October 6, 2016

Είχε και ταινίες το Μοναστήρι! / 37ο Φεστιβάλ «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα. 2


Από 10 μέχρι 17 Σεπτεμβρίου έτρεξε φέτος το Φεστιβάλ «Αδελφοί Μανάκη» στην Μπίτολα -τέως Μοναστήρι- της Μακεδονίας (ενταύθα, πουΓουΔουΜου…) Από 10 μέχρι και 13, τέσσερις μέρες/νύχτες έβλεπα ταινίες εκεί. Καλές, πολύ ενδιαφέρουσες οι επιλογές στην πλειονότητά τους, ανάμεσά τους και κάποιες ταινίες που είδα κατόπιν στο πρόγραμμα στις «Νύχτες Πρεμιέρας.
Σας έγραψα ήδη αρκετά για το Φεστιβάλ και την Μπίτολα, γράφω τώρα και για τις ταινίες που είδα:


«Η απελευθέρωση των Σκοπίων» των Ντανίλο Σερμπέτζια και Ράντε Σερμπέτζια (Μακεδονία/Κροατία/Φινλανδία, 2016, «Επίσημο Πρόγραμμα») ήταν η ταινία της έναρξης, το Σάββατο, συμπαραγωγή της οργανώτριας χώρας με την Κροατία και την Φινλανδία. Κροάτες άλλωστε, με σέρβικες ρίζες, είναι οι συν-σκηνοθέτες, ο Ντανίλο Σερμπέτζια και ο πατέρας του Ράντε, ηθοποιός, γνωστός πια και από διεθνείς παραγωγές αλλά και σκηνοθέτης του θεάτρου, που (συν)υπογράφει για πρώτη φορά ταινία. Βασισμένη σε ένα ομότιτλο θεατρικό έργο (1977) του Σλοβένου Ντούσαν Γιοβάνοβιτς (που συνυπογράφει και το σενάριο με τον Ράντε Σερμπέτζια), το οποίο έχει ήδη γίνει ταινία για την τηλεόραση το 1981. Μέσα από τα μάτια του οκτάχρονου Ζόραν, που ζει στα Σκόπια, μέρες γερμανοβουλγαρικής Κατοχής, μαζί με τη μητέρα του Λίτσα -ο πατέρας του έχει φύγει στους παρτιζάνους του Τίτο-, την αδερφή της, τον άντρα της, τη μικρή τους κόρη και τη γιαγιά, εισπράττουμε όλη τη φρίκη του πολέμου: εκτελέσεις, δολοφονίες, φτώχεια, πείνα, μάζεμα των Εβραίων για να σταλούν στα στρατόπεδα εξόντωσης, τη ντροπιαστική ερωτική σχέση -ο άξονας της ταινίας- που η μητέρα του συνάπτει -και αφού εκείνος τη βιάσει- με έναν γερμανό αξιωματικό στο σπίτι του οποίου δουλεύει σαν καθαρίστρια, για να τον εκτελέσουν τελικά οι αντιστασιακοί -«η μάνα σου η πουτάνα» του φωνάζουν τα άλλα παιδιά-, το μισέρωμα του θείου του από τα βασανιστήρια στα οποία τον υποβάλλουν οι Βούλγαροι όταν τον συλλαμβάνουν και την κατάντια του αλκοολικού στην οποία οδηγείται, την απελευθέρωση της πόλης, την επιστροφή του πατέρα του και την εξοντωτική σιωπή του προς τη γυναίκα του, για την οποία «ξέρει», μέχρι να έρθει η συγχώρεση… Οι Σερμπέτζια έχουν φτιάξει μία ακαδημαϊκή ταινία, με κάποιες σεναριακές υπεραπλουστεύσεις, ευαίσθητη, πάντως, συγκινητική, σφριγηλή, καλά αφηγημένη, σε μία προσεγμένη παραγωγή. Καλοί ηθοποιοί, συμπαθέστατος ο μικρός Ντάβιντ Τοντόσοβσκι, υπερβολικός ο ίδιος ο Ράντε Σερμπέτσια στο ρόλο του Γκιόργκια. Γεγονός της ταινίας, η ερμηνεία της κόρης του, Λούτσια Σερμπέτζια, στο ρόλο της Λίτσα: συγκλονιστική!
Η Κυριακή άνοιξε με ένα ζεστό αφιέρωμα στον τιμώμενο από το Φεστιβάλ με Χρυσή «Κάμερα 300 για Επιτεύγματα Ζωής» ολανδό κινηματογραφιστή Ρόμπι Μίλερ, απόντα λόγω βαριάς ασθένειας. Πρωτοστάτησε η, επίσης, Ολανδή στενή συνεργάτριά του, κινηματογραφίστρια, σκηνοθέτρια και μέλος της Κριτικής Επιτροπής του φετινού «Αδελφοί Μανάκη» Κλερ Πίμαν.
Προβλήθηκε το μικρού μήκους ντοκιμαντέρ της «Βήμα στο φεγγάρι» (Κάτω Χώρες, 1999, «Σπουδή Περίπτωσης»), γυρισμένο όταν ο Ρόμπι Μίλερ δούλευε ως διευθυντής φωτογραφίας ετοιμάζοντας την ταινία «Χορεύοντας στο σκοτάδι» του Λαρς φον Τρίερ, ο οποίος και μιλάει στην ταινία, μία ταινία πολύ «εξειδικευμένη». Πολύ μεγαλύτερο ενδιαφέρον είχε το υλικό που η Κλερ Πίμαν έδειξε και το οποίο συγκέντρωσε με την ευκαιρία της μεγάλης έκθεσης για τον Μίλερ που διοργανώθηκε το καλοκαίρι στο Κινηματογραφικό Μουσείο «Eye» του Άμστερνταμ και την οποία επιμελήθηκε η ίδια: συνεντεύξεις με τον Βιμ Βέντερς, τον Τζιμ Τζάρμους, τον Στιβ ΜακΚουίν, τον Λαρς φον Τρίερ (τραγική η εικόνα που παρουσιάζει, προφανώς από προχωρημένο αλκοολισμό)…, σκηνοθέτες με τους οποίους έχει συνεργαστεί ο Μίλερ.
Στο «Τζερμάλ» (Ινδονησία, 2008, «Ειδική Προβολή») ένα δωδεκάχρονο αγόρι, μετά το θάνατο της μάνας του, στέλνεται σε ένα τζερμάλ, μία πλατφόρμα για ψάρεμα στη μέση της θάλασσας, βόρεια της Σουμάτρα, όπου δουλεύουν σκληρά αγόρια -έφηβοι- μόνο και επιστάτης είναι ο άγνωστός του πατέρας του. Ο οποίος έκπληκτος μόνο τότε μαθαίνει πως έχει γιο. Και πεισματικά αρνείται να τον αποδεχτεί ως παιδί του. Ο ευαίσθητος Τζάια παραμένει, όμως, στο τζερμάλ υφιστάμενος βίαιο, αμείλικτο εκφοβισμό από τα άλλα αγόρια, σκληραίνει, αγριεύει, ώσπου κάποια στιγμή, ο ζωώδης πατέρας του θα τον πλησιάσει και η συμφιλίωση θα έρθει. Οι συν-σκηνοθέτες Ραβί Μπαρβουανί, Ράγια Μακαρίμ και Όρλοφ Σένκε κάνουν ένα σχεδόν ντοκιμαντερίστικο σινεμά, απλό έως και απλοϊκό αλλά με μία πρωτογενή αθωότητα, δυσεύρετη σήμερα, που με παρέπεμψε στον «Νανούκ του Βορρά» του Ρόμπερτ Φλάερτι.

Στο ντοκιμαντέρ του «Επόμενος σταθμός: Ουτοπία» (Ελλάδα, 2016, «Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ») ο δικός μας Απόστολος Καρακάσης επί τρία σχεδόν χρόνια έχει παρακολουθήσει και καταγράψει με την κάμερά του ένα τολμηρό έως επικίνδυνο πείραμα αυτοδιαχείρισης που επιχείρησε μία ομάδα των εργαζομένων της ΒΙΟΜΕ, εργοστασίου κατασκευής οικοδομικών υλικών, θυγατρικής της ΦΙΛΚΕΡΑΜ-Johnson της οικογένειας Φιλίππου, όταν η μητρική εταιρεία κήρυξε πτώχευση το 2011 και έμειναν άνεργοι και άφραγκοι. Κατάληψη, σύμπνοια, προβλήματα, διαφωνίες, συγκρούσεις, γραφειοκρατία, ανυπαρξία νομοθεσίας στην προσπάθεια κάπως να λυθεί το θέμα, υποσχέσεις της αντιπολίτευσης -τότε- του ΣΥΡΙΖΑ, που ποτέ δεν υλοποιήθηκαν όταν έγινε κυβέρνηση, αποχωρήσεις, επιμονή όσων παρέμειναν… Ο Απόστολος Καρακάσης, με αυτοέλεγχο, με μέτρο, με προσεκτική παρατήρηση, τηρώντας τις ισορροπίες, με λεπτή, υποβόσκουσα ειρωνεία -η εκ των ιδιοκτητών Χριστίνα Φιλίππου είναι παρούσα και εκθέτει τις απόψεις της αλλά και οι εικόνες από τη ζωή της επίσης είναι παρούσες…-, δίνει ένα ιδιαίτερα αξιόλογο ντοκιμαντέρ που σε κρατάει, όσο στυφό και «ειδικό» και αν είναι το θέμα του.


Στο «Απολυτήριο» (ή «Αποφοίτηση») (Ρουμανία/Γαλία/Βέλγιο, 2016, «Επίσημο Πρόγραμμα») ο εξαίρετος Ρουμάνος Κριστιάν Μουντζίου επιβεβαιώνει την κλάση του. Στο τρανσιλβανικό Κλουζ της Ρουμανίας ο Ρόμεο Άλντεα, ένας γιατρός χειρούργος, με καταθλιπτική γυναίκα αλλά και με ερωμένη, έχει όνειρο ζωής να στείλει την κόρη του που αποφοιτά από το λύκειο να σπουδάσει ψυχολογία στην Αγγλία όπου έχει εξασφαλίσει υποτροφία. Αρκεί να έχει υψηλό βαθμό στο απολυτήριό της. Την παραμονή των εξετάσεών της, όμως, υφίσταται σεξουαλική επίθεση. Ο βιαστής δεν καταφέρνει το σκοπό του αλλά το κορίτσι, φυσικά, δεν θα είναι σε θέση την επομένη να γράψει όπως πρέπει. Ο γιατρός, τότε, μπλέκει σε ένα λαβύρινθο επιστρατεύοντας όλες του τις γνωριμίες για να εξασφαλίσει, με «αντίδωρα», η κόρη του τη βαθμολογία που χρειάζεται. Σωρευτικά η προσπάθεια καταλήγει σε χιονοστιβάδα που τον συντρίβει. 

Ο Μουντζίου, διαπερνάει -και μέσα από το εξαιρετικά πυκνογραμμένο σενάριό του-, με τον ψυχρό, κυνικό ρεαλισμό που τον διακρίνει («4 μήνες, 3 εβδομάδες, 2 μέρες»), χωρίς κορόνες, τη βαθιά βιωμένη διαφθορά της ρουμάνικης κοινωνικής ζωής ενώ παράλληλα, με ύφος Χάινεκε, πλέκει και ένα δίχτυ σκοτεινού, ακαθόριστου μυστηρίου που αγγίζει το σασπένς. Ο Αντριάν Τιτιένι και η Μαρία-Βικτόρια Ντράγκους κρατούν επάξια το κύριο βάρος στη διανομή με άλλους καλούς ηθοποιούς πλάι τους. Μία σπουδαία ταινία για την οποία δίκαια ο Μουντζίου βραβεύτηκε -εξ ημισείας, έστω με τον Ολιβιέ Ασαγιάς- ως καλύτερος σκηνοθέτης στο φετινό Φεστιβάλ των Κανών, η καλύτερη που είδα στην Μπίτολα.
O Χιλιανός με εβραιο-ουκρανικές ρίζες Αλεχάντρο Χοντορόφσκι με την «Ατελείωτη ποίησή» του (Γαλία/Χιλή, 2016, «Επίσημο Πρόγραμμα») συνεχίζει, στα 87 του χρόνια, μετά το «Χορό της πραγματικότητας», να «αυτοβιογραφείται» χρησιμοποιώντας τους ίδιους ηθοποιούς: τα παιδικά και εφηβικά του χρόνια, ο μεγάλος σεισμός στην Χιλή, η απελευθέρωσή του από τα οικογενειακά δεσμά, η ένταξή του στους χιλιανούς μποέμικους καλλιτεχνικούς κύκλους της δεκαετίας του ’40… Μία κατ’ όνομα αυτοβιογραφία, στην ουσία άλλη μία κατάδυση στην αχαλίνωτη, παροξυσμική φαντασία του όπου μπλέκονται γεγονότα από τη ζωή του -ο θεότρελος, σουρεαλιστικός, «καλτ» κόσμος του Χοντορόφσκι. Ένας κόσμος χωρίς ειρμό, κάποτε προχειροστημένος, χοντροκομμένος αλλά που, τελικά, σε γοητεύει. Η μητέρα του Σάρα που μιλάει πάντα τραγουδώντας σαν να πρόκειται για όπερα ή η ποιήτρια Στέλα Δίας Βαρίν, απολαυστικές, σπαρταριστές φιγούρες που μένουν ανεξάλειπτες στη μνήμη.
Η πρώτη ταινία της Δευτέρας ήταν τούρκικη: «Το ξεσκονόπανο» της Τουρκάλας Άχου Όζτουρκ (Τουρκία, 2015, «Το Φως της Τουρκίας»). Δύο Κούρδισες, γειτόνισσες, φίλες κολλητές, δουλεύουν καθαρίστριες στην Ιστάνμπουλ. Η Χατούν, με έναν άχρηστο σύζυγο στο σπίτι, μεγαλοπιάνεται, ονειρεύεται να αγοράσει σπίτι σε αστική γειτονιά, αρνείται να λέει ότι είναι Κούρδισα, μέχρι να την προσγειώσει η -σκληρή- πραγματικότητα… Η Νεσρίν διώχνει τον άντρα της από το σπίτι. Να τον προειδοποιήσει ήθελε αλλά εκείνος δεν γυρίζει. Δεν μπορεί να ζήσει, όμως, χωρίς αυτόν. Τον ψάχνει αλλά δεν τον βρίσκει, χάνει και μία δουλειά που είχε και απομένει, με το κοριτσάκι της, την Ασμίν, μόνη, άνεργη, απένταρη, χωρίς κοινωνική ασφάλιση, με κατάθλιψη, να προσπαθεί να επιζήσει. Δεν θα τα καταφέρει. Η Άχου Όζτουρκ ακουμπώντας στον ρεαλισμό, αποφεύγοντας το μελό και αντικρίζοντας την αλήθεια κατάματα, έχει κάνει μία ταινία με καθαρά γυναικεία ματιά, με άξονα γυναίκες, προβάλλοντας ανάγλυφα και τίμια, έστω χωρίς μεγάλη εμβάθυνση, τις ταξικές διαφορές και τη θέση της γυναίκας στη χώρα της. Το φινάλε, με την Χατούν να αναλαμβάνει την Ασμίν που ήθελαν να τη στείλουν στο χωριό της Νεσρίν, στους συγγενείς της, και τις δυο τους να περπατούν, παίζοντας και χαζογελώντας στο δρόμο, μία συγκινητική πνοή αισιοδοξίας.


Το ντοκιμαντέρ «Ο κόσμος σύμφωνα με τον κύριο Χιάρ» (Κάτω Χώρες, 2015, «Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ») του Ολανδού Σιορς Σβιέρστρα έχει πρωταγωνιστή του τον επίσης ολανδό φωτογράφο Γιερούν Ρόμπερτ Κράμερ που διέπρεψε σε διεθνή έντυπα με τις φωτογραφίες του από εμπόλεμες ζώνες επί δέκα χρόνια -Ιράκ, Αφγανιστάν, Κένια, Λίβανος, Φιλιπίνες, Πακιστάν…- αποτυπώνοντας συγκλονιστικά τη βία του πολέμου. Κάποια στιγμή, όμως, έφτασε στον κορεσμό. Αποφάσισε να σταματήσει, να εγκατασταθεί στην Βιριτό και να αρχίσει μία καινούργια ζωή ως καλλιτέχνης φωτογράφος πια. Εκεί «συνάντησε» τον «κύριο Χιάρ». Έναν γηραιό τζέντλεμαν στον οποίο αναγνωρίζει μία καλύτερη εκδοχή του εαυτού του -«ο ήρωας που ποτέ δεν θα μπορούσα να είμαι». Περπατούν μαζί, μιλούν για τέχνη, για λογοτεχνία, για την ομορφιά των μικρών πραγμάτων της ζωής… Ο «κύριος Χιάρ» γίνεται πηγή έμπνευσης για τον Κράμερ. Ο οποίος, πια, νοιώθει τύψεις και ντροπή για το φωτογραφικό παρελθόν του -για τους ανθρώπους που φωτογράφιζε στις χειρότερες στιγμές τους και χωρίς την άδειά τους. Στο ντοκιμαντέρ ο Κράμερ, όχι απόλυτα συμβιβασμένος, προφανώς, με τη ζωή του -αλκοόλ, χάπια…- αφηγείται στο φακό αποκλειστικά, εμμονικά τη «γνωριμία» του με τον «κύριο Χιάρ» αρνούμενος κάθε άλλη αναφορά στο παρελθόν του. Μόνο που ο «κύριος Χιάρ» αρνείται να φωτογραφηθεί ο ίδιος και να τον δείξει η κάμερα. Αλλά έχουμε ήδη καταλάβει πως, προφανώς, δεν υπάρχει. Πως είναι το φαντασιακό alter ego του Κράμερ. Πως μόνο με αυτό μπορεί πια ο φωτογράφος να ζήσει. Ένα ιδιότυπο, μελαγχολικό ντοκιμαντέρ για τη μοναξιά.


Τη βιογραφία της Λόι Φούλερ (1862-1928), από τις αμερικανίδες πρωτοπόρους του σύγχρονου χορού, άγνωστης στο ευρύ κοινό, παρουσιάζει «Η χορεύτρια» (Γαλία/Βέλγιο/Τσεχία, 2016, «Επίσημο Πρόγραμμα»), πρώτη ταινία της Γαλίδας Στεφανί ντι Τζιουστό. Ξεκινώντας από το μακρινό Ιλινόι, παιδί θαύμα στο θέατρο και το χορό, που πρωτοεμφανίστηκε στο Σικάγο στα τέσσερά της, με δύσκολα παιδικά χρόνια, με πατέρα που δολοφονήθηκε αλλά πολυτάλαντη, θα καταφέρει να κάνει όνομα στις ΗΠΑ πριν μεταναστεύσει το 1892 στην Γαλία όπου θα πρωτοεμφανιστεί στο «Φολί Μπερζέρ» κατακτώντας το παρισινό κοινό και τη διανόηση της εποχής. Ανοίγοντας το δρόμο στην ελεύθερη έκφραση στο χορό, δίνοντας έμφαση στα κοστούμια και, κυρίως, στους φωτισμούς θα φτάσει να αλώσει έως και την, τότε, αυστηρά συντηρητική Όπερα του Παρισιού. Μανιακή με τη δουλειά της και τις λεπτομέρειες, δουλεύοντας εξαντλητικά, σε βάρος της υγείας της, θα δημιουργήσει δική της ομάδα από νέες χορεύτριες όπου, ανάμεσά τους, θα ξεφυτρώσει και η Ιζαντόρα Ντάνκαν. Γοητευμένη με τη νεαρή -λεσβιακές αποχρώσεις υπεισέρχονται, όπως και στη σχέση της με την ταμένη έμπιστή της Γκαμπριέλ…-, η Φούλερ, αλλά και διαβλέποντας ένα μεγάλο ταλέντο, θα δώσει εντυπωσιακές ευκαιρίες στην εξαιρετικά φιλόδοξη και οπλισμένη με υπέρμετρη αποφασιστικότητα μέχρι το θράσος Ιζαντόρα που σύντομα θα «κλέψει» και θα παραμερίσει τη δασκάλα και φίλη της, την ήδη ταλαιπωρημένη από τα μάτια της και το κουρασμένο σώμα της αλλά και από τη σχέση της με έναν ναρκομανή αριστοκράτη. Η Ντι Τζιουστό καλλιγραφεί με επάρκεια τη βιογραφία της με βασικό μοχλό την έξοχη φωτογραφία του Φρανσουά Ντεμπί. Η τραγουδίστρια, τραγουδοποιός, μουσικός αλλά και ηθοποιός Σοκό, στην οποία έχει ανατεθεί ο επώνυμος ρόλος, τα βγάζει πέρα χωρίς εξάρσεις. Την πανέμορφη, μόλις 17χρονη Λίλι-Ρόουζ Ντεπ (κόρη του Τζόνι Ντεπ και της Βανέσα Παραντί) τη θέλει το πανί: ακτινοβολεί ως Ιζαντόρα Ντάνκαν. Και δεν δείχνει άμοιρη ταλέντου.
Βιογραφική είναι και «Η τελευταία οικογένεια» (Πολονία, 2016, «Προοπτικές του Ευρωπαϊκού Κινηματογράφου»), πρώτη ταινία μυθοπλασίας μεγάλου μήκους του Πολονού Γιαν Ματουζίνσκι. Εντελώς άλλου ύφους. Ο πολονός σκηνοθέτης συνθέτει ένα χρονικό των τελευταίων είκοσι οκτώ χρόνων -από το 1977 μέχρι το 2005- του ιδιόρρυθμου, επιτυχημένου αλλά αμφιλεγόμενου πολονού σουρεαλιστή ζωγράφου, γλύπτη και φωτογράφου Ζντζίσλαβ Μπεκσίνσκι. Άνθρωπος, παρά τις χαρντκόρ σεξουαλικές φαντασιώσεις του και την αγάπη του να ζωγραφίζει ενοχλητικά θέματα, πράος, αραχνοφοβικός, με λατρεία στην κλασική μουσική την οποία θέλει να ακούει συνέχεια όταν δουλεύει, που νοιάζεται την οικογένειά του -την αγαπημένη του σύζυγο Ζόφια, τον ψυχωτικό, αυτοκτονικό γιο του, ραδιοφωνικό παραγωγό, δημοσιογράφο για μουσικά θέματα και μεταφραστή διαλόγων ταινιών, Τόμας Μπεκσίνσκι, με τις συχνές κρίσεις και τα σεξουαλικά προβλήματα (τελικά, μετά από διάφορες απόπειρες και αφού επέζησε από αεροπορικό δυστύχημα, κατάφερε να αυτοκτονήσει στα 41 του χρόνια), τη μητέρα και την πεθερά του, που ζουν όλοι μαζί στο στενόχωρο διαμέρισμά τους των κομμουνιστικών χρόνων-, ο Μπεκσίνσκι, με μία βιντεοκάμερα κολλημένη στα χέρια του να βιντεοσκοπεί εμμονικά τα πάντα, έως και τους θανάτους στην οικογένεια, έως και τις κηδείες, προσπαθεί να ισορροπήσει ενώ αρνείται να πουλήσει τους πίνακές του σε ένα συλλέκτη που τον πολιορκεί. Ο Ματουζίνσκι έχει κάνει μία ταινία αποστασιοποιημένη, με το κεντροευρωπαϊκό χιούμορ που ομολογώ πως δεν με θέλγει, δύσκαμπτη και λίγο φλύαρη. Ο διακεκριμένος Άντζεϊ Σεβέριν στο ρόλο του Μπεκσίνσκι-πατέρα είναι βέβαια ένα μεγάλο ατού του, πολύ καλή η Ζόφια της Aλεξάντρα Κονιέτσνα αλλά ο Ντάβιντ Ογκρόντνικ στο ρόλο του Τόμας με εκνεύρισε και με εξάντλησε με το υπερβολικό έως υστερικό παίξιμό του.
Τρίτη -η τελευταία μου μέρα στο Φεστιβάλ- και κατάφερα να δω τρεις από τις οκτώ μικρού μήκους ταινίες του Διαγωνιστικού Προγράμματος, από τις οποίες οι επτά προέρχονταν από διάφορα Τμήματα του Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους του Κλερμόν Φεράν.
Στη σκοτεινά ειρωνική «H Positive» (Ενωμένο Βασίλειο/Ισπανία, 2015, «Διαγωνιστικό Μικρών Ταινιών») ο ήρωας του Βρετανού Γκλεν Πέιτον, που υπογράφει τη σκηνοθεσία, πάσχει από ανίατη ασθένεια η οποία παρατείνεται αλλά έχει και το χρήμα με το οποίο μπορεί να προσφέρει στον εαυτό του το μέσο για μία ευφορική ευθανασία: ένα εντυπωσιακό ρόλερ κόστερ, ένα τρενάκι του λούνα παρκ -εξαιρετικό το ντεκόρ-, τόσο ισχυρό και ταχύ, ώστε να πρoκαλεί στον επιβάτη εγκεφαλική υποξία με αποτέλεσμα το θάνατό του. Όπερ και συμβαίνει. Έξοχος ρυθμός και λουστραρισμένη, άψογη παραγωγή που με άφησε, πάντως, αδιάφορο.
Με τραχύ μαύρο χιούμορ αλλά άτεχνο το «Πολεμώντας για θάνατο» (Μακεδονία, 2016, «Διαγωνιστικό Μικρών Ταινιών») της Μακεδόνισσας Ελεονόρα Βενίνοβα. Δύο γέροι ερίζουν πάνω από έναν ανοιγμένο τάφο: Μιλόικο που τον άνοιξε πλάι στον τάφο της γυναίκας του, για να τον θάψουν εκεί, και ο Γιάνκο που τον διεκδικεί με το επιχείρημα ότι ο τάφος ανήκει στους γονείς του, ότι τον κληρονομεί και ότι αυτόν επιθυμεί να θάψουν εκεί.

Το «Βόρειο Μεγάλο Βουνό» (Σουηδία, 2015, «Διαγωνιστικό Μικρών Ταινιών») της Σουηδής Αμάντα Σέρνελ ήταν η πιο «ζουμερή» από τις τρεις μικρού μήκους ταινίες που είδα: η 78χρονη Έλε έχει απωθήσει και αρνείται την καταγωγή της, ότι είναι, δηλαδή, Σάμι (Λαπονίδα) και ότι μεγάλωσε στα βουνά της Λαπονίας. Ισχυρίζεται ότι είναι καθαρή Σουηδή και μάλιστα από τα νότια. Αλλά η στιγμή της αλήθειας φτάνει: η αδελφή της, που συνέχισε να ζει στα βόρεια ως Σάμι, πεθαίνει και ο γιος της Έλε την πείθει ότι πρέπει να πάνε στην κηδεία. Με αρνητικότητα το αντιμετωπίζει, πηγαίνουν πάντως, είναι τυπική αλλά, όταν αντιλαμβάνεται πως ο γιος της σχεδιάζει να μείνουν εκεί και τη νύχτα, το σκάει και καταφεύγει σε ένα ξενοδοχείο. Το παρελθόν, όμως, θα ξυπνήσει και θα τη βρει να σκαρφαλώνει στο βουνό και να γυρίζει πλάι στο φέρετρο της αδελφής της.



Τρίτης ηλικίας όλοι. Μοναχικοί. Ένας συνταξιούχος καθηγητής μαθηματικών που έχει την τρέλα να μαζεύει ό,τι βρει και να έχει μετατρέψει το διαμέρισμά του σε σκουπιδότοπο -ο Μιχαήλ. Μία μουσικός. Μία γιατρός. Μία εργάτρια που έχει χάσει οκτώ παιδιά. Mία ταμίας. Ένας μεταλλοκολλητής. Μία λογίστρια. Ένας άνεργος. Ένας πολυτεχνίτης. Τι μπορεί να τους έχει ενώσει; Μία ερασιτεχνική ομάδα χορού ηλικιωμένων -«Οι Εκλεκτοί»- και η Γιασμίνα, η δασκάλα τους. Που τους εμπνέει πίστη στον εαυτό τους και στις δυνατότητές τους, που τους τονώνει το ηθικό. Φτάνουν μέχρι σε διαγωνισμό ερασιτεχνικών χορευτικών συγκροτημάτων. Δεν θα κερδίσουν. Θα απογοητευτούν προς στιγμή αλλά δεν θα το βάλουν κάτω. Αυτό είναι η ζωή τους. Αυτό πλουτίζει, δίνει νόημα, αλλάζει την καθημερινότητά τους -ο Μιχαήλ αποφασιστικά αδειάζει το διαμέρισμά του από τη σαβούρα. Ο Αρμάν Γιεριτσιάν στο ντοκιμαντέρ του «Ένα, δύο, τρία» (Αρμενία, 2016, «Τα Καλύτερα του Διεθνούς Κινηματογραφικού Φεστιβάλ ‘Χρυσό Βερίκοκο’ της Αρμενίας») απομονώνει τις ατομικές περιπτώσεις των γερόντων, τους αποσπά εξομολογήσεις, τους βρίσκει σε στιγμές προσωπικές, σε στιγμές μοναξιάς, σε στιγμές αδυναμίας, τους συναντάει σε στιγμές ανάτασης όπου κυριαρχεί το «όλοι μαζί» και, ισορροπώντας δεξιοτεχνικά ανάμεσα στη συγκίνηση και το χιούμορ, τη μελαγχολία και την ευφορία, έχει πλάσει μία απλή, ανάλαφρη υπέροχη ταινία για τη χαρά της ζωής, που η αλήθεια της ξεχειλίζει.
Δεν έλειψε το προσφυγικό από το Φεστιβάλ: «Στο σπίτι μας στον κόσμο» είναι ο τίτλος του ντοκιμαντέρ του Δανού Αντρέας Κούφουντ (Δανία, 2015, «Πρόγραμμα Ντοκιμαντέρ») ο οποίος καταπιάνεται με το θέμα των παιδιών των προσφύγων που έχουν ζητήσει άσυλο στην Δανία. Ενώ οι αιτήσεις εκκρεμούν και οι γονείς αγωνιούν αν η άδεια παραμονής θα τους δοθεί ή όχι, ο Ερυθρός Σταυρός έχει στήσει ένα σχολείο για τα παιδιά τους -βασικά για να μάθουν τη γλώσσα της χώρας που τα φιλοξενεί και να εγκλιματιστούν στα της δανικής κοινωνίας. Όσα κριθούν ότι μπορούν να προχωρήσουν προωθούνται σε κανονικά δανικά σχολεία. Ο ντροπαλός Μαγκoμέτ από την Τσετσενία, που ο πατέρας του κινδυνεύει να απελαθεί με άγνωστο μέλλον, ο Aλί από το Αφγανιστάν, που βλέπει εφιάλτες, ο Αμέλ από την Βοσνία, που του λείπουν οι φίλοι τους οποίους άφησε πίσω, η Χεντά, από την Τσετσενία επίσης, ο Σεμούζ από την Σιρία -σχεδόν όλα περίπου στα δέκα χρόνια τους- είναι οι πέντε περιπτώσεις στην καθημερινή ζωή των οποίων στέκεται με σεβασμό και ανοιχτό μυαλό ο σκηνοθέτης. Φόβοι, τραύματα, παρελθόν με μνήμες πολέμου και βίας, εξομολογήσεις όσων εμπιστεύτηκαν το σκηνοθέτη… Δεν είναι και τόσο απλά τα πράγματα για τα παιδιά αυτά. Αν όμως το σχολείο τα αγκαλιάζει και τα νοιάζεται όπως αυτό που βλέπουμε, αν οι δάσκαλοι είναι όπως αυτοί της ταινίας, το μέλλον τους μοιάζει πιο σίγουρο, πιο ειρηνικό, πιο ανθρώπινο. Αλλά στην Δανία ο πολιτισμός και η παιδεία είναι λίγο διαφορετικά από τα δικά μας… Πολύ ενδιαφέρον ντοκιμαντέρ.
«Ο δαίμων του νέον» (Δανία/Γαλία, 2016, «Επίσημο Πρόγραμμα») από τον τίτλο του φανερώνει την εκζήτηση που διέπει την ταινία. Η 16χρονη Τζέσι, επίδοξο μοντέλο, φτάνει από τη μικρή επαρχιακή πόλη της στο Λος Άντζελες για να δοκιμάσει την τύχη της. Μία μακιγιέζ που ενδιαφέρεται ερωτικά για το κορίτσι θα την προωθήσει. Θα την προσέξουν. Ειδικά, ο διακεκριμένος σχεδιαστής μόδας Ρόμπερτ Σάρνο. Που μένει εμβρόντητος με το ακτινοβόλο πλάσμα. Η Τζέσι παίρνει την άγουσα για τοπ μόντελ. Τα νιάτα, η ζωτικότητα και η γρήγορη επιτυχία της ξεσηκώνουν μίση και πάθη στις αντίζηλές της που χρησιμοποιούν κάθε μέσο για να την εξοντώσουν και να την καταβροχθίσουν. Στο τέλος θα το καταφέρουν. Κυριολεκτικά… Ο δανός σκηνοθέτης Νίκολας Γουίντινγκ Ρεφν έχει δημιουργήσει, με τη συνεργασία σκηνογράφου, ενδυματολόγου, μουσικού και της διευθύντριας φωτογραφίας Νατάσα Μπράιερ που έχει κάνει εξαιρετική δουλειά, μία εντυπωσιακή ταινία με προσωπικό στιλ. Όλα, όμως, μένουν τόσο μα τόσο επιφανειακά… Και το ξώπετσο σενάριο, στο τέλος, εκτροχιάζεται ώστε νε μην ξέρεις αν πρόκειται για θρίλερ, ταινία φρίκης ή παρωδία τους. Σίγουρα πάντως πρόκειται για εξεζητημένο σινεμά που στόχος του, απλώς, είναι να γίνει «καλτ». Η νεαρή Ελ Φάνινγκ είναι ιδανική για το ρόλο: εκθαμβωτική αλλά και ικανή υποκριτικά. Ξεχώρισα, όμως, τον Σάρνο του Αλεσάντρο Νίβολα, την Σάρα της Άμπι Λι και τον Ντέσμοντ Χάρινγκτον, δικαιολογημένα εξεζητημένο φωτογράφο Τζακ. Ο Κιάνου Ριβς δεν με έπεισε ως χυδαίος και βίαιος Χανκ…
Και του χρόνου! 

Πολιτιστικό Κέντρο της Μπίτολα / 37ο Διεθνές Κινηματογραφικό Φεστιβάλ Διευθυντών Φωτογραφίας «Αδελφοί Μανάκη» της Μπίτολα, 10, 11, 12, 13 Σεπτεμβρίου 2016. 

No comments:

Post a Comment