July 5, 2016

Μπέκετ ή Γιώργος Μάγκας; Μάνος Χατζιδάκις ή Μπ(Β)αρουφάκης;


Το έργο. Ο Χρεμύλος, τίμιος πλην, όμως, φτωχός -διότι ακριβώς είναι τίμιος…- αθηναίος πολίτης, ανησυχώντας για το μέλλον του γιου του, καταφεύγει στο μαντείο των Δελφών με σκοπό να ρωτήσει τον Απόλλωνα μήπως ο γιος του πρέπει να μην ακολουθήσει τη δική του πορεία αλλά να παλιανθρωπέψει μπας και πλουτίσει, όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή. Ο θεός του συστήνει να ακολουθήσει τον πρώτο που θα συναντήσει μόλις βγει από το μαντείο και να τον πάρει σπίτι του. Πράγμα που κάνει, προς απελπισία του δούλου του, του Καρίωνα. Διότι ο πρώτος που συνάντησε ο Χρεμύλος είναι ένας κουρελής τυφλός. Που αποκαλύπτεται, όμως, πως είναι ο θεός Πλούτος. Ο Δίας που τον μισούσε τον έχει τυφλώσει όταν διαδήλωσε την πρόθεσή του να πηγαίνει μόνο με τους τίμιους.
Ο Χρεμύλος, που τον έχει μπάσει σπίτι του, ετοιμάζεται να τον πάει στο Ασκληπιείο για να τον γιατρέψει, παρά τους φόβους του Πλούτου ότι αυτό θα εξοργίσει περισσότερο τον Δία. Η Πενία, όμως, που τα έμαθε εμφανίζεται θιγμένη έως έξαλλη από τις εξελίξεις και εκθέτει τα επιχειρήματά της: ότι αν, τελικά, πλουτίσουν οι φτωχοί και οι δίκαιοι, τότε θα δυστυχήσουν. Δεν τους πείθει. Την εξωπετάνε και οδηγούν τον Πλούτο στον Ασκληπιό που, όντως, τον θεραπεύει. Ο Καρίων φέρνει τα καλά νέα.
Ο Πλούτος, που επιστρέφει εν πλήρει δόξη, αποκαθιστά πια τους τίμιους και ο έντιμος Χρεμύλος πλουτίζει. Δίκαιοι που πανηγυρίζουν και άτιμοι που παραπονιούνται -και που παίρνουν πόδι- παρελαύνουν. Ανάμεσα στους διαμαρτυρόμενους, μία Γριά που έχασε τον νεαρό επιβήτορά της διότι εκείνος πλούτισε και δεν έχει ανάγκη το χρήμα της και ο θεός Ερμής που έχασε τις προσφορές των θνητών -οι οποίοι, καθώς πλούτισαν, δεν έχουν ανάγκη τους θεούς και τις σταμάτησαν- και πεινάει. Για να τον παρηγορήσουν του δίνουν μία θέση πορτιέρη στο σπίτι του Χρεμύλου. Και εγκαθιστούν τον Πλούτο στον οπισθόδομο του Παρθενώνα, όπου και το Δημόσιο Ταμείο, για να το προστατεύει και να το αυγατίζει.
Ο «Πλούτος» (388 π.Χ.) του Αριστοφάνη, η τελευταία κωμωδία που δίδαξε ο ίδιος και η τελευταία από τις σωζόμενές του, δεν μοιάζει και πολύ με τον παλιό Αριστοφάνη.

Στερείται Παράβασης, ο Χορός είναι αναιμικός, ο λυρισμός του ποιητή έχει υποχωρήσει, ο οίστρος του έχει καταλαγιάσει, η έντονη έως ακραία πολεμική του κατά των πολιτικών της εποχής του έχει εξαφανιστεί.. -βρισκόμαστε, πια στην Μέση Κωμωδία που προαναγγέλλει τη μετάβαση στην Νέα και στον Μένανδρο. Ο Αριστοφάνης της πρόσφατα ηττημένης στον Πελοποννησιακό Πόλεμο και ταπεινωμένης Αθήνας, όμως, αν και ξεδοντιασμένος, δεν εγκαταλείπει την ουτοπία στην οποία κατέφευγε και άλλοτε.

Η παράσταση. Ο σκηνοθέτης Γιώργος Κιμούλης θέλησε να κάνει μία αμιγώς πολιτική παράσταση πάνω σε ένα έργο που δεν είναι πολιτικό αλλά μπορεί να αντιστοιχηθεί με το σήμερα. Για να το πετύχει αυτό προχώρησε σε μία πλήρη διασκευή της ικανοποιητικής -όσο επιτρέπει να το καταλάβεις ό,τι απέμεινε από αυτή…- μετάφρασης του Κ.Χ. Μύρη. Πρόσθεσε «πρόλογο» και «επίλογο» -μεγάλους…- α λα «Περιμένοντας τον Γκοντό» του Μπέκετ, με ξεραμένο δέντρο και Χρεμύλο και Καρίωνα ως Βλαντιμίρ και Εστραγκόν, και Παράβαση την οποία επωμίστηκε ο ίδιος και κατεύθυνε το κείμενο προς μία απολογία και υπεράσπιση του έργου της κυβέρνησης και του ΣΥΡΙΖΑ με κάποιες, λίγες, ενστάσεις. Είχε κάθε δικαίωμα να το κάνει -να υπερασπιστεί και να προβάλει τις ιδέες και τη γνώμη του- και το έκανε μετά παρρησίας, χωρίς αναστολές και χωρίς να κρύβεται -αφέθηκε με θάρρος να εκτεθεί. Δεν θα ήταν εύκολο να θεωρηθεί λαϊκίστικη η κίνησή του, όταν, αυτή τη στιγμή, οι λαϊκές αντιδράσεις και η αγανάκτηση κατά της κυβέρνησης όσο πάνε και φουντώνουν. Μάλλον επικίνδυνη θα τη χαρακτήριζα. Και, επιπλέον, η διασκευή του είναι έξυπνη, με σκέψη καμωμένη και με καίριες αντιστοιχήσεις.
Ο «Πλούτος» του ανοίγει με τους ήρωες ανήμπορους, ανίκανους να αντιδράσουν, ακινητοποιημένους μπροστά από μία κλειστή παλιακή αυλαία -ένα θέατρο του (ελληνικού) κόσμου- που φέρει στην κορυφή της
μία στάμπα με το σημαδιακό έτος 1830 της ελληνικής «ανεξαρτησίας» -όντως, από τότε τραβάει το κορδόνι…- ενώ πέφτουν σε τίτλους τα σημαντικά πολιτικά γεγονότα των τελευταίων χρόνων -προσφυγή στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Ευρωπαϊκή Ένωση, εκλογές, δημοψήφισμα… Θα δραστηριοποιηθούν οι ήρωες μέσω της αριστοφανικής ουτοπίας, η Παράβαση -ο Γιώργος Κιμούλης με συμβολικό κόκκινο φουλάρι στο λαιμό, που στο τέλος της, συμβολικά, θα το παραδώσει σε ένα όμορφο κορίτσι του Χορού- είναι ένα κήρυγμα υπέρ του «όλοι μαζί»- ενώ ο «επίλογος» θα βρει τους ήρωες να ποτίζουν πεισματικά το ξερό δέντρο, τη δυτικότροπη αυλαία να γκρεμίζεται και να προβάλει το ελπιδοφόρο όραμα ενός δέντρου που έχει πια φυλλοφορήσει.
Από την άλλη, όμως, από φόβο, προφανώς, μήπως η παράσταση καταλήξει μπροσούρα, ο διασκευαστής-σκηνοθέτης, θυμήθηκε ότι κωμωδία του Αριστοφάνη ανεβάζει και κατέφυγε στην πεπατημένη της αριστοφανικής «παράδοσης» -με την κακή έννοια…- που έχει δημιουργηθεί στον τόπο μας: βωμολοχίες -τα «μαλάκα» πάνε κι έρχονται και είναι το ελαφρότερο από όσα ακούγονται…- και εύκολα επιθεωρησιακά τερτίπια -η Πενία με εμφάνιση Λαγκάρντ (άσχετα, αν έχει αντιστοιχηθεί άριστα), όπως ο Γιάννης Μπέζος βγήκε πέρσι στις δικές του «Εκκλησιάζουσες» ως Πραξαγόρα με εμφάνιση Ζωής Κωνσταντοπούλου, το θεοδωρακικό συρτάκι του «Ζορμπά», ο Ιερέας ως Αμβρόσιος, ο «Κούλης» που το επώνυμό του «φέρνει γρουσουζιά» και πλήθος άλλων με αποκορύφωμα τη σκηνή Γριάς-Νεανία του οποίου το ρόλο ο Γιώργος Κιμούλης, ως διασκευαστής, ενσωμάτωσε στο ρόλο του Καρίωνα.

Τα δύο αυτά επίπεδα -το ακραιφνώς πολιτικό και το επικαιρικό επιθεωρησιακό- συν το επίπεδο του θεάτρου εν θεάτρω -ο Χορός είναι «θεατές» που, στην αρχή, κατεβαίνουν στην ορχήστρα από το κοίλον και οι ηθοποιοί συζητούν μαζί τους για την παράσταση που θα παίξουν- δεν ήταν εύκολο να χωνέψουν το ένα το άλλο στην ίδια παράσταση και να ισορροπήσουν. Πώς να δέσουν εσωτερικά αστεία -όπως η αναφορά στην ταβέρνα του «Λεωνίδα»- με στίχους του Μανόλη Αναγνωστάκη, το «Χάρτινο το φεγγαράκι» του Χατζιδάκι με το βιβλίο του Μπ(Β)αρουφάκη, τα α λα Γιώργος Μάγκας κοστούμια των -ευημερούντων πια- Χρεμύλου και Καρίωνα και οι αναφορές στον Θέμο Αναστασιάδη με τον Διονύση Σαββόπουλο και ο Μπέκετ με τον Ερμή-«πεταλούδα» που του βάζει προχωρημένο, μέχρι, περίπου, πρόωρης εκσπερμάτισης, χέρι ο Καρίων;
Ο διασκευαστής-σκηνοθέτης, συν τοις άλλοις, φόρτωσε υπερβολικά κείμενο και παράσταση, σαν να ήθελε να πει μονομιάς τα πάντα -ειδικά ο «επίλογος» έχει δύο-τρία φινάλε. Η παράσταση φτάνει σε διάρκεια τις δύο ώρες και δέκα λεπτά -στην πρεμιέρα, τουλάχιστον, τόσο κράτησε και ελπίζω να την έχουν μαζέψει-, και, παρά τις καλές και τις εύφορες στιγμές της, τελικά κουράζει. Αυτό είναι το, πρακτικά, κύριο μειονέκτημά της. Τα μικρόφωνα-ψείρες που φέρουν οι ηθοποιοί είναι το δεύτερο. Όχι καλά ρυθμισμένα, με έκο, δυσκολεύουν το λόγο να ακουστεί, ειδικά στις εντάσεις. Και η αναμφισβήτητη αλήθεια είναι ότι η Επίδαυρος δεν τα σηκώνει. Ούτε της χρειάζονται -ειδικά όταν, εδώ, όλοι οι ηθοποιοί έχουν φωνές που αντεπεξέρχονται στις απαιτήσεις της. Αλλά η παράσταση, προφανώς, ετοιμάστηκε με τις προδιαγραφές της μεγάλης περιοδείας που ακολουθεί.
Ο Γιώργος Πάτσας έκανε ένα ελαφρό σκηνικό που, φωτισμένο από τον Λευτέρη Παυλόπουλο, εξυπηρετεί την παράσταση. Δεν μου άρεσαν καθόλου τα κοστούμια της Σοφίας Νικολαΐδη. Δείχνουν εύκολα και ευτελή. Ειδικά του Πλούτου - συνδυασμένα με την περούκα- απογοητευτικά. Εκείνη η κελεμπία της ευημερίας…
Ο Γιώργος Ανδρέου έγραψε μουσικές -που τις παίζουν ζωντανά οι ίδιοι οι ηθοποιοί- όχι σε ενιαίο ύφος και κατάλληλες, ίσως, περισσότερο για κλειστό χώρο. Αλλά, τελικά, κατά μαγικό τρόπο, δένουν και το αποτέλεσμα το βρήκα θετικό. Τα τραγούδια, ελκυστικά, σε ταιριαστούς στίχους του Ισαάκ Σούση και διδαγμένα από τον Παναγιώτη Τσεβά, τραγουδήθηκαν πολύ σωστά. Η Ελπίδα Νίνου με τον Θανάση Γιαννακόπουλο υπογράφουν τις ικανοποιητικές χορογραφίες. Το κεντρικό στάσιμο, μουσικά και χορογραφικά, εξαιρετικό.

Οι ερμηνείες. Ο Τάσος Γιαννόπουλος, από τους τέσσερις ρόλους που παίζει, ξεχωρίζει στην Γριά παρά τις κάποιες υπερβολές του. Πολύ σωστός ο Αλμπέρτο Φάις στους δικούς του.
Ο Γιώργος Κιμούλης παίζει τον μάλλον άνοστο ρόλο του Πλούτου χωρίς μεγάλο κέφι και την Πενία με μέτρο. Ο Γιάννης Μπέζος είναι ένας καλός Χρεμύλος που γίνεται πολύ καλός, με εξαιρετικούς ρυθμούς, στη σκηνή με την Πενία, από τις καλύτερες της παράστασης.
Στην παράσταση αυτή ξαναβρήκα τον παλιό καλό Πέτρο Φιλιππίδη. Σε ένα είδος θεάτρου που το κατέχει, σε ένα ρόλο σαν γραμμένο γι αυτόν, κάνει έναν Καρίωνα απολαυστικό, οιστρήλατο. Χαριτωμένος, με ιδεώδη φιγούρα, εκφραστικότατος, με φάτσα πονηρούτσικη, πλαστικότατος, ευλύγιστος, με χιούμορ αφοπλιστικό, Μέγα -το Μείζον- Κωμικό Τάλαντο της γενιάς του, ο καλύτερος, κατά τη γνώμη μου, κωμικός ηθοποιός που διαθέτουμε σήμερα, χορεύει, τραγουδάει με άνεση και βγάζει πηγαία το γέλιο, χωρίς να επιδίδεται σε καμποτινισμούς και ευκολίες και φτήνιες, με μέτρο -κάτι που δεν τον χαρακτηρίζει πάντα… Ο καλύτερος της παράστασης αλλά και στον πιο αβανταδόρικο, βέβαια, ρόλο του έργου.
Τον δωδεκαμελή Χορό συγκροτούν νέοι ηθοποιοί πολυτάλαντοι, εξ ου και το πολύ καλό αποτέλεσμα που βγάζουν ως σύνολο.
Το συμπέρασμα. Μία άνιση παράσταση, με συν και πλην. Καλά σχεδιασμένη αλλά φλύαρη, με πολύ καλές στιγμές αλλά και με ευκολίες και κοινοτοπίες. Με κέρδος αναμφισβήτητο, πάντως, την ερμηνεία του Πέτρου Φιλιππίδη (Οι φωτογραφίες, ευγενική προσφορά του Θωμά Δασκαλάκη).

Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου, Φεστιβάλ Επιδαύρου, 1 Ιουλίου 2016.

No comments:

Post a Comment