εκφράσω τη συμπαράστασή μου. Αλίμονο, ορισμένους -με πρώτη την Μπέσσυ Μάλφα, κορυφαία του αλαλούμ- κάποτε τους θεωρούσα ικανούς για σπουδαία πράγματα κι όχι για τόση ξεφτίλα.



Πόνεσε ο θάνατος του Μηνά Χατζησάββα –κι ασ’ τους Αμβρόσιους να γαβγίζουν... Και απασχόλησε κι ακόμα απασχολεί. Με την αφορμή να προσθέσω κάτι: στα βιογραφικά του παντού γράφτηκε πως ο πρώτος ρόλος του ήταν, το καλοκαίρι του 1969, ο Πάρις στον «Ρήσο» του Ευριπίδη, με το Εθνικό Θέατρο, στο αρχαίο θέατρο της Δωδώνης. Αυτό το στοιχείο αντλήθηκε, προφανώς, απ’ τον πολύτιμο σχετικό τόμο «Έλληνες Ηθοποιοί» του Θεόδωρου Έξαρχου, απ’ το βιογραφικό που ο ίδιος ο ηθοποιός είχε δώσει. Ίσως γιατί ήθελε να παρουσιάζει ένα ρόλο-ρόλο ως τον πρώτο του.
Κι όμως ανακάλυψα πως ο πολύ φρέσκος, τότε, απόφοιτος της δραματικής σχολής του Εθνικού πρωτοεμφανίστηκε το ίδιο καλοκαίρι, με το Εθνικό πάντα, αλλά λίγο νωρίτερα: στην «Τρισεύγενη» του Παλαμά, σε σκηνοθεσία Στέλιου Παπαδάκη στο «Βεάκειο» -τότε «Σκυλίτσειο», νεότευκτο, μόλις είχε εγκαινιαστεί απ’ τη χούντα- όπου, κατά το ηλεκτρονικό αρχείο του Εθνικού, έπαιζε τον Δ΄ Άνδρα -στο μπούγιο εν ολίγοις. Η πρεμιέρα ήταν την 1 Αυγούστου ενώ ο «Ρήσος» παίχτηκε στην Δωδώνη, σε σκηνοθεσία Τάκη Μουζενίδη -πρεμιέρα είχε κάνει το προηγούμενο καλοκαίρι, το 1968, στην Επίδαυρο και, τότε, το ρόλο του Πάρι κρατούσε ο Δημήτρης Μαλαβέτας- στις 16 Αυγούστου.
Βεβαίως, η «Τρισεύγενη» φέρεται στο αρχείο του Εθνικού να παιζόταν μέχρι 17 Αυγούστου και δεν ξέρω πώς να δικαιολογήσω την επικάλυψη. Η -συμμαθήτριά του στη δραματική του Εθνικού και συνοδοιπόρος του στο «Ελεύθερο Θέατρο» που η πρώτη εμφάνισή του έγινε την επόμενη χρονιά, το 1970- Υβόννη Μαλτέζου, η οποία, επίσης, έπαιζε στην «Τρισεύγενη», στο μπούγιο (Β΄ Γυναίκα), μου ’πε πως πιθανολογεί ότι ο Μηνάς (δε θέλω να κάνω επίδειξη οικειότητας, δεν είχα τόση μαζί του, η αγαπησιάρικη στάση-του υπαγόρευε όλοι Μηνά να τον αποκαλούμε) σταμάτησε λίγο νωρίτερα απ’ την «Τρισεύγενη» για να πάει στην Δωδώνη για τον «Ρήσο».



«Λίγο πριν το τέλος του 2015, η ανατρεπτική ομάδα @@@@ και ο εκκεντρικός σκηνοθέτης @@@@...». Όταν το δελτίο Τύπου αρχίζει έτσι, ε, ναι, αρχίζω κι εγώ τις εκκεντρικότητες: σταματώ ακριβώς εκεί, αμέσως μετά το «εκκεντρικός», και δε συνεχίζω την ανάγνωσή του. Έως εκεί μου είναι αρκετό. Ε, ΝΑΙ!



«Εφημερίδα των Συντακτών»: η εφημερίδα που γκρέμισε τον Λουκισμό… (Ανακοινωθέν εκ του Μεγάλου Βασιλικού Αυλαρχείου του Ελληνικού Φεστιβάλ).
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

No comments:

Post a Comment