July 14, 2016

Απ’ την Κάκια Μένδρη στα σκισμένα καλσόν


Το Τέταρτο Κουδούνι / 14 Ιουλίου 2016 



Δε με γοήτευσε, δε με συνεπήρε η -σε συνεπτυγμένη εκδοχή και σε διασκευή- «Ορέστεια» του Γιάννη Χουβαρδά. Έκανε ο σκηνοθέτης μια ενδιαφέρουσα, ίσως, ανάγνωση της τριλογίας του Αισχύλου αλλά αυτή η ανάγνωση -μετατόπιση, λέει, του έργου στις δεκαετίες του ’40 και του ’50, τέλος του Δεύτερου Πολέμου, Εμφύλιος…- δεν είχε συνέπεια, κατά τη γνώμη μου. Η μεγαλοαστή Κλυταιμνήστρα του «Αγαμέμνονα», σαν από μπουλβάρ του παλαιού θεάτρου «Μουσούρη», που φοράει μπροστέλα για να διαπράξει τους φόνους μήπως και λερώσει το κοκτέιλ φόρεμά της, και το έπιπλο πικάπ -μα τα έπιπλα πικάπ της δεκαετίας του ’60 δεν είναι; 
Στη δεκαετία του ’40 γραμμόφωνα δεν είχαν ακόμα;- πώς να δεθούν με το ξεσκισμένο μαύρο καλσόν και τα ελάχιστα ρουχαλάκια της σέξι Κασσάνδρας; Κι η Κλυταιμνήστρα των «Χοηφόρων» με τη μαύρη ρόμπα και με το μαύρο λουστρίνι σκαρπίνι, στρωτό, χωρίς τακούνι και με κορδόνι, α λα παλαιάς κοπής κρητικιά χήρα, κι οι πλάκες -έτσι τις λέγανε τότε- με την Βέμπο και την Κάκια Μένδρη πώς να δεθούν με την απαστράπτουσα στο χρυσό, παγιετέ, εφαρμοστό φόρεμά της Πυθία-γκρούπι του Απόλλωνα και τις αντρούτσες -σαν από καρναβάλι- Ερινύες/Ευμενίδες με τα μουστάκια και τα μούσια και τις μακριές γκρίζες περούκες των «Ευμενίδων»; Μαζί και με πολλά άλλα... Μόνο αν επρόκειτο για παρωδία θα μπορούσαν να δεθούν. Κι ο Γιάννης Χουβαρδάς παρωδία δε νομίζω ότι ήθελε να κάνει. Ίσως να βγάλει λίγο τη γλώσσα στον Αισχύλο. Φοβάμαι πως την παράβγαλε. Και στον Ευριπίδη μπορείς να τη βγάλεις, στον Αισχύλο δύσκολο. Σε εκδικείται.

Αλλά όχι και να τον στείλουμε να κάνει άλλη δουλειά! Αυτό που διάβασα μου θύμισε κάτι κριτικούς οι οποίοι έγραφαν, κάποτε, «ο αποπατών δημοσία δαπάνη». Εμείς δε θέλουμε να κομίσουμε ένα διαφορετικό ήθος; Και ν αποφύγουμε τις δαιμονοποιήσεις; Μέτρον άριστον. 

Το σκηνικό αποτέλεσμα, άλλωστε, σε αρκετούς άρεσε. Ίσως κατάλαβαν αυτά που δεν κατάλαβα εγώ… Ίσως η αισθητική αλλάζει και δεν έχω προλάβει το τρένο. 
Προσωπικά, στην παράσταση ομολογώ πως δε βαρέθηκα. Και κράτησα μερικές σκηνές της που τις βρήκα καλές. Αλλά έχω βαρεθεί γενικώς την εκ των έξω κι όχι εκ των έσω, ντε και καλά, μεταμοντερνοποίηση. Ειδικά στο αρχαίο δράμα.
Πάντως, δεν μπορώ να μη σταθώ σε δυο απ’ τους, γενικά, καλούς ηθοποιούς της παράστασης και τις ερμηνείες τους: στην Καρυοφυλλιά Καραμπέτη/Κλυταιμνήστρα που, πάντα, εκτελεί άψογα ό,τι της ζητηθεί και άψογα εκτελεί αυτό που της έχει ζητηθεί κι εδώ. Και την Στεφανία Γουλιώτη που αναμφισβήτητα είναι μια απ’ τις κορυφαίες μονάδες του θεάτρου μας -ειδικά στην αρχαία τραγωδία. Η Ηλέκτρα της κι η Αθηνά της -ένα γυμνό, κοφτερό σπαθί- ανεβάζουν το επίπεδο της παράστασης (Οι φωτογραφίες, εκτός απ την υπογραμμένη, του Μιχάλη Κλουκίνα). 



Ναι, άξιζε τον κόπο. Και δεν το μετάνιωσα. Να κουβαληθώ στην Ανωτάτη Σχολή Καλών Τεχνών για να δω το βίντεο με την «Μήδεια» του Γιουκίο Νιναγκάουα 
που πρόβαλε -και μπράβο του!- το Φεστιβάλ Αθηνών στη μνήμη του σκηνοθέτη που πέθανε πρόσφατα. Τριάντα δυο χρόνια μετά τη μέρα που την είχα δει στο Ηρώδειο, όπου κι έχει μαγνητοσκοπηθεί απ’ την, τότε, ΕΡΤ, και δεν άλλαξα τη γνώμη μου: ήταν μια εξαιρετική παράσταση, που έσφυζε από ενέργεια, μ’ έναν καταπληκτικό Χορό, με υπέροχα κοστούμια και μ’ έναν ηθοποιό, τον Μικιζίρο Χίρα, σπουδαίο στον επώνυμο ρόλο. Έναν απ’ αυτούς τους Μεγάλους που, και μια φορά μόνο να τους δεις να παίζουν έτσι, δεν τους ξεχνάς. ΠΟΤΕ.
Να επισημάνω και την καίρια εισήγηση του επίκουρου καθηγητή Γιώργου Σαμπατακάκη πριν απ’ την προβολή: ξεκάθαρη, συμπυκνωμένη, καθόλου βαρετή -αντίθετα πολύ ενδιαφέρουσα-, που έβαλε τα πράγματα στη θέση τους: η «Μήδεια» του Νιναγκάουα ελάχιστη -έως καμιά- σχέση είχε με την αρχαία ιαπωνική θεατρική παράδοση του «Νο», του «Καμπούκι» και του «Μπουνράκου». Αντίθετα, προς τη Δύση φλερτάριζε, στο πλαίσιο μιας τάσης εκδυτικισμού που ακολουθούσε κι ακολουθεί μια μερίδα του ιαπωνικού θεάτρου. Άσχετο αν ήταν μια παράσταση αξιομνημόνευτη.




Καθώς κατηφόριζα στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης» για τη διαδραστική οπτικοακουστική εγκατάσταση», όπως τη χαρακτήριζε ο δημιουργός της, με τον τίτλο «Συναισθησία. Solomon’ s Case», έσπαζα το κεφάλι μου: τι μου θύμιζε η λέξη «συναισθησία»; Τι μου θύμιζε; Στο προγραμματάκι της παράστασης διάβασα ότι είναι μια σπάνια νευρολογική διαταραχή όπου είναι δυνατό ν’ ακούς τις οσμές ή να βλέπεις και να μυρίζεις τους ήχους. Μεγάλα ονόματα των τεχνών και των επιστημών ήταν συναισθητικοί -ο Καντίνσκι, ο Σκριάμπιν, ο Μεσιάν, ο Ντιουκ Έλινγκτον, ο Τέσλα…
Απ’ τις πιο σπάνιες περιπτώσεις συναισθητικών, ο ρώσος δημοσιογράφος Σoλομόν Σερεσέβσκι, ενεργός τη δεκαετία του ’20. Για την περίπτωσή του έγραψε ο ρώσος νευροψυχολόγος Αλεξάντερ Λούρια ένα βιβλίο -«Η μνήμη ενός συναισθητικού. Ένα μικρό βιβλίο για μια απέραντη μνήμη». Και ξαφνικά θυμήθηκα: το βιβλίο αυτό ήταν που ’χε κάνει το 1998 παράσταση, με τον τίτλο «Είμαι ένα φαινόμενο», ο Πίτερ Μπρουκ.
Ο μastroKristo,-κατά κόσμον Χρήστος Παραπαγκίδης- που υπέγραφε στην «Συναισθησία» έρευνα, σύλληψη, παραγωγή, ξύλινες κατασκευές και μουσικές -δηλαδή τα πάντα, μια χειροποίητη δουλειά-, με πολύχρονη παρουσία ως μουσικός και τεχνικός σε σημαντικές παραγωγές της ελληνικής δισκογραφίας, έκανε εδώ τα πρώτα του βήματα ως δημιουργός αντλώντας απ’ το θέμα αυτό και προσπαθώντας να μας μεταφέρει στη θέση ενός συναισθητικού. Με την κινητοποίηση όλων των αισθήσεών μας: σε μικρές οθόνες να βλέπουμε ελκυστικές εικόνες και πληροφορίες για το φαινόμενο της συναισθησίας, ν’ ακούμε τις πολύ ενδιαφέρουσες μουσικές του και, σε ξύλινες κατασκευές του, βαζάκια με υπέροχα αρώματα για να τα μυρίσουμε και ποτηράκια με χρωματισμένα υγρά -κάτι σαν λικέρ χωρίς αλκοόλ- για να τα γευτούμε.
Μια εμπειρία αλλιώτικη αλλά και πολύ ενδιαφέρουσα που αξίζει να την προσέξουν οι αρμόδιοι. 




Τώρα, μεταξύ μας, αυτή η δράση του Δημοτικού Θεάτρου Πειραιά, με τον τίτλο «Θάλασσα στην άκρη, η Ελλάδα-Climbing the Sea» και σε σκηνοθεσία Νίκου Διαμαντή, που, όπως διαβάζω, εγκαινιάζει τη συνεργασία του Δημοτικού Πειραιά με τον ΟΛΠ -Οργανισμό Λιμένος Πειραιώς-, θα πραγματοποιηθεί την Δευτέρα στην προβλήτα του λιμανιού όπου «θα καταπλεύσει το μεγαλύτερο κρουαζιερόπλοιο»
και περιλαμβάνει ολίγη από αρχαίες τραγωδίες, ολίγη από «Ερωτόκριτο», «Ερωφίλη» και «Γκόλφω», ολίγη από Παλαμά, Σεφέρη και Ελύτη, ολίγη από παραδοσιακά τραγούδια, ολίγη από Γκλουκ -«Che faro senza Euridice»- και ολίγη από «Ζορμπά» του Μίκη, ως ένα, λέει, «καλωσόρισμα στους ξένους τουρίστες με όχημα τον ελληνικό πολιτισμό», εμένα γιατί μου θυμίζει υποδοχή τουριστών στην Χαγουάι -ελληνιστί Χαβάη;


Άνοιξη ήταν; Φθινόπωρο ήταν; Δεν το θυμάμαι καλά. Σίγουρα, πάντως, θυμάμαι ότι ήταν 1982 -ο Γιάννης Παλαμιώτης που ’παιζε στην παράσταση μου το επιβεβαίωσε, δούλευα για το «Διαβάζω», ακόμα. Όταν η Ρούλα Πατεράκη, στα ντουζένια της, τότε, με την «Επιθεώρηση Δραματικής Τέχνης» που ’χε ιδρύσει το 1978 στην Θεσσαλονίκη και που η φήμη της είχε ήδη φτάσει εδώ -για το εναρκτήριό της, το «Travesties» του Στόπαρντ, πολλές φορές μας μιλούσε ο φίλος μου ο Μίλτος που το ’χε δει- κατέβασε, για πρώτη φορά στην Αθήνα, παράστασή της -στο εργοστάσιο «Δρυάς» της οικογένειας Μελετοπούλου, που, επίσης, για πρώτη φορά άνοιγε τις πόρτες του σε μια θεατρική παράσταση και που, στη συνέχεια, επρόκειτο να εξελιχθεί στο «Εργοστάσιο» για το θέατρο, το χορό… και κατόπιν σε κλαμπ: το «ΠολυΜπέκετ», όπως την είχε τιτλοφορήσει -πάντα κάπως «αλλιώτικα», όλα της Ρούλας Πατεράκη… Έπαιζαν, ανάμεσα σ’ άλλους, εκτός του Γιάννη Παλαμιώτη, ο Άκης Σακελλαρίου -σε πρώτη νομίζω εμφάνιση-, η Εύρη Σωφρονιάδου, ο Κοσμάς Φοντούκης, η Καίτη -τότε, Κατερίνα σήμερα- Πολυχρονοπούλου -μαθητές της όλοι.
Σπουδαία παράσταση. Ήταν δράσεις χωρίς σχεδόν λόγια με χαλί τον σύντομο μονόλογο του Σάμουελ Μπέκετ «Εκείνη τη φορά». Το κείμενο διάβαζε -το ΕΡΜΗΝΕΥΕ θα ’ταν το πιο σωστό- ο Δημήτρης Μαρωνίτης. Που μας έφυγε προχτές. Ήταν η πρώτη φορά που τον άκουγα να διαβάζει. Και πέρα απ’ τη συγκλονιστική φωνή του -που ο καρκίνος, στο τέλος, δεν της χαρίστηκε… - ήταν ο ΤΡΟΠΟΣ που διάβαζε -είχε μεγάλο χάρισμα και σ’ αυτό. Μια ιδανική ανάγνωση! Ένας ιδανικός Μπέκετ! Τότε έγραψα -για τον Μπέκετ της Πατεράκη και του Μαρωνίτη- και το πρώτο κείμενό μου που δημοσιεύτηκε. Ένα μικρό κειμενάκι στην «Λέξη» του Θανάση Νιάρχου και του Αντώνη Φωστιέρη -ένα κείμενο που δεν μπορώ να το βρω.
Ήξερα -είχα ακούσει- για το Δάσκαλο Μαρωνίτη, μετά τον διάβασα, διάβασα μελέτες του, διάβασα μεταφράσεις του, άκουσα την «Οδύσσεια» και την «Ιλιάδα» του, τον «Οιδίποδα επί Κολωνώ» του, τον «Αίαντά» του, τώρα θ’ ακούσω την «Αντιγόνη» του, τον είδα να φλερτάρει με το θέατρο, συχνά τον συναντούσα στο Μέγαρο Μουσικής, στο δημοσιογραφικό θεωρείο, να ’ρχεται με την Ανθή του ν’ ακούσει μουσική -την αγαπούσε πολύ…
Δεν είμαι ο αρμόδιος να κάνω αποτίμηση. Εγώ θυμάμαι, μόνο, ακόμα, και κρατώ τη φωνή του στον Μπέκετ. Κρατώ και μια κουβέντα από συνέντευξή του -«φασισμός είναι να σε ρωτούν δημοσίως για την ιδιωτική σου ζωή και να σε ανακρίνουν ιδιωτικά για τις δημόσιες πράξεις σου». Και δεν ξεχνώ τη στάση του στην περίοδο της χούντας. Όταν ο Δημήτρης Μαρωνίτης -ο Μίμης για τους ανθρώπους του- ύψωσε το ανάστημά του -ένας Άντρας με το άλφα κεφαλαίο- κι αντιμετώπισε τη δικτατορία. Πληρώνοντας τη στάση του αυτή με μια απόλυση απ’ το Αριστοτέλειο όπου δίδασκε και με μια πολύμηνη φυλάκιση που τον οδήγησε στο χείλος του θανάτου. Και το λιγότερο που μπορώ να κάνω είναι να του αφιερώσω το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι».

No comments:

Post a Comment