November 15, 2016

Ποτέ δεν έχω δει τόσο πολλές καλές ταινίες μαζεμένες / 57ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης. 1


Έφτασε τα 57. Καθόλου κουρασμένο. Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης. Στον -επιτυχημένο- δρόμο της διεθνοποίησής του που χάραξε ο Μισέλ Δημόπουλος και που συνέχισαν, με τον τρόπο τους, από τη θέση, επίσης, του διευθυντή, η Δέσποινα Μουζάκη και ο Δημήτρης Εϊπίδης, 
ο Ορέστης Ανδρεαδάκης, ο «καινούργιος» -με γενική διευθύντρια την Ελίζ Ζαλαντό, βασικούς συνεργάτες τον Γιώργο Κρασσακόπουλο και τον Δημήτρη Κερκινό, πλαισιωμένος και από άλλους άξιους-, πρόσθεσε φέτος τις δικές του πινελιές. Χωρίς να επιχειρήσει, έξυπνα ποιών, άσκοπες ανατροπές ενός θεσμού επιτυχημένου.
Με μικρές αλλά ουσιαστικές -προς κάθε κατεύθυνση- κινήσεις, διαρκώς παρών, με την αμεσότητα, τη ζεστασιά και την ευγένεια που τον διακρίνουν, ο Ορέστης Ανδρεαδάκης έδωσε ένα Φεστιβάλ χωρίς τις παλιές -περιττές και εκ των πραγμάτων, σήμερα, ουτοπικές- γκλαμουριές, πολύ καλά οργανωμένο 
-οι προβολές πήγαιναν ρολόι, εξυπηρετικότατοι όλοι, τα παιδιά στις αίθουσες υπέροχα…-, επιτυχημένο, με ουρές στα ταμεία, με φισκαρισμένες αίθουσες -οι αριθμοί θα το πιστοποιήσουν υποθέτω.
Είμαι τακτικός του Φεστιβάλ εδώ και χρόνια. Δεν πηγαίνω σε συνεντεύξεις Τύπου, δεν παρακολουθώ μάστερκλας, ενώ πολύ θα το ήθελα, δεν συχνάζω στα πάρτι και στις παράλληλες εκδηλώσεις, ενώ θα γούσταρα, για ένα και μόνο λόγο: για να έχω το χρόνο και τη δυνατότητα να βλέπω, σχεδόν αποκλειστικά, ταινίες -όσο περισσότερες μπορώ. Θέλω να καταθέσω πως ποτέ δεν είχα δει τόσο πολλές καλές ταινίες όσο φέτος. Μπορεί να ήταν σύμπτωση αλλά έτσι είναι τα φεστιβάλ -λότο παίζεις. Πάντως, 19 ταινίες -στις πέντε μέρες/νύχτες που έμεινα στην Θεσσαλονίκη- οι οποίες όλες είχαν, τουλάχιστον, ενδιαφέρον δεν είναι και άσχημη σοδιά. Το αντίθετο.
Θα τις διατρέξω. Με ευχαριστίες στους ανθρώπους του Φεστιβάλ -με πρώτες την Δήμητρα Νικολοπούλου, υπεύθυνη Επικοινωνίας και Γραφείου Τύπου, και την Στέλλα Βλαχομήτρου από την Φιλοξενία.

Δευτέρα 

Φτάνουμε Δευτέρα μεσημέρι, στο ξενοδοχείο πρώτα, για τις κάρτες διαπίστευσης κατόπιν και, κατευθείαν, στην αίθουσα για την πρώτη ταινία. Μία έκπληξη -ιδιαίτερα ευχάριστη- και μία αισιόδοξη αρχή για καλή συνέχεια: «42 δευτερόλεπτα ευτυχίας» (ΗΠΑ, 2016) της Χριστίνας Κάλλας («Φεστιβάλ Ελληνικού Κινηματογράφου»/«Έλληνες της Διασποράς»).
Δύο λεσβίες ετοιμάζονται να παντρευτούν και καλούν στο σπίτι τους, δύο μέρες πριν από το γάμο, τους κοντινούς τους: ένα φιλικό ζευγάρι, μία φίλη που ο άντρας της την έχει εγκαταλείψει, ένα φίλο της μιας που θα βοηθήσει στα του γάμου και το αδελφό της άλλης, αλλά, ως μάνα της ανιψιάς τους, και την πρώην γυναίκα του, με την οποία αυτός δεν διατηρεί καλές σχέσεις και η οποία, επιπλέον, κουβαλάει μαζί της τον -επίσης- διαζευγμένο καινούργιο σύντροφό της. Ένταση και, επιπλέον, ξαφνικά εμφανίζεται η πρώην γυναίκα του και μάνα των δύο παιδιών τους σε έξαλλη κατάσταση, κραδαίνοντας πιστόλι και απειλώντας. Έκρηξη αλλά τελικά τα βρίσκουν -το εντ είναι… χάπι.
Θα μπορούσε να είναι μία φάρσα α λα Φεντό. Δεν είναι. Η εγκατεστημένη στις ΗΠΑ σκηνοθέτρια -ήδη ξεσκολισμένη στο σινεμά ως σεναριογράφος, παραγωγός και θεωρητικός- στην πρώτη μεγάλου μήκους ταινία της -ανεξάρτητη παραγωγή- κρατάει σταθερά την κατάσταση στα χέρια της. Και μιλάει για τις σχέσεις γάμου και γενικότερα τις ερωτικές σχέσεις απλά, λέγοντας με έναν ανάλαφρο τρόπο, σε μία ταινία που πάλλεται από χιούμορ, τα πιο σοβαρά πράγματα. Πολύ καλή, γόνιμη αφομοίωση του στιλ των πρώτων, κυρίως, ταινιών του Τζον Κασσαβέτη, με την κάμερα στο χέρι να τρέχει από πρόσωπο σε πρόσωπο και με ηθοποιούς που αυτοσχεδιάζουν ελεγχόμενα, μετά από τεράστια, προφανώς, προπαρασκευαστική δουλειά. Τα δελτία εκτάκτων καιρικών συνθηκών για επερχόμενο τυφώνα που πέφτουν ανάμεσα και παράλληλα με τη δραματική κορύφωση, εξαιρετικό εύρημα. Υπέροχη ταινία!



Αμερικάνικη επαρχία. Πλήξη. Έξι βασικά πρόσωπα και άλλα περιφερειακά. Στιγμιότυπα από την καθημερινή ζωή τους, ετοιμασίες για νυχτερινή έξοδο... Πρόσωπα συνηθισμένα και πρόσωπα ασυνήθιστα, αλλόκοτα. Ο ένας τους καθαρίζει προσεκτικά το όπλο του. Όλοι αγέλαστοι -μικρές ψηφίδες ενός μωσαϊκού, του μωσαϊκού της αμερικάνικης κοινωνίας. Και, ανάμεσα, η σκηνοθεσία να παρεμβάλει σε φλας φόργουορντ νύξεις για ένα μακελειό που έγινε σε πολυσινεμά. Τίποτα δεν ονοματίζεται ή δεν δείχνεται ευθέως στην ταινία «Σκοτεινή είναι η νύχτα» (ΗΠΑ, 2016) του Τιμ Σάτον («Ανοιχτοί Ορίζοντες»).
Στην τελική σκηνή, σύντομα πλάνα: κάποιοι από τους ήρωες που περιμένουν στην ουρά στα ταμεία του πολυσινεμά, δύο κοπέλες, μέσα στην αίθουσα, που μιλούν για το επιτυχημένο μακιγιάζ της μιας, ο νέος που καθάριζε το όπλο του, με μία θήκη όπου το κρύβει περασμένη στον πλάτη του, να μπαίνει στον κινηματογράφο από την έξοδο κινδύνου… Χαμογελαστός -το μόνο χαμόγελο της ταινίας. Όπου πολλοί από τους ήρωες που θα γίνουν θύματα μοιάζουν εν δυνάμει δολοφόνοι.
Με αντονιονικές επιδράσεις -το τετράφωτο φανάρι-λάιτ μοτίφ της ταινίας και η γωνία από την οποία φωτογραφίζεται, ο δολοφόνος που θυμίζει Τέρενς Σταμπ…- και με εντυπωσιακή δεξιοτεχνία ο Σάτον συναρμολογεί μία καταπληκτική, έστω και αν κάποιες στιγμές κουράζεσαι, σύνθεση-μωσαϊκό όπου όλα υπονοούνται. Εξαιρετική η φωτογραφία της Ελέν Λουβάρ.
Μία ταινία που με κέρδισε προοδευτικά.



«Η οργή ενός υπομονετικού ανθρώπου» (Ισπανία, 2016) είναι η πρώτη ταινία του ηθοποιού Ραούλ Αρέβαλο («Ανοιχτοί Ορίζοντες»).
Ο Χοσέ κουβαλάει μία τραγωδία: ληστεία στο κοσμηματοπωλείο του πατέρα του οδήγησε στο θάνατο την αδελφή του μετά από άγριο ξυλοδαρμό της από τους ληστές και στο νοσοκομείο, φυτό εδώ και χρόνια, τον πατέρα του. Οι ληστές το έσκασαν και ο μόνος που η αστυνομία συνέλαβε ήταν ένας συνεργός τους, οδηγός στο αυτοκίνητο που τους περίμενε -ο Κούρο. Οκτώ χρόνια βρίσκεται στη φυλακή. Ενώ επίκειται η αποφυλάκισή του, ο Χοσέ, που ετοιμάζει την εκδίκησή του και είναι ταμένος σ’ αυτή, πλησιάζει τη γυναίκα του Κούρο -δουλεύει στο μπαρ του αδελφού της με τον οποίο ο Χοσέ έχουν γίνει φίλοι και χαρτοπαίζουν. Κάτι ερωτικό δημιουργείται ανάμεσα στους δυο τους. Όταν ο Κούρο αποφυλακίζεται, ο ευκατάστατος Χοσέ παίρνει στο εξοχικό σπίτι του τη γυναίκα, που ο άντρας της την κακομεταχειρίζεται, μαζί με το παιδί τους και εκβιάζει τον Κούρο, που δεν έχει ποτέ δώσει τα ονόματα, να του αποκαλύψει τους τρεις δολοφόνους των δικών του. Τους ψάχνουν και τους βρίσκουν. Ο Χοσέ εκδικείται άγρια τους δύο. Τον περιμένει, όμως, και μία έκπληξη μεγάλη: ποιος ήταν ο τρίτος από τους δολοφόνους. Η εκδίκηση, πάντως, θα ολοκληρωθεί. Και ο Χοσέ θα χαθεί αφού γενναιόδωρα οδηγήσει τον Κούρο στο σπίτι του για να συναντήσει γυναίκα και παιδί.
Ο Αρέβαλο δεν πρωτοτυπεί στιλιστικά. Αλλά η ταινία του, σκληρή και βίαιη όσο πρέπει, είναι σφιχτή, βασίζεται σε ένα πολύ καλό σενάριο και έχει μία πολύ καλά διαλεγμένη διανομή.

Τρίτη 

Καλή μέρα κινηματογραφικά η Δευτέρα, ακόμα καλύτερη αποδεικνύεται η Τρίτη. Και η καλή μέρα από το πρωί φαίνεται: στην βιογραφική «Η πιο ευτυχισμένη μέρα του Όλι Μάκι» (Φινλανδία/Γερμανία/Σουηδία, 2016), πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του Γιούχο Κουόσμανεν («Διεθνές Διαγωνιστικό»).

Πρόσωπο υπαρκτό, πρωταθλητής στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα, ο Όλι Μάκι, ο «φούρναρης της Κόκολα», είναι το καμάρι και η μεγάλη ελπίδα της Φινλανδίας του 1962: πρόκειται να αγωνιστεί, επαγγελματικά πια, για πρωταθλητής κόσμου στην κατηγορία φτερού, μικρότερη των κιλών του, εναντίον του αφροαμερικανού κατόχου του τίτλου Ντέιβι Μορ και όλες οι ενδείξεις είναι ότι θα νικήσει. Ο προπονητής του, o Έλις, που επιδίωξε να τον εντάξει στην κατηγορία αυτή, ως κέρβερος τον επιβλέπει και τον πιέζει να χάσει κάποια κιλά ώστε να πέσει κάτω από τα απαραίτητα 57 -οι χορηγοί ενεδρεύουν, πολλά παίζονται. Ο Όλι, όμως, θα ρίξει το βάρος στην Ράιγια, την κοπέλα που ερωτεύεται. Και στον αγώνα θα ηττηθεί. Πολύ εύκολα -στα σημεία, από τον δεύτερο γύρο. Όλοι θα απογοητευτούν. Αλλά όχι ο Όλι. Γιατί θα κερδίσει στη ζωή. Η Ράιγια θα γίνει γυναίκα του. Και θα ζήσουν μαζί πολλά χρόνια -ακόμα μαζί ζούνε.
Ιστορία από τις χιλιοειπωμένες αλλά ο φινλανδός σκηνοθέτης βρίσκει τον τρόπο να την αφηγηθεί, μεστά, λιτά, μακριά από τα χολιγουντιανά πρότυπα τύπου «Ρόκι», συγκινητικά, χωρίς, όμως, ίχνος από μελοδραματικά, πιασάρικα τερτίπια. Η έξοχη, ασπρόμαυρη, αδρή φωτογραφία του Γιάνι-Πέτερ Πάσι τον βοηθάει πολύ. Καθώς και οι τρεις βασικοί ηθοποιοί του: Γιάρκο Λάχτι-Όλι, Όονα Άιρόλα-Ράιγια και Έερο Μιλόνοφ -ο καλύτερος κατά τη γνώμη μου, στο ρόλο του Έλις.
Η σκηνή με τον Όλι και την Ράιγια που το σκάνε από τη δεξίωση, μετά τον αγώνα, πάνε κοντά στην θάλασσα για να πετάξουν βότσαλα και αναρωτιούνται αν θα γεράσουν μαζί ενώ φευγαλέα περνάει πλάι τους ένα ζευγάρι γερόντων πιασμένων χέρι-χέρι, ένα βαθύτατα τρυφερό, συγκινητικό φινάλε, που, όταν στους τίτλους τέλους, διάβασα ότι είναι ο πραγματικός Όλι και η πραγματική Ράιγια, έγινε ακόμα πιο συγκινητικό -για μένα η πιο πολύτιμη στιγμή του Φεστιβάλ, που την κρατώ. 



Ο «Αποχωρισμός» (Ιράν/Αφγανιστάν, 2016) του Αφγανού Ναβίντ Μαχμουντί («Ανοιχτοί Ορίζοντες») είναι η επόμενη ταινία μας.
Ο Αφγανός Ναμπί είναι ερωτευμένος με την Φερεστέ. Που αναγκάστηκε να ακολουθήσει την οικογένειά της η οποία έφυγε από το ανασφαλές Αφγανιστάν και ζήτησε καταφύγιο, στο Ιράν -στην Τεχεράνη. Φοβούμενος για τη ζωή του -ο αδελφός του κάποιον σκότωσε σε έναν καυγά και η οικογένεια του θύματος, ενώ αυτός κατέφυγε στο Τατζικιστάν, ζητάει εκδίκηση, ξεσηκώνει βεντέτα και ήδη έχουν αποπειραθεί να σκοτώσουν τον Ναμπί-, το σκάει, περνάει παράνομα τα σύνορα ενώ οι φρουροί πυροβολούν τους φυγάδες και, κλεισμένος στο πορτ μπαγκάζ ενός λεωφορείου, φτάνει στην Τεχεράνη. Το σχέδιο είναι να το σκάσουν με την Φερεστέ, την ίδια μέρα, στην Τουρκία -συγγενείς του σκοτωμένου από τον αδελφό του, που ζητούν εκδίκηση, ζουν και στην Τεχεράνη, και δεν είναι ασφαλής-, να περάσουν στην Ελλάδα και να φτάσουν στην Γερμανία.
Και, ενώ από την τηλεόραση περνούν ειδήσεις για τα ναυάγια και τους πνιγμένους πρόσφυγες στο Αιγαίο, αρχίζουν αγώνα να βρουν τα λεφτά που τους ζητάει ο διακινητής. Ο εργοδότης στη μικρή βιοτεχνία όπου δουλεύει η Φεριτέ την κοροϊδεύει και δεν της δίνει αυτά που της χρωστάει, ο φίλος, στον οποίο ποντάριζε ο Ναμπί, τον καρφώνει στους διώκτες του που τον σπάνε στο ξύλο… Ο Ναμπί, που αγαπάει την Φερεστέ, καταλαβαίνει ότι δεν πρέπει να την εμπλέξει στους κινδύνους που συνεπάγεται το ταξίδι, ο διακινητής τον λυπάται, τον δέχεται δίχως χρήματα και ο νεαρός Αφγανός φεύγει, χωρίς να της πει τίποτα, μόνος του, μισερωμένος, κλεισμένος, και πάλι, στο πορτ μπαγκάζ ενός αυτοκινήτου. Δεν ξέρουμε τι θα συμβεί -το φινάλε μένει ανοιχτό. Εκείνο που ξέρουμε είναι ότι αυτόν τον έρωτα τον έχουν σκοτώσει οι συνθήκες. Το τελικό γκρο πλάνο τα λέει όλα: πίσω από τη βγαλμένη -για να παίρνει αέρα ο κλεισμένος μέσα Ναμπί- κλειδαριά του πορτ μπαγκάζ, που ο φακός εστιάζει πάνω της, διακρίνουμε το τρομαγμένο, απελπισμένο μάτι του.
Το -καλών προθέσεων- σενάριο πάσχει από ευκολίες και κακοτεχνίες, οι ηθοποιοί είναι ειλικρινείς αλλά αδύναμοι, τα μέσα περιορισμένα... Η σκηνοθεσία, πάντως, αποφεύγει τους μελοδραματισμούς και ακουμπάει στο λυρισμό με μία πρωτογενή αθωότητα. Το θέμα είναι, όμως, εκείνο που βγάζει συγκίνηση. Και το ιδιαίτερο της ταινίας είναι πως εμείς που, τελευταία, κατά κόρον, ακούμε και βλέπουμε -εκ των έξω- την τέχνη να καταπιάνεται με το θέμα αυτό -τους πρόσφυγες, τις ταλαιπωρίες, τις τραγωδίες που τους συμβαίνουν μέχρι να φτάσουν στην «ελευθερία»...- μπορούμε να δούμε από την «άλλη πλευρά» -εκ των έσω: τι τραβούν μέχρι να πάρουν το δρόμο αυτό, τα βάσανά τους, τα προσωπικά δράματα…




Στην «Πέτρα της καρδιάς» (Ισλανδία/Δανία, 2016) -που, δίκαια, τιμήθηκε με το Ειδικό Βραβείο της Κριτικής Επιτροπής «Αργυρός Αλέξανδρος»- οι βασικοί ήρωες του Ισλανδoύ σκηνοθέτη Γκούδμουντουρ Άρναρ Γκούδμουντσον που υπογράφει την πρώτη μεγάλου μήκους ταινία του («Διεθνές Διαγωνιστικό») είναι δύο έφηβοι σε ένα ψαροχώρι της Ισλανδίας. Κολλητοί, ο Θορ και ο Κρίστιαν μιλούν για κορίτσια, «παίζουν» με δύο κορίτσια, αυνανίζονται, αλητεύουν, ξενυχτούν... Η ζωή τους δεν είναι και η καλύτερη. Ο Θορ ζει με τη χωρισμένη μάνα του, που προσπαθεί να υπάρχει στη ζωή φέρνοντας στο σπίτι εραστές της μιας νύχτας, και τις δύο αδελφές του -η μία, με καλλιτεχνικές τάσεις, ζωγραφίζει και γράφει ποιήματα, η άλλη συγκρούεται με σφοδρότητα, κάθε τόσο, με τη μάνα της. Ο Κριστιάν ζει με τους γονείς του -ο βίαιος, μέθυσος πατέρας κακοποιεί τη γυναίκα του.
Μία ερωτική έλξη, ανεκδήλωτη, υποβόσκει ανάμεσα στα δύο αγόρια. Στο χωριό αρχίζει να διαδίδεται πως ο Κριστιάν είναι ομοφυλόφιλος. Η παρέα των «σκληρών» συνομηλίκων τους γίνεται επιθετική, αμείλικτη. Εκείνος θα αποπειραθεί να αυτοκτονήσει. Θα γλιτώσει αλλά η οικογένεια θα φύγει για το Ρέικιαβικ -οι γονείς, άλλωστε, χωρίζουν. Η εφηβεία τελειώνει.
Ο Γκούδμουντσον, πατώντας στο γερό, καλοδουλεμένο σενάριό του, χειρίζεται με μεγάλη λεπτότητα, με τρυφερότητα, ποιητικά, με λυρισμό το θέμα του δένοντάς το με τη φύση -φύση σκληρή, άδεντρα βράχια, η όχι ιδιαίτερα φιλική θάλασσα…-, φύση που υπογραμμίζει τις καταστάσεις. Συγκλονιστική ταινία που μόνο λίγο μάζεμα θα ήθελε.


«Η ζωή μιας γυναίκας» (Γαλλία, 2016) του Στεφάν Μπριζέ («Ειδικές Προβολές») είναι η τρίτη μεταφορά στον κινηματογράφο του -πρώτου (1883)- μυθιστορήματος του γάλου ρομαντικού Γκι ντε Μοπασάν.
Στην επαρχιακή Γαλία του 1819 οι γονείς της παντρεύουν τη μοναχοκόρη τους Ζαν - αριστοκρατική, πλούσια οικογένεια οι Λε Περτουί ντε Βο, με έσοδα από φάρμες- με τον Ζουλιέν ντε Λαμάρ, έναν νεαρό ευγενή της περιοχής. Το ερωτικό σμίξιμο δεν πετυχαίνει. Εκείνος, που αποδεικνύεται άθλιος χαρακτήρας, ρίχνεται στην καμαριέρα του σπιτιού, την Ροζαλία, που μένει έγκυος και γεννάει το παιδί του χωρίς να αποκαλύψει τίνος είναι. Η αποκάλυψη θα έρθει αργότερα. Ξαφνικά. Η Ζαν καταρρέει, οι γονείς της την παίρνουν στο σπίτι τους αλλά ο γέροντας εφημέριος της οικογένειας πετυχαίνει τη συμφιλίωση. Ο Ζουλιέν ζητάει συγγνώμη, μοιάζουν να γίνονται ευτυχισμένοι, αποκτούν ένα αγοράκι αλλά λίγο αργότερα η Ζαν ανακαλύπτει -δεύτερη φορά…-ότι μία στενή της φίλη, παντρεμένη, είναι ερωμένη του. Δεν του το λέει, δεν το λέει στον άντρα της ερωμένης για να μη φέρει την καταστροφή, δεν το λέει σε κανένα. Μόνο στον νέο εφημέριο το εξομολογείται, ο οποίος προσπαθεί να την πείσει ότι, σιωπώντας, συμμετέχει στο αμάρτημα. Εις μάτην. Τότε εκείνος, οργισμένος, το αποκαλύπτει στον απατημένο σύζυγο. Ο οποίος πιάνει επ’ αυτοφώρω τους εραστές, τους σκοτώνει και αυτοκτονεί.
Η Ζαν μεγαλώνει το γιο της, τον Πολ, που τον λατρεύει αλλά εκείνος εξελίσσεται σε χαρακτήρα ανάλογο του πατέρα του: μπλέκει σε μεγάλα χρέη και φεύγει στην Αγγλία από όπου αρμέγει οικονομικά τη μάνα του. Οι γονείς της πεθαίνουν, η Ζαν μένει μόνη της, χάνει τη μία μετά την άλλη τις φάρμες της, χάνει το υποθηκευμένο μέγαρό της και οδηγείται στον οικονομικό όλεθρο -απένταρη! Μόνο η Ροζαλία, η διωγμένη καμαριέρα-πέτρα του πρώτου σκανδάλου, θα γυρίσει κοντά της για να της συμπαρασταθεί χωρίς να περιμένει κανένα όφελος. Η Ζαν γίνεται σκληρή, παράλογη, ο γιος δεν εμφανίζεται… Οπότε η Ροζαλία φεύγει στο Παρίσι για να τον βρει. Η καμαριέρα θα γυρίσει με ένα μωρό. Είναι το παιδί του Πολ; Όλα μένουν ανοιχτά. Αλλά δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η ελπίδα που ανατέλλει ότι η ζωή μπορεί να ξαναρχίσει.
Ο γάλος σκηνοθέτης αφηγείται με επάρκεια, στρωτά και χωρίς φλυαρίες, προσέχοντας την αναβίωση της εποχής και με ένα πολύ καλό, κοφτό μοντάζ -εκεί και το στιλ της ταινίας-, το μυθιστόρημα του Μοπασάν που θίγει την υποκρισία της αστικής τάξης και της Εκκλησίας. Η Ζουντίτ Σεμλά παίζει φιλότιμα την Ζαν αλλά η ερμηνεία της δεν απογειώνει την ταινία που χρειαζόταν μία Ιζαμπέλ Ιπέρ, ίσως. Σε ανάλογα επίπεδα, γύρω στο μέτριο, κινούνται και οι άλλοι ηθοποιοί.
Μία ταινία που δεν γίνεται ποτέ βαρετή αλλά και δεν μπορεί να απαλλαγεί από τα βαρίδια του μυθιστορήματος του Μοπασάν.





Ανοίξαμε το πρόγραμμα «Ματιές στα Βαλκάνια»/«Κυρίως Πρόγραμμα» που πάντα μας ενδιαφέρει ιδιαίτερα, με την ταινία «Στην άλλη πλευρά» (Κροατία/Σερβία, 2016) του Κροάτη Ζρίνκο Ογκρέστα. 
Η Βέσνα εργάζεται ως επισκέπτρια υγείας -νοσηλεύτρια που νοσηλεύει ανήμπορους, κατάκοιτους γέροντες- στο σημερινό Ζάγκρεμπ της Κροατίας. Στο Ζάγκρεμπ ζουν και ο παντρεμένος επιχειρηματίας γιος της και η έτοιμη, επίσης, να παντρευτεί κόρη της. Η οποία, έχει τελειώσει νομική αλλά δεν βρίσκει δουλειά. Το όνομα του πατέρα τους είναι το εμπόδιο: ο Ζάρκο -που, όταν, μετά την απόσχιση της Κροατίας και της Βοσνίας από την Γιουγκοσλαβία και την ανεξαρτητοποίησή τους, ξεκίνησε ο πόλεμος, εγκατέλειψε την οικογένειά του και συντάχτηκε με την «άλλη πλευρά», εναντίον της Κροατίας- για τους Κροάτες θεωρείται προδότης -πέρασε, μάλιστα, και ως εγκληματίας πολέμου, από το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης. Η οικογένειά του έχει ήδη πληρώσει: ξεσπιτώθηκε και τον μεγαλύτερο γιο τον έχουν σκοτώσει -πλήρωσε τα αμαρτήματα του πατέρα του. Και ξαφνικά ο Ζάρκο, που είχε πάνω από είκοσι χρόνια να δώσει σημείο ζωής και τον είχαν ξεγράψει, τηλεφωνεί στην Βέσνα. Δειλά. Ρωτάει τι κάνουν, ζητάει φωτογραφίες, ζητάει να δει τα παιδιά. Εκείνα ούτε που θέλουν να τον ακούσουν. Αλλά η Βέσνα, ψυχρή, απότομη στην αρχή, σιγά-σιγά μαλακώνει, γλυκαίνει -τον αγαπάει ακόμα, έχουν κοινές αναμνήσεις… Εκείνος ζει στο Βελιγράδι. Της ζητάει να ειδωθούν. Όταν, όμως, εκείνη το αποφασίζει, μία καινούργια ανατροπή την κάνει να ματαιώσει το ταξίδι: όλα ήταν, τελικά, ένα ψέμα. Μόνο που το ψέμα αυτό το γέννησε μία απέραντη μοναξιά...
Το φινάλε, ένα μακρινό πλάνο, με τη συντριμμένη Βέσνα στο μπαλκόνι της, μόνη -το νήμα που ονειρεύτηκε να ξαναδέσει είναι οριστικά κομμένο- και τον «Ζάρκο» στο διπλανό διαμέρισμα, μέσα από την μπαλκονόπορτα, επίσης μόνο του-, συγκλονιστικό. Ο πόλεμος αυτός έχει αφήσει πληγές ανεπούλωτες ακόμα.
Ο σκηνοθέτης χειρίζεται με λεπτότητα, με προσοχή στις λεπτομέρειες μία ταινία αποχρώσεων, εύγλωττη, συγκινητική και η Ξένια Μάρκοβιτς τον βοηθάει με την ερμηνεία της ως Βέσνα. Επιβλητικός ο Λαζάρ Ρίστοφσκι-«Ζάρκο».

Θα συνεχίσω, όμως. 

Αίθουσες «Ολύμπιον», «Παύλος Ζάννας», «Τώνια Μαρκετάκη», «Φρίντα Λιάππα», «Τζον Κασσαβέτης», «Σταύρος Τορνές», 57ο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, 7, 8, 9, 10, 11 Νοεμβρίου 2016.

No comments:

Post a Comment