September 29, 2016

Σκιάχτηκα!


Το Τέταρτο Κουδούνι / 29 Σε(μ)πτε(μ)βρίου 2016. 

Έλειπα, γύρισα, άνοιξα το inbox και… σκιάχτηκα. Απ’ τα μούτρα με πήραν τα μέιλ(ς). Να με πνίξουν. Κατακλυσμός. Που δεν κοπάζει: τα θέατρα αναγγέλλουν το ρεπερτόριό τους του χειμώνα: πέντε-πέντε, δέκα-δέκα, είκοσι-είκοσι οι παραστάσεις που μας περιμένουν. Στο καθένα τους. Όλο και αυξάνονται, όλο και πολλαπλασιάζονται, όλο και διασπείρονται… Και τίποτα δεν μπορεί να τις αναχαιτίσει.
ΠΟΙΟΣ θα τα δει ΟΛ’ ΑΥΤΑ; ΠΟΣΟΙ θα τα δουν; Πόσοι ΜΠΟΡΟΥΝ να τα δουν; Σε καλό να τους βγει. Γιατί εγώ έχω ένα κακό προαίσθημα…
Βέβαια χρόνια τα λέω και τα γράφω αυτά, φωνή βοώντος εν τη ερήμω. Ο Θεός (του Θεάτρου, όχι της Ελλάδος που ’λεγαν επί χούντας) να βάλει το χεράκι του. Κι ο Άγιος Πορφύριος ο από μίμων -ο ανακηρυχθείς προστάτης των ηθοποιών.
Απλώς λέγαμε με μια φίλη, τις προάλλες, ότι νοσταλγήσαμε τον Λευτέρη Βογιατζή. Όχι ότι δεν τον νοσταλγούμε συνέχεια.
Για πολλούς λόγους. Αλλά και για έναν πρόσθετο. Για τότε, όταν ανέβαζε μια παράσταση κάθε ενάμιση-δυο χρόνια. Που περιμέναμε, περιμέναμε, περιμέναμε -μήνες…-, έκανε, τελικά, πρεμιέρα λίγο πριν, λίγο μετά το Πάσχα και την πήγαινε την παράσταση και την επόμενη σεζόν. Και να γκρινιάααζουμε τότε… Πού να ξέραμε…

 
Ακούραστο το παρεάκι που κρυφομαγειρεύει τα του Ελληνικού Φεστιβάλ… Άπαιχτο! Μετά την αποστολή κατ’ οίκον του «εντεταλμένου» προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου, γιατί -άργησε αλλά- κάτι μυρίστηκε ο υπουργός Πολιτισμού, ευρέθη ο καινούργιος στόχος: η νέα πρόεδρος Ελένη Θεοδωράτου. Που προφανώς, ως αντιπρόεδρος μέχρι την απομάκρυνση του τέως, δεν είχε μασήσει. Άρχισαν να τη μασούν. Το γαρ πολύ της -άκαρπης…- διαπλοκής γεννά απελπισία. Κι όποιον πάρει ο Χάρος.



Την άπαιχτη στην Ελλάδα κοινωνική κωμωδία «Το παζάρι» του -ακόμα άγνωστου, εδώ, ισπανού σεναριογράφου, σκηνοθέτη του κινηματογράφου βραβευμένου αλλά και θεατρικού συγγραφέα- Νταβίδ Πλανέλ, που πρωτοπαίχτηκε στην Μαδρίτη το 1996 και που το 1997 παρουσιάστηκε και στο θέατρο «Ρόαγιαλ Κορτ» του Λονδίνου, θα παρουσιάσει από 4 Δεκεμβρίου ο Βασίλης Βλάχος στην «Αλεξάνδρειά» του, σε μετάφραση Μαρίας Χατζηεμμανουήλ και σκηνοθεσία Νίκου Γκεσούλη. Τα σκηνικά και τα κοστούμια, της Λέας Κούση. Τους τρεις ρόλους θα παίξουν ο Βασίλης Βλάχος, ο Σάκης Σιούτης κι ο Αντώνης Γουγής.
«Αφορμή για τη συγγραφή αυτού του έργου στάθηκε», όπως σημειώνει ο συγγραφέας που θα παραστεί στην ελληνική πρεμιέρα του, «μια συνομιλία που άκουσα σ’ ένα μπαρ της συνοικίας Λαβαπιές, στη Μαδρίτη, ανάμεσα σ’ έναν νεαρό Μαροκινό και έναν ισπανό τυχοδιώκτη. Η συνομιλία αφορούσε τη μαγνητοσκόπηση μιας πτώσης από ποδήλατο για τη συμμετοχή σ’ ένα διαγωνισμό, με θέμα τις ‘καλύτερες πτώσεις’, στην τηλεόραση. Με όργανο το μαύρο χιούμορ, το έργο μιλάει για την ταυτότητα των μεταναστών στο καπιταλιστικό πλαίσιο του 21ου, πια, αιώνα.
Τώρα πέρασαν 20 χρόνια και όλα έχουν αλλάξει πολύ. Οι διαγωνισμοί για τις πτώσεις δε γίνονται πια στην τηλεόραση αλλά στο ίντερνετ. Οι πρώτοι άραβες μετανάστες στην Ισπανία έχουν γίνει ισπανοί πολίτες με πλήρη πολιτικά δικαιώματα. Η Ισπανία είναι πλέον μια χώρα απόλυτα ενταγμένη στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα. Ωστόσο, κατά βάθος, όλα σχεδόν παραμένουν ίδια».
Στο μεταξύ, από 9 Οκτωβρίου μέχρι 19 Δεκεμβρίου, επαναλαμβάνεται στην «Αλεξάνδρεια» το πρόγραμμα με τους μονόλογους του Ιάκωβου Καμπανέλλη «Ο πανηγυρικός» κι «Ο επικήδειος» που ερμηνεύει ο Βασίλης Βλάχος σε σκηνοθεσία Βασίλη Κατσικονούρη. 


Συμπλήρωσα, τελικά, τη φετινή επτάδα της Επιδαύρου. Είδα και «Λυσιστράτη» και «Οιδίποδα τύραννο» του Εθνικού.
Φινετσάτη βρήκα, παρά το γυμνό, την αριστοφανική (;) Λυσιστράτη του Μιχαήλ Μαρμαρινού -γεγονός που οφείλεται, κατ’ αρχήν στα καλόγουστα κοστούμια της Μαγιούς Τρικεριώτη. Όπως πάντα ενδιαφέρουσες οι μουσικές του Δημήτρη Καμαρωτού, καλοί ηθοποιοί, ακόμα καλύτερος ο Αιμίλιος Χειλάκης -Μέγεθος αναξιοποίητο εδώ-, κι όταν μιλούσε ως Κινησίας, κι όταν δε μιλούσε στον Πρόβουλο και τα λόγια του τα ’λεγαν άλλοι. Αλλά έως εκεί: δυστυχώς αυτό το δρόμο τον «μεταμοντέρνο», τον «μεταδραματικό» -όπως θέλετε, πέστε τον-, δεν μπορώ να τον ακολουθήσω, μ’ αφήνει αδιάφορο, δε μ’ αγγίζει. Δηλαδή, συγγνώμη.
Όσο για την Λένα Κιτσοπούλου που ’χε αναλάβει τον επώνυμο ρόλο επανέλαβε το «νούμερο» που βλέπω τα τελευταία χρόνια να κάνει: ντελάλημα του κειμένου ( συν κλείσιμο της φωνής εδώ, λόγω ανοιχτού χώρου), δικά της, προφανώς, κείμενα, μπινελίκια εκτός κειμένου, βρισίδια, «σας γαμάω τα πρέκια», οργή, τσαμπουκάς, επιθετικότητα, πρόκληση, οι κόθορνοι (νυν πλατφόρμες)… Προφανώς γι αυτό εκλήθη. Αλλ αυτό πλέον που κάνει δεν είναι ρόλος, είναι τύπος: η Βρομόστομη, Η Τσαμπουκαλού, Η Επιθετικιά. Αν έπαιζε στην επιθεώρηση θα ’ταν καλό -θα ’χε βρει έναν τύπο που θα την καθόριζε. Αλλά να τον επαναλαμβάνει, απ’ τα δικά της έργα, την «Κοκκινοσκουφίτσα» και το «……κλπ κλπ κλπ ή Η ανουσιότητα του να ζεις», μέχρι τον «Ματωμένο γάμο», τον «Βυσσινόκηπο» και μέχρι την «Λυσιστράτη» είναι τυποποίηση. Για να μην πω «δήθεν». Κρίμα, γιατί είναι καλή ηθοποιός. Το πιστεύω αφότου την έχω πρωτοδεί σε ρόλο, το ’95, φρέσκια απόφοιτη της δραματικής σχολής του, στο «Θέατρο Τέχνης», στην Φρυνίχου -Λουίζ στην «Καταιγίδα» του Στρίντμπεργκ, πλάι στον Λαζάνη, σε σκηνοθεσία Μάγιας Λυμπεροπούλου. 


Στον «Οιδίποδα τύραννο» πάλι, ο σκηνοθέτης Ρίμας Τουμίνας του «Βαχτάνγκοφ», συμπαραγωγού του Εθνικού, ένοιωσα να βρίσκεται σε αμηχανία. Κι οι -καλοί- ρωσόφωνοι ηθοποιοί να μη δένουν με τον -καλό- ελληνόφωνο Χορό. Εξαίρετη η απόλυτα λιτή μουσική δουλειά του Θοδωρή Αμπαζή στα στάσιμα, πώς να δέσει, όμως, με το στόμφο της -καλής επίσης αλλά…- μουσικής-χαλιού του Φάουστας Λατένας; Και το σκηνικό, αυτός ο κύλινδρος-οδοστρωτήρας -η μοίρα- του Αντόμας Γιάκοβσκις, πολύ ενδιαφέρον εύρημα αλλά κατάχρησή της γινόταν, κατάχρησή της…





Τελικά κατέληξα ότι η μόνη παράσταση του Φεστιβάλ που μου άρεσε -παρ’ όλες τις ελλείψεις της και παρ’ όλες τις κάποιες επί μέρους αντιρρήσεις μου- ήταν οι «Επτά επί Θήβας» του Τσέζαρις Γκραουζίνις και του ΚΘΒΕ. Ήταν η μόνη που με συγκίνησε, η μόνη που μου προξένησε ρίγος. Η προοδευτικά αυξανόμενη επιτυχία της απ’ την πρεμιέρα μέχρι τη λήξη της κάτι σήμαινε… Μου μυρίζεται επανάληψη το επόμενο καλοκαίρι. Και καλά θα κάνουν! 

Μα δεν ντρέπονται; Καθόλου; Όλοι οι εμπλεκόμενοι σ’ αυτό που λεγόταν -λέγεται ακόμα;- Θεατρικό Μουσείο. Οι πρώην -που για να το εντάξουν μέσα, δημιούργησαν αυτό το χιλιοκομποδεμένο νομοθετικό πλαίσιο το οποίο δε λύνεται με τίποτα, αυτοί που το ’πνιξαν στα χρέη απ’ την κακοδιαχείριση κι αυτοί που το κορόιδεψαν- και οι νυν -που συνεχίζουν να κοροϊδεύουν κι όταν φτάσει ο κόμπος στο χτένι και μπαίνουν οι κλέφτες απ’ τα παράθυρα, σπεύδουν, ως άλλοι Πόντιοι Πιλάτοι, να νίψουν τας χείρας τους. Αιδώς!



Πώς είναι μ’ αυτούς που μισούνε και σιχαίνονται τα σκυλιά; Που το επιχείρημά τους είναι πως γεμίζουν με σκατά τους δρόμους; Επειδή είναι πολλοί οι αναίσθητοι και απολίτιστοι ανάμεσα στους ζωόφιλους που δε μαζεύουν τα σκατά των σκύλων τους απ’ τα πεζοδρόμια και δίνουν πάτημα στους κακιασμένους; Το ίδιο και με τις μηχανές/μηχανάκια: οι ταμένοι κατά του δίκυκλου!

Τα όσα, για παράδειγμα, έγραψα στο ιστολόγιο στις 21 Σεπτεμβρίου στο σχόλιο με τον τίτλο «Κύριε Καμίνη, δεν ντρέπεστε;» σχετικά με τη βροχή προστίμων που, αποκλειστικά για λόγους αρμέγματος εσόδων απ’ τους πολίτες, εκτοξεύεται απ’ τους κρουνούς της Δημοτικής Αστυνομίας πάνω σε μηχανές/μηχανάκια για «παράνομη» στάθμευση σε μια πόλη της οποίας ο δήμαρχος, στα έξι έως τώρα ολόκληρα χρόνια της δημαρχίας του, εντελώς αδιαφόρησε να δημιουργήσει χώρους στάθμευσης, πολλοί, απ’ τους ταμένους κατά του δίκυκλου, κατάλαβαν ό,τι ήθελαν να καταλάβουν. Και σε μέιλ έως και σε sms-, ανώνυμα πάντα, εννοείται…- με ψέγουν και μου γράφουν ότι «μόνο στην Ελλάδα μπορεί κάποιος να διαμαρτύρεται για το δικαίωμα στην παρανομία», για πεζόδρομους στους οποίους σταθμεύουμε τις μηχανές και τους οποίους ποτέ δεν ανέφερα, για αδυναμία τους να μπουν στο σπίτι τους στην Φωκίωνος Νέγρη «που ’χει γίνει πάρκινγκ», για αδυναμία των ασθενοφόρων ή των αναπηρικών αμαξιδίων να περάσουν, γι αυτούς που, για να πιουν τον καφέ τους, παρκάρουν τα μηχανάκια δίπλα τους, για την Δημοτική Αστυνομία που δεν τους γράφει γιατί, λέει, «την κράζουν οι δημοσιογράφοι» κλπ κλπ. Ό,τι θυμάται χαίρεται ο καθένας. Αλλά αν ΑΥΤΑ κατάλαβαν απ’ το σχόλιό κι αν ΑΥΤΟΥΣ έχουν αντιληφθεί ότι υπερασπίζομαι κι αν αγνοούν το «κολιός και κολιός απ’ το ίδιο βαρέλι…», δεν μπορώ να κάνω τίποτα για την περίπτωσή τους -σηκώνω ψηλά τα χέρια. Περαστικά! Εγώ, πάντως, θα επιμένω: «Κύριε Καμίνη, δεν ντρέπεστε;».



Έγραφα στο «Τέταρτο Κουδούνι» της περασμένης Πέμπτης για το ρεζίλι των «μεταφράσεων» στα ελληνικά των ρώσικων κειμένων στο έντυπο πρόγραμμα του -εξαιρετικά, κατά τα άλλα, ενδιαφέροντος 10ου Θεατρικού Φεστιβάλ «Θεατρική Σεζόν Αγίας Πετρούπολης» που φιλοξενήθηκε στο Εθνικό μας. Προς επίρρωσιν των όσων έγραψα και για να μη λέτε πως δεν είμαι παρά ένας σχολαστικός γερο-γκρινιάρης σας αντιγράφω, με την άδειά της, το μέιλ που μου ’στειλε η μεταφράστρια κι επιμελήτρια εκδόσεων κ. Αντιγόνη Φιλιπποπούλου:
«Είναι μεγάλο κρίμα το Ινστιτούτο Πούσκιν να καλύπτει με το κύρος της αιγίδας του το άθλιο από κάθε άποψη έντυπο που κυκλοφόρησε ως πρόγραμμα για το μέγα καλλιτεχνικό γεγονός
Θεατρική Σεζόν Αγίας Πετρούπολης, 19-22 Σεπτεμβρίου 2016. Από τις αναγραφές στο ίδιο το πρόγραμμα είναι αδύνατον να εντοπίσει κανείς ποιος ευθύνεται πραγματικά γι’ αυτό το ανοσιούργημα, όπως και για τους αναλόγου επιπέδου υπερτίτλους που δοκίμασαν άγρια την ανοχή μου στην παράσταση του ‘Μάκβεθ’. Είναι δυνατόν την σήμερον ημέραν να δημοσιεύονται ή να βγαίνουν στον αέρα με οποιοδήποτε τρόπο ελληνικά κείμενα που να μην τα έχει δει το μάτι ενός Έλληνα σχετικού επαγγελματία; Ως επιμελήτρια εκδόσεων (υπεύθυνη των εκδόσεων του Μορφωτικού Ιδρύματος Εθνικής Τραπέζης), μεταφράστρια και (συμπτωματικά, χωρίς να είναι απαραίτητο) ρωσομαθής θεωρώ ότι όχι απλώς δικαιούμαι αλλά επιβάλλεται να διαμαρτυρηθώ, δεν ξέρω όμως σε ποιον. Προσυπογράφοντας με ευγνώμονα ανακούφιση το κράξιμο του ακριβοδίκαιου Γιώργου Σαρηγιάννη στο Τέταρτο Κουδούνι, στέλνω αυτές τις γραμμές όπου θεωρώ ότι μπορεί να πιάσουν τόπο, μήπως και αποφύγουμε ανάλογα κρούσματα στο μέλλον».

No comments:

Post a Comment