December 25, 2016

Και όμως! Στην Κύπρο μπορούν.


Το Τέταρτο Κουδούνι / 25 Δεκεμβρίου 2016 

Αποφοίτησε απ’ τη δραματική σχολή του «Θεάτρου Τέχνης» το 1983, η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου. Είχε, ήδη, εμφανιστεί σε αρκετές παραστάσεις του «Θεάτρου Τέχνης» -άρχισε αμέσως μόλις τελείωσε το πρώτο έτος, το καλοκαίρι του ’81, στην Επίδαυρο, με «Σφήκες». Το 1985 ντεμπουτάρησε, με ρόλο πια, στο «Συμφορά από το πολύ μυαλό» του Γκριμπογιέντοφ, στο θέατρο «Οδού Κυκλάδων», με την «Σκηνή», σε σκηνοθεσία Λευτέρη Βογιατζή. Πλάι στον Βασίλη Παπαβασιλείου όμως, με την «Εποχή» του απ’ το ’87 μέχρι το ’91, ήταν που εκτοξεύτηκε -το ’89 μάλιστα τιμήθηκε και με το Βραβείο «Κάρολος Κουν» Ερμηνείας Γυναικείου Πρωταγωνιστικού Ρόλου για το ρόλο της στο «Πίστη, αγάπη, ελπίδα». Έκανε κινηματογράφο, έκανε επιλεγμένη τηλεόραση…
Το ’92 παντρεύτηκε κι έφυγε στην Γαλία. Έπαιξε, δίδαξε, σκηνοθέτησε εκεί, ενδιάμεσα ήρθε στην Ελλάδα κι έπαιξε σε κάποιες παραστάσεις. Μέχρι το 2002 που επέστρεψε μόνιμα. Έκανε πολλούς και σημαντικούς ρόλους έκτοτε -εξαιρετική περίπτωση!- αλλά πάντα είχα την αίσθηση ότι δεν της αποδιδόταν ό,τι της άξιζε. Φέτος ο Γιάννης Μόσχος της εμπιστεύτηκε, πλάι στον Δημήτρη Καταλειφό-Τζο, την Κέιτ στο «Ήταν όλοι τους παιδιά μου του Άρθουρ Μίλερ που ανέβασε -εξαιρετικά- στο «Εμπορικόν». Ήταν αυτό ακριβώς που χρειαζόταν: η Αλεξάνδρα Σακελλαροπούλου, με μια συγκλονιστική ερμηνεία -σας τα ’γραψα εδώ, στις 22 Δεκεμβρίου- ξαναπιάνει το νήμα εκεί που μπερδεύτηκε: ως μια απ’ τις πρώτης τάξεως πρωταγωνίστριές μας. Και θριαμβεύει. Ελπίζω πως από ’δω και πέρα θα κάνει τους ρόλους που της οφείλονται. Κι είμαι σίγουρος πως θα κάνει και τις ερμηνείες που μας οφείλονται.


Α, με την ευκαιρία! Ο Γιάννης Μόσχος! Άλλη μια εξαιρετική΄περίπτωση. Το διέκρινα απ’ την πρώτη στιγμή που σκηνοθέτησε -το 2002, ένα έργο του Ανδρέα Φλουράκη, στον Εξώστη του «Αμόρε», για το «Θέατρο του Νότου». Προσεκτικά, με βήματα μετρημένα στα δεκατέσσερα αυτά χρόνια που μεσολάβησαν, χωρίς να περιφέρεται με δηλώσεις και χωρίς να ρίχνει πυροτεχνήματα, «χαμηλού προφίλ» που λέμε, πια, στα ελληνικά, χωρίς δημοσιογραφικούς δορυφόρους, χωρίς να ’χει ανακηρυχθεί «προτεζέ» κανενός ισχυρού, με εξαιρετικό θεωρητικό οπλοστάσιο -η διατριβή του για τον Ίψεν στην ελληνική σκηνή είναι διαμάντι, αλλά και απλώς μια ματιά να ρίξετε στην παραστασιογραφία που ’χει συντάξει για το «Ήταν όλοι τους παιδιά μου» στο πρόγραμμα του «Εμπορικόν» θα το αντιληφθείτε-, μετά παρρησίας και γνώσεως, χωρίς επιδειξιμανίες, με ενισχυμένη την έξωθεν καλή μαρτυρία απ’ τη μεριά των ηθοποιών που ’χει δουλέψει μαζί τους, καθιερώνεται, σιγά-σιγά, ως ένας απ’ τους πιο υπολογίσιμους -και σταθερούς- σκηνοθέτες μας.

Η φετινή δουλειά του στον Άρθουρ Μίλερ είναι ένα ακόμα βήμα. Αποφασιστικό. Ελπίζω έτσι και να συνεχίσει. Περιμένω ανυπόμονα το επόμενο βήμα του, στο ΚΘΒΕ, με το άπαιχτο «Δηλητήριο» της Ολανδής Λοτ Φέκεμανς -σας έγραφα σχετικά εδώ στις 10 Μαΐου, για τέλος Απριλίου προσδιορίζεται, τελικά, η πρεμιέρα.



Μια αριστοφανική σύνθεση -μια δική του «ιστορία» πάνω στον Αριστοφάνη, που θα βασίζεται στους «Αχαρνής», την «Λυσιστράτη» και τον «Πλούτο» ενώ θα υπάρχουν και κάποια στοιχεία απ’ την «Ειρήνη» και τις «Εκκλησιάζουσες»-, με τον τίτλο «Eutopia» (απ’ την ελληνική λέξη ευτοπία) σχεδιάζει ο Γιάννης Μαργαρίτης για το Κρατικό Περιφερειακό Θέατρο της Κονστάντσα, στην Ρουμανία, δίνοντας αυτή τη λύση σε πρότασή των ιθυνόντων του ν’ ανεβάσει εκεί μια αριστοφανική κωμωδία.
Ήδη ο σκηνοθέτης μας έχει κάνει ένα ταξίδι κι έχει ολοκληρώσει τις ακροάσεις και τη διανομή. Οι δοκιμές θ’ αρχίσουν τέλος Απριλίου κι η πρεμιέρα είναι προγραμματισμένη για τις 12 Ιουνίου ενώ, λίγο αργότερα, η «Eutopia» θα παρουσιαστεί και στο διεθνές θεατρικό φεστιβάλ που, ήδη από πέρσι, άρχισε να οργανώνεται στην πόλη μ’ ευθύνη του Θεάτρου.
Το σκηνικό και τα κοστούμια θα ’ναι της Καρμεντσίτα Μπροσμπόγιου με την οποία ο Γιάννης Μαργαρίτης έχει και στο παρελθόν συνεργαστεί σ’ αρκετές παραστάσεις του - «Ηλέκτρα», «Τρωάδες, το μακρύ ταξίδι», «Άνθρωποι και ποντίκια» και «Βάκχες» με το δικό του «Θέατρο της Άνοιξης», «Εκκλησιάζουσες» με το Κρατικό Θέατρο της Κονστάντσα-, η μουσική του Δημήτρη Οικονομάκη με τον οποίο έχει ήδη συνεργαστεί στην «Γίδα» στο «Θέατρο της Άνοιξης» και στον εξαιρετικά επιτυχημένο «Πέερ Γκιντ» που ’κανε πριν από τρία χρόνια στο ΚΘΒΕ και η κίνηση του Έντι Λάμε.
Ας σημειωθεί ότι είναι η τρίτη φορά που ο Γιάννης Μαργαρίτης συνεργάζεται με το Κρατικό Περιφερειακό Θέατρο της Κονστάντσα. Η πρώτη ήταν το 2000, με το έργο «Όπερα για μελλοντικούς δικτάτορες» του Αντώνη Δωριάδη, και η δεύτερη το 2001, με «Εκκλησιάζουσες».





Εξαιρετική η παράσταση της «Νεκρής ζώνης» του Πίντερ σε σκηνοθεσία Σον Μαθάιας, που μεταδόθηκε ζωντανά, μέσω «National Theatre Live», στο Μέγαρο Μουσικής. Μ’ ένα κουαρτέτο ηθοποιών, μα τι ηθοποιών…: Ντέιμιεν Μόλονι, Όουεν Τιλ, ο σπουδαίος Πάτρικ Στιούαρτ και, βέβαια, ο κορυφαίος Ίαν ΜακΚέλεν. Κι οι τέσσερις ήταν υπέροχοι. Απόλαυση να τους βλέπεις και να τους ακούς.



Α, μια κι έγραψα «ακούς». Σας έγραφα στο προηγούμενο «Τέταρτο Κουδούνι» -στις 15 Δεκεμβρίου- και γκρίνιαζα για τους ελληνικούς υπότιτλους που θα ’λειπαν απ’ την απευθείας μετάδοση της «Νεκρής ζώνης»-όπως κι απ’ όλες τις μεταδόσεις του «National Theatre Live» στο Μέγαρο τελευταία. Κι όντως έλειπαν. 
Και καθόλου εύκολο δεν ήταν να προσλάβεις τον ελλειπτικό πιντερικό λόγο...
Να επανέλθω. Ο φίλος Γιώργος Παπαγεωργίου που διευθύνει το θέατρο «Ριάλτο» στην Λεμεσό της Κύπρου όπου, επίσης, προβάλλουν το «National Theatre Live», μου ’γραψε ότι εκεί οι μεταδόσεις γίνονται και με ελληνικούς -εκτός των αγγλικών- υπότιτλους -και στην Κύπρο ξέρουν αγγλικά καλύτερα απ’ την Ελλάδα, νομίζω…-, έστω κι αν δεν είναι «live» αλλά μαγνητοσκοπημένες. Βρήκαν, πάντως, τρόπο αυτό να γίνεται και live και θα το εφαρμόσουν απ’ τον Φεβρουάριο. Στο Μέγαρο γιατί δεν μπορούν;



«Το Τέταρτο Κουδούνι» δικαιώνεται! Έγραφα στις 7 Οκτωβρίου, αναφερόμενος στο Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης-Γεφύρι της Άρτας το οποίο, τελικά,… ημιεγκαινιάστηκε: «Έβλεπα, χρόνια τώρα, απέξω, εκείνη την ολίγον φριχτή γκρενά είσοδο, μ’ εκείνα τα άχαρα τέσσερα αρχικά Ε  Μ  Σ  Τ εις απόστασιν τριών χιλιομέτρων το ’ν’ απ’ τ’ άλλο […]». Ε, λοιπόν, φίλοι μου, τελικά, το γκρενά χασαπί της εισόδου παρέμεινε αλλά τα γράμματα, τα Ε  Μ  Σ  Τ, τα ’φεραν κοντά. Κι έγιναν ΕΜΣΤ. Είναι μια κάποια λύσις...


Διάβηκα, όμως, την γκρενά είσοδο και πήγα και στην πρώτη έκθεση του Ε   Μ  Σ  Τ που ’γινε ΕΜΣΤ. Τίτλος και θέμα της έκθεσης, η οποία εγκαινίασε το χώρο των περιοδικών εκθέσεων του Μουσείου, «Κρίσιμοι Διάλογοι: Αθήνα- Αμβέρσα», συμπαραγωγή του ΕΜΣΤ και του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης της Αμβέρσας. Ε, λοιπόν χειρότερα στημένη έκθεση δεν έχω ξαναδεί. Καμιά μουσειολογική αίσθηση. Με «ενότητες», λέει, που, απ’ τους τίτλους τους, δεν καταλαβαίνεις γρυ -εγώ, τουλάχιστον, δεν κατάλαβα…- ΤΙ εννοεί ο ποιητής -δηλαδή οι δυο επιμελητές της- και που δεν ξέρεις, όπως είναι στημένες, πού αρχίζει η μια και πού η άλλη, ετικέτες με κάτι γράμματα-ψείρες, σε τόση απόσταση απ’ τα έργα που δεν καταλαβαίνεις ποιο αφορά η καθεμιά…

Η κορωνίς: όταν είδα δυο επισκέπτριες να βγάζουν σέλφι κάτω από μια φωσφορίζουσα σήμανση ασφαλείας που θεώρησαν πως είναι εκτιθέμενο έργο. Καθότι, από κάτω, υπάρχει μια ετικέτα η οποία αφορά το έργο που βρίσκεται στον απέναντι τοίχο. Και μπερδεύτηκαν...
Ατυχέστατη έκθεση -κατά τη γνώμη μου, τουλάχιστον. Πόσο μάλλον όταν πρόκειται για την ΠΡΩΤΗ συνάντηση του Μουσείου με το κοινό…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

No comments:

Post a Comment