December 14, 2016

Όταν οι Βαλκιρίες καλπάζουν με τον Πετρούκιο ή Πιο φάρσα δεν γίνεται!


Το έργο. Ένας λόρδος και η παρέα του συναντούν στο δρόμο τους, αναίσθητο, έναν μεθύστακα γανωματή και του στήνουν κόλπο χοντρό: τον μεταφέρουν στο αρχοντικό του λόρδου, στην πολυτελή κρεβατοκάμαρά του, που ούτε στον ύπνο του δεν είχε δει παρόμοια και, όταν ξυπνάει και έρχεται στα σύγκαλά του, τον πείθουν, με μιλημένο όλο το προσωπικό, πως είναι πλούσιος άρχοντας -ο αφέντης του σπιτιού αυτού- που μόλις συνήλθε από ψυχική διαταραχή και λήθαργο δεκαπέντε χρόνων. Και για να τον διασκεδάσουν παίζουν για χάρη του, με επίσης μιλημένους τους θεατρίνους, μία κωμωδία: «Το ημέρωμα της στρίγγλας».
Δύο όμορφες κόρες της παντρειάς έχει, στην κωμωδία αυτή, ο άρχοντας Μπατίστα Μινόλα που ζει στην Πάντοβα: τη γλυκιά, ήμερη Μπιάνκα και τη μεγαλύτερη -που, ως πρωτότοκη, θα πάρει και μεγαλύτερη προίκα- Κατερίνα, μία ανυπόφορη στρίγγλα η οποία τους πάντες απορρίπτει αλλά και κανένας δεν την υποφέρει. Γαμπροί πολιορκούν την περιζήτητη Μπιάνκα αλλά ο πατέρας της είναι δεσμευμένος να μην την παντρέψει αν δεν προηγηθεί η μεγαλύτερη Κατερίνα. Και την κλείνει, μέχρι τότε, στο σπίτι, με την πρόθεση, παράλληλα, να τη μορφώσει με οικοδιδασκάλους ενώ οι υποψήφιοι προσπαθούν να βρουν λύση για να ξεφορτωθούν την Κατερίνα ώστε να πάρει σειρά η Μπιάνκα. 
Ο Λουκέντιο, γιος του πλούσιου έμπορου Βικέντιο Μπεντιβόλιο, που φτάνει από την Πίζα για σπουδές στην Πάντοβα, ερωτεύεται την Μπιάνκα με την πρώτη ματιά. Για να την πλησιάσει καταστρώνει σχέδιο -που το πραγματοποιεί- να μεταμφιεστεί και να μπει στο σπίτι των Μινόλα ως δάσκαλος λατινικών ονόματι Κάμπιο, αφού, για να δικαιολογήσει την παρουσία του στην Πάντοβα, βάλει στη θέση του, μια και δεν τους γνωρίζουν ακόμα στην πόλη όπου είναι νεοφερμένοι, τον υπηρέτη του Τράνιο, μεταμφιεσμένο σε Λουκέντιο. 
Στην πόλη φτάνει -από την Βερόνα-, μαζί με τον υπηρέτη του, τον Γκρούμιο, και ο Πετρούκιο. Είναι η αναζητούμενη λύση: άγαρμπος αλλά ευκατάσταστος ψάχνει να βρει και νύφη με γερή προίκα. Του υποδεικνύουν την ατίθαση Κατερίνα. Δεν διστάζει καθόλου. Είναι αποφασισμένος να δαμάσει τη στρίγγλα. Τη ζητάει σε γάμο, τα συμφωνεί με τον πατέρα της και εκείνη, εκούσα άκουσα, αναγκάζεται να τον παντρευτεί. 


Το «ημέρωμα» αρχίζει πριν από το γάμο και συνεχίζεται κατά το γάμο -που ο Πετρούκιο τον γελοιοποιεί με τα καρναβαλίστικα ρούχα με τα οποία προσέρχονται αυτός και ο Γκρούμιο και με τα καμώματά του, ταπεινώνοντας την Κατερίνα- και στο γλέντι του γάμου, από το οποίο, πριν καν ξεκινήσει, την παίρνει και φεύγουν άναυλα για το σπίτι του στην Βερόνα. Το ταξίδι μέσα στη λασπουριά, το μαρτύριο της πείνας στο οποίο την υποβάλλει, σε συνεννόηση με τους υπηρέτες του, όταν φτάνουν, οι αγροίκοι τρόποι του και ένα σωρό άλλα «βασανιστήρια» που επινοεί είναι η δεύτερη και οριστική πράξη στη διαδικασία της «εξημέρωσης»: η Κατερίνα, ημερωμένη πια και άβουλη, θα βλέπει τον ήλιο σαν φεγγάρι και το φεγγάρι σαν ήλιο, όπως προστάζει ο αφέντης της.
Στο μεταξύ ο δάσκαλος Κάμπιο/Λουκέντιος κερδίζει την αγάπη της Μπιάνκα που απορρίπτει τους άλλους δύο υποψήφιους -τον Ορτένσιο, φίλο του Πετρούκιο, που είχε, επίσης, μεταμφιεστεί σε δάσκαλο, αλλά της μουσικής, για να βρεθεί κι αυτός κοντά της και ο οποίος δεν απογοητεύεται από την απόρριψη αλλά παντρεύεται μία Χήρα και τον Γκρέμιο. Μπιάνκα και Λουκέντιο παντρεύονται στα κρυφά. Το μπέρδεμα με τον, μεταμφιεσμένο σε Λουκέντιο, Τράνιο, που έχει εμφανίσει στον Μπατίστα και ψευτοπατέρα Βικέντιο, λύνεται, όταν ο αληθινός Βικέντιο εμφανίζεται στην Πάντοβα -και, μάλιστα, κινδυνεύει να τον κλείσουν στη φυλακή για απάτη καθότι δύο, πια, οι Βικέντιοι…- και όταν ο Λουκέντιος /Κάμπιο και ο Τράνιο /Λουκέντιο αποκαλύπτονται. 
Στο γλέντι που γίνεται, στην τελευταία σκηνή, στο σπίτι του Λουκέντιο, για το γάμο του με την Μπιάνκα, και στο οποίο καλεσμένοι είναι και η Κατερίνα με τον Πετρούκιο, το ημέρωμα της στρίγγλας πιστοποιείται περίτρανα: αποδεικνύεται πιο υπάκουη στον Πετρούκιο απ’ ό,τι η «γλυκιά» και ήμερη Μπιάνκα στον Λουκέντιο και η Χήρα στον Ορτένσιο… 


Μία φάρσα με καλοπλεγμένα δύο θέματα -το «ημέρωμα» της Κατερίνας και η πολιορκία της Μπιάνκα από τους μνηστήρες- είναι το χρονολογημένο μεταξύ 1590 και 1594 και καταταγμένο ανάμεσα στα πρώτα από το σωζόμενα έργα του Ουίλιαμ Σέξπιρ «Ημέρωμα της στρίγγλας» στο οποίο ο ποιητής χρησιμοποιεί το εύρημα του θεάτρου εν θεάτρω που το έχει χρησιμοποιήσει και σε άλλα έργα του αλλά εδώ κυριαρχεί απόλυτα: παρεξηγήσεις, μεταμφιέσεις, μπερδέματα, καταστάσεις απίθανες... Ο Σέξπιρ αρδεύει, γόνιμα όμως, τη φαντασία του από παλαιότερους, όπως από τον Αριόστο και την κομέντια ντελ άρτε, και αυτό τον καθιστά σε ευθεία γραμμή απόγονο των Λατίνων Πλαύτου και Τερέντιου και του Μένανδρου ενώ στον πρόλογο το εύρημα του λαϊκού ανθρώπου που του στήνουν παιχνίδι πως είναι, στην πραγματικότητα, άρχοντας έχει αντληθεί από τις «Χίλιες και μία νύχτες».
Το έργο έχει γοργάδα, είναι ανάλαφρο, χαριτωμένο και μπορεί να μη διαθέτει την υψηλή ποίηση των μεταγενέστερων σεξπιρικών κωμωδιών αλλά το διέπει αυτό το εύφορο, αναγεννησιακό πνεύμα του Σέξπιρ ο οποίος χαράζει δύο χαρακτήρες που έγραψαν ιστορία και παρέμειναν κλασικοί. Με τα σημερινά κριτήρια, βέβαια, το διέπει και ένα πνεύμα μισογυνισμού και, μιλώντας αναχρονιστικά, ένα πνεύμα αντιφεμινιστικό. Αλλά, φυσικά, θα πρέπει κανείς να κρίνει με τα κριτήρια του 16ου αιώνα και όχι με τα σημερινά.
Η παράσταση. Ο Γιάννης Κακλέας, που είναι και ο σκηνοθέτης, διασκεύασε το κείμενο -αντλώντας πολλά από τη μετάφραση του Ερρίκου Μπελιέ- χωρίς να επέμβει ιδιαίτερα στη δομή του έργου και στα πρόσωπα -γι αυτό, ίσως, και να χαρακτηρίζει τη δουλειά του αυτή ως «απόδοση κειμένου»-, εκτός από τις δύο προλογικές σκηνές. Όπου ο Πετρούκιο, πολύ ελεύθερα -και, κάπως, ακαθόριστα- αντικαθιστά τον μέθυσο Λέρα του Σέξπιρ ως κάτι σαν θεατρίνος που μπαίνει σε μία νοσταλγική ονειροφαντασία η οποία είναι «Το ημέρωμα της στρίγγλας» και στην οποία είναι ο ίδιος που πρωταγωνιστεί, ανοίγοντας και κλείνοντας την παράσταση -ολίγον ξώπετσα…- με «Μαρία Νεφέλη» του Ελύτη -γνωστή από παλιά η αγάπη του σκηνοθέτη στην ποίηση που τακτικά τη χρησιμοποιεί στις παραστάσεις του. 
Πάνω στο στρωτό αυτό κείμενο ο Γιάννης Κακλέας, χωρίς τους ιδιαίτερους προβληματισμούς που δημιουργεί σήμερα ο τρόπος που θα διαβαστεί το έργο, το αντιμετώπισε ακριβώς σαν αυτό που είναι: φάρσα. Με κάποιες μελαγχολικές αποχρώσεις. Ακολουθώντας, με μεγαλύτερη, ίσως, επιτυχία τώρα, τη γραμμή που ακολούθησε όταν ανέβασε το ίδιο έργο και το καλοκαίρι του 2004 με το ΔΗΠΕΘΕ Καλαμάτας: να μεταθέσει την εποχή του έργου σε μία Ιταλία των δεκαετιών του ’60-’70.
Στην αρχή ήμουν αρνητικός αντιμετωπίζοντας την παράσταση σαν ένα πάτσγουορκ-αλαλούμ: κομέντια, σλάπστικ, επιθεώρηση… - στοιχεία ανάκατα ριγμένα. Ομολογώ πως, σταδιακά, αποδέχτηκα τη γραμμή αυτή -αν και σίγουρα πρόκειται για μία παράσταση βιαστική και καθόλου ψαγμένη στη λεπτομέρεια- γιατί τη βρήκα να ταιριάζει με τη δομή του έργου. Η σκηνοθεσία δεν προσπάθησε να το αναβαθμίσει και να εμβαθύνει. Αβασάνιστη αλλά και ακομπλεξάριστη, προσπάθησε να το κατεβάσει με αμεσότητα στην πλατεία, να στήσει μία λαϊκή, εύληπτη, με χιούμορ αλλά όχι κακόγουστη φάρσα. Καλοί, γρήγοροι ρυθμοί με την οργιώδους φαντασίας, έστω και αν κατέφευγε σε λύσεις κοινότοπες, μουσική επιμέλεια του Ιάκωβου Δρόσου να στέκεται αποφασιστικός αρωγός. Η αποχώρηση από το γλέντι του Πετρούκιο καβάλα στο άλογο, με κρεμασμένη πίσω του την Κατερίνα, υπό τους ήχους του Καλπασμού των Βαλκιριών από την βαγκνερική «Βαλκιρία» και με, πλάι τους, να τρέχει ντυμένος με ρούχα γυναικεία, τον Γκρούμιο που ο Πετρούκιο τον αποκαλεί «Μπρουχίλντα», απολαυστική. 


Ο περιβόητος «διδακτικός» επίλογος της Στρίγγλας στο φινάλε δίνεται «ακαδημαϊκά» αλλά η συνέχεια, με την Κατερίνα να το σκάει, τον Πετρούκιο να την κυνηγάει και, στο τέλος, εκείνη να επανέρχεται με ένα αινιγματικό χαμόγελο -«αν είναι δυνατόν να συμβαίνουν αυτά σήμερα…»- βάζει τα πράγματα στη -σωστή με τα σημερινά δεδομένα- θέση τους.
Η «φθορά»-πατίνα των σκηνικών του Μανόλη Παντελιδάκη, φωτισμένων από τον Χρήστο Τζιόγκα -έπεσα, βέβαια, σε μέρα που υπήρχε σοβαρό τεχνικό πρόβλημα με τους φωτισμούς-, τα έκανε να φαίνονται ψεύτικα -είναι και μικρή η απόσταση πλατείας-σκηνής στο «Βρετάνια»…- ενώ βρήκα άνισα τα κοστούμια της Εβελίνας Δαρζέντα -της Μαρίας Ναυπλιώτου-Κατερίνας, πάντως, γοητευτικά. Επιβοηθητικές οι χορογραφίες της Αγγελικής Τρομπούκη.
Οι ερμηνείες. Ούτε ο γλυκούλης, συμπαθέστατος Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ούτε η αρχοντική, γαλήνιας ομορφιάς Μαρία Ναυπλιώτου ήταν η ιδανική διανομή για τον αγροίκο Πετρούκιο 
και την ατίθαση Κατερίνα, αντίστοιχα. Αλλά και ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος τα καταφέρνει να αποκτήσει τη δυναμική που χρειάζεται ο ρόλος και η Μαρία Ναυπλιώτου, μία «μαγκιά» επιτυχημένη και ένα ειρωνικό χιούμορ απόλυτα ταιριαστό στην Στρίγγλα. 
To θετικό είναι ότι πλαισιώνονται και από έναν καλό θίασο: ο σταθερός Γιώργος Ψυχογιός, η Μένη Κωνσταντινίδου η οποία ισορροπεί τις -τελικά- αντιφάσεις της Μπιάνκα που δεν είναι και τόσο γλυκιά όσο φαίνεται στην αρχή…, ο εξαίρετος κωμικός -και όχι μόνο…-Στέλιος Ιακωβίδης, ο Θάνος Κοντογιώργης, ο Θάνος Μπίρκος, ο Γιώργος Νούσης, αν και κάπως άπειρος, υπηρετούν θερμά και με χιούμορ την παράσταση. Θα ήθελα, όμως, σε δύο ηθοποιούς να σταθώ:

στην Ιφιγένεια Αστεριάδη που δίνει έξοχα, με στιλ και ακρίβεια, την Χήρα και την Ξανθιά ξεχωρίζοντας σε δύο σύντομους, όσο και αν η σκηνοθεσία τους υπογράμμισε, ρόλους και στον Κωστή Μπούντα που, με τον απολαυστικό και με καταπληκτικούς εσωτερικούς ρυθμούς Γκρούμιό του, πιστεύω ότι θέτει προδιαγραφές για μία λαμπρή εξέλιξη -η έκπληξη για μένα της βραδιάς. 
Το συμπέρασμα. Μία παράσταση ευχάριστη, με καλούς ηθοποιούς. 

 Θέατρο «Βρετάνια», 30 Νοεμβρίου 2016.

No comments:

Post a Comment