October 1, 2017

Ντροπή υπουργείο Πολιτισμού! ή Ποιος τις έχει πιο πολλές;


Το Τέταρτο Κουδούνι / 1 Οκτω(μ)βρίου 2017
      Για περιορισμένο αριθμό αναρτήσεων



Πέντε-πέντε-δέκα, δέκα-δέκα ανεβαίνω τα σκαλιά… Του ρεπερτορίου. Καθώς τα δελτία Τύπου των θεάτρων, ενόψει της έναρξης της χειμερινής σεζόν, πέφτουν σαν το χαλάζι, με κανέναν να μην αναγγέλλει λιγότερες από δέκα παραστάσεις στην καθισιά του για το χειμώνα. Τι δέκα, τι είκοσι, τι τριάντα, τι σαράντα… Λαχανιάζω να βλέπω τις σκάλες… Μαραθώνιος έρχεται.
Το θέμα που τίθεται πια δεν είναι ποιος την έχει πιο μεγάλη. Το θέμα είναι ποιος τις έχει πιο πολλές. Τις παραστάσεις.
Σε καλό μας. Και σε καλό τους. 



Μια γλύκα. Μια ήρεμη, ήμερη, ανθρώπινη, χειροποίητη παράσταση πάνω σ’ ένα συγκινητικό -αφοπλιστικά συγκινητικό- διήγημα για μια γυναίκα που, χωρίς ανταλλάγματα, αναλώθηκε, θυσιάστηκε για χάρη του ανάξιου -τουλάχιστον με τα μέτρα της εποχής μας- άντρα της -κάτι απ’ το χριστιανισμό που αναδίνουν οι ταινίες του Ταρκόφκι: «Ο γάμος του Καραχμέτη», διήγημα-διαμαντάκι του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη, που διασκεύασε για το θέατρο κι ανέβασε η Όλια Λαζαρίδου στο Μουσείο Ιστορίας του Πανεπιστημίου Αθηνών -στο Παλιό Πανεπιστήμιο, δηλαδή, στην Πλάκα-, σε μια παράσταση οργανωμένη απ’ το Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Καποδιστριακού.
Η αγγελική Ιφιγένεια Γρίβα -καλύτερη επιλογή για το ρόλο αυτό, νομίζω, δε θα υπήρχε- κι ο υπέροχα καλλίφωνος Νίκος Χαλδαιάκης, σ’ ένα σκηνικό όπου τα ευτελή υλικά συνθέτουν ποιητικό αποτέλεσμα πανέμορφο -το υπογράφει η ομάδα με τη βοήθεια της Δάφνης Ρόκκου και της Μαρίας Χανιωτάκη- υπερασπίζονται μ’ αυταπάρνηση την παράσταση την οποία συμπληρώνει, ως σατιρικό δράμα, μια εξαιρετική μίνι παράσταση καραγκιόζη, με κείμενο του Ιωσήφ Βιβιλάκη -ο οποίος έχει και τον γενικό συντονισμό και την επιμέλεια της παράστασης-, πάνω στο θέμα του διηγήματος, και με τον τίτλο «Ο Καραγκιόζης νεκροθάπτης», απ’ τους καραγκιοζοπαίχτες Άθω Δανέλη- παλιά, έμπειρη καραβάνα του είδους- και Νικόλαο Τζιβελάκη.
Μια παράσταση που είναι αυτό ακριβώς: Όλια Λαζαρίδου. Μην τη χάσετε! Τη μεταφέρουν και θα τη συνεχίσουν στο «Από Μηχανής».



Το σημερινό «Τέταρτο Κουδούνι» είναι αφιερωμένο στην Γκάγκα Ρόσιτς, κομβικό πρόσωπο στην επαφή μας με το θέατρο και τα γράμματα της Σερβίας και της ευρύτερης πρώην Γιουγκοσλαβίας. Θα τη θυμάμαι μ’ αγάπη -για πολλούς λόγους…
Την προπερασμένη Δευτέρα την αποχαιρετήσαμε στο κοιμητήριο της Καλλιθέας γύρω στα 200 άτομα, με δυο ιερείς, έναν Έλληνα κι έναν Σέρβο, να λαμβάνουν μέρος στη νεκρώσιμη ακολουθία, ο καθένας στη γλώσσα του -η Γκάγκα ήταν εξίσου Ελληνίδα και Σέρβα. Την Σερβία εκπροσώπησε ο πρέσβης της Δημοκρατίας της Σερβίας Ντούσαν Σπασόγιεβιτς που εκφώνησε έναν ζεστό επικήδειο για την Γκάγκα -την Ντράγκιτσα, όπως ήταν το βαφτιστικό της. Την Ελληνική Δημοκρατία δεν την εκπροσώπησε κανείς. Ούτε καν ένα στεφάνι, ούτε δυο λόγια, ούτε μια ανακοίνωση για τη γυναίκα που αναλώθηκε να εισαγάγει τον ελληνικό πολιτισμό στην Σερβία, να συσφίξει τις ελληνοσερβικές πολιτιστικές σχέσεις, για την Κυρία που ’χε κάνει την Ελλάδα δεύτερη πατρίδα της. Πανηγυρική η απουσία! Μόνο μια λέξη έχω να πω: ντροπή!
Όσο για τους -πολλούς- έλληνες συγγραφείς και ποιητές που η Γκάγκα Ρόσιτς μετέφρασε στα σέρβικα -όσους και σέρβους στα ελληνικά- παρέστησαν μόνο -ελπίζω να μην κάνω λάθος- ο Δημοσθένης Κούρτοβικ, ο Μάκης Τσίτας κι η Έλενα Χουζούρη. Μόνον. Ομολογώ πως περίμενα περισσότερους… Τα δυο στεφάνια του Εθνικού Θεάτρου -το ένα προσωπικό, στην «Γκάγκοτσκα», του καλλιτεχνικού διευθυντή του Στάθη Λιβαθινού που ’λειπε στο Βελιγράδι- και το στεφάνι της Εταιρείας Συγγραφέων, στην οποία η Γκάγκα Ρόσιτς ανήκε, κάπως κάλυψαν τις ηχηρές απουσίες -ανάμεσα στα στεφάνια και του σκηνοθέτη Σλόμπονταν Ούνκοφσκι, πρώην υπουργού Πολιτισμού της υφ’ ημών αποκαλουμένης ΠουΓουΔουΜου, και της σκηνογράφου του Αντζελίνα Ατλάτζιτς, με τους οποίους η Γκάγκα συνεργάστηκε στην Ελλάδα τρεις φορές.
Παρόντες, επίσης, ο Γιώργος κι η Άννα Νταλάρα, ο Θανάσης Ευθυμιάδης κι η Άννα Ντιμιτρίεβιτς, ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος κι η Μαρία Κατσιαδάκη, ο Αλέκος Συσσοβίτης, ο Δημοσθένης Ελευθεριάδης, ο Ηλίας Κουνέλας, η Φένια Αποστόλου, η Δήμητρα Μπουρίκα, γραμματέας του Νίκου Κούρκουλου στο Εθνικό αλλά κι η Νάντα Κοβάτσεβιτς, η γυναίκα του κορυφαίου συγγραφέα και σκηνοθέτη Ντούσαν Κοβάτσεβιτς -που ήταν σαν αδέλφια με την Γκάγκα και που η Γκάγκα μάς τον γνώρισε στην Ελλάδα-, η οποία ήρθε απ’ το Βελιγράδι.
Πιστεύω, όμως, πως την ελληνική τιμή και την ευαισθησία, βασικά, την έσωσε αυτό το -πολύ συγκινητικό- χαρτάκι που ’χαν αφήσει πάνω στο φέρετρο της Γκάγκα Ρόσιτς: είχε ζωγραφισμένη πάνω του, απ’ τη μικρή Σοφούλα, μια πολύχρωμη πεταλούδα κι έγραφε -με τα γραμματάκια της: «Καλό ταξίδι Γκάγκα».



Όταν αποφασίζεις να κάνεις, όπως η Λυρική Σκηνή, Γκαλά Όπερας «Μαρία Κάλλας. 40 χρόνια από τον θάνατό της»…
Πρώτον: Αν το συνδέσεις (γιατί, όμως; Ποία η σχέση; Για λόγους χορηγίας, μάλλον;) με το The New York TimesAthens Democracy Forum και με το Βραβείο Athens Democracy που θεσμοθέτησε από πέρσι, στο πλαίσιό του, ο δήμαρχος Αθηναίων Γιώργος Καμίνης -απονομή η οποία έγινε, φέτος, πριν απ’ τη συναυλία στο Ηρώδειο, στον πρώην ισπανό πρωθυπουργό Φελίπε Γκονζάλεθ  (φωτογραφία ΑΠΕ-ΜΠΕ/Συμέλα Παντζαρτζή)- τότε συνεννοείσαι, από πριν, μαζί τους, κάπως, εκείνοι, να συνδέσουν το όλο ξεκάρφωτο πράγμα με την Μαρία Κάλλας και την επέτειο. Δεν είναι δυνατόν, καθώς, μάλιστα, η εκδήλωση ήταν προγραμματισμένη στις 21:30 και, μάλιστα, μέρα απεργίας του μετρό, να τρενάρεται, πέραν της καθυστέρησης στην έναρξη, μισή ώρα, με τρία λογύδρια -ενός μέλους της Επιτροπής του Athens Forum, του δήμαρχου και του Φελίπε Γκονσάλες- στα οποία ΚΑΝΕΙΣ απ’ τους τρεις ομιλητές να μην έχει βρει ΟΥΤΕ ΜΙΑ λέξη να πει για την Κάλλας σαν να μην επρόκειτο να επακολουθήσει η συναυλία. Διότι τότε το κοινό αρχίζει να δυσανασχετεί, να εκνευρίζεται και να κράζει, αδιαφόρως προσώπων Γκονσάλες και Καμίνη.
Δεύτερον: Αναθέτεις σε κάποιον τη σκηνοθετική επιμέλεια της -μακράς, μάλιστα, διαρκείας- συναυλίας που περιλαμβάνει ορχήστρα, μαέστρο και ΤΡΕΙΣ σοπράνο. Διότι αν, απλώς, πεις -ποιος;- στις σοπράνο να βγαίνουν απ’ την αριστερή, όπως βλέπουμε τον τοίχο του Ηρωδείου, πύλη φορώντας βαριές τουαλέτες, το κοινό αρχίζει να χειροκροτεί ενώ κατεβαίνουν προσεκτικά τα γλιστερά σκαλάκια για το πρώτο πατάρι/σκηνή, συνεχίζει να χειροκροτεί ώσπου να προσεγγίσσουν -διότι κινούνται αργά- τα σκαλάκια για το δεύτερο πατάρι αλλά, κατόπιν, το χειροκρότημα παύει -μόνον αν ήταν η ίδια η Κάλλας το χειροκρότημα δε θα σταματούσε, κι απ’ την Ακρόπολη να κατέβαινε…-, οπότε φτάνουν μέσα στη σιωπή, δίπλα στο πόντιουμ, υποκλίνονται αμήχανες και, τότε, το κοινό ντρέπεται και ξαναχειροκροτεί. Κι αν αυτό επαναληφθεί δέκα φορές, ε, η πλήρης αρρυθμία…
Τρίτον: Αν αποφασίσεις να δώσεις και εικόνα της Κάλλας κάνεις ένα βίντεο της προκοπής και δε ρίχνεις μια διαφάνεια ανά κομμάτι -μερικές πολύ κακές φωτογραφίες απ’ την πρώτη περίοδό της στην Ελλάδα. Αλλά, αν αυτό μόνο μπορείς, αυτό βρήκες κι αυτό βάζεις, τότε, τουλάχιστον, συνδυάζεις όλες τις διαφάνειες με τα αδόμενα ή παιζόμενα απ’ την ορχήστρα που όλα σχετίζονταν με όπερες που τραγούδησε η Κάλλας. Όχι η Χ σοπράνο να τραγουδάει «Τραβιάτα» κι εσύ να ρίχνεις φωτογραφία της Κάλλας από «Τόσκα». Κι αν, ίσως, υπήρχε, όπως κάποιος μου ’πε, πρόβλημα δικαιωμάτων, τότε βάζεις μια σταθερή φωτογραφία/πορτέτο της και σώνει...
Όσο για τη συναυλία καθαυτή πήγαινα ενθουσιασμένος, με μεγάλο καλάθι, κι έφυγα ζεματισμένος. Σε μεγάλη φωνητική κάμψη η καλή Τσέλια Κοστέα, μ’ έξοχες, θεαματικές, εντυπωσιακές κολορατούρες αλλά χωρίς εσωτερικότητα, χωρίς ίχνος, κατά τη γνώμη μου, ερμηνείας, η Χριστίνα Πουλίτση -τραγούδησε τη «Σκηνή της Τρέλας» απ’ την «Λουτσία ντι Λαμερμούρ» χαρίζοντάς μας ένα γοητευτικό χαμόγελο στο τέλος κάθε φράσης σα να τραγουδούσε «Εύθυμη χήρα»- ενώ η εκλεκτή Μυρτώ Παπαθανασίου, απ’ τις τρεις άριες που τραγούδησε, μόνο στο «Sempre Libera» απ’ την «Τραβιάτα» έδωσε, νομίζω, αυτό που ’χει τις ικανότητες να δώσει.


Κατά ριπάς συνεχίζει και φέτος την πορεία της στην ελληνική σκηνή η «Δεσποινίς Julie (Τζούλια)» του Στρίντμπεργκ…






Απογοητευτικές βρήκα τις «Βάκχες» του Έκτορα Λυγίζου που τις σκηνοθέτησε ως συμπαραγωγή με το «Θεσσαλικό Θέατρο». Στο Ηρώδειο τις είδα. Κι αναρωτιόμουνα πώς θα ’τανε στην Επίδαυρο, όπου ο χώρος είναι πολύ μεγαλύτερος, μια παράσταση σαν αυτή, «μικρή», πειραματική. Νομίζω πως του Έκτορα Λυγίζου -όπως και του Φεστιβάλ- δεν τους έγινε μάθημα ο «Προμηθέας δεσμώτης» που ο σκηνοθέτης έκανε -αποτυχία κατά τη γνώμη μου- στην Επίδαυρο πρόπερσι: ότι αυτού του είδους τις «συνεπτυγμένες», τις «αφηγηματικές», τις πειραματικές εκδοχές τις καταπίνουν τα μεγάλα αρχαία θέατρα, χρειάζονται θέατρα μικρά, σαν το «Μικρό» της Επιδαύρου, ή χώρους κλειστούς, όπως της «Πειραιώς». Κρίμα γιατί η διανομή περιλάμβανε οκτώ από καλούς έως εξαιρετικούς -μ’ επικεφαλής τον Αργύρη Πανταζάρα- ηθοποιούς.
Κι αυτά τα «αν ήμουν ο Πενθέας», «αν ήμουν ο Διόνυσος», «αν ήμουν η Αγαύη», «αν ήμουν ο Τειρεσίας» της αποστασιοποίησης τι τα ’θελαν; Αυτά τα ’κανε ο Μπρεχτ, τη δεκαετία του ’50. Αλλά στις πρόβες, όχι στις παραστάσεις.
Για να μη σας πω για τα τεράστια μοβ πανιά που ’στρωσε στο πατάρι της σκηνής η σκηνογράφος, χωρίς -άπειρη προφανώς- να σκεφτεί πως μπορεί και να σηκωθεί αέρας. Κι εκείνο το βράδυ σηκώθηκε. Και να φουσκώνουν τα πανιά σαν… πανιά σκούνας -αέρα στα πανιά σας…- κι οι ηθοποιοί ν’ αγωνίζονται να βρουν πού θα πατήσουν για να μη σαβουρντιστούν -άγχος μ’ έπιασε.





«Κάρμεν» των Αντόνιο Γάδες και Κάρλος Σάουρα, «Μπαλέτο Μπεζάρ» της Λοζάνης με χορογραφίες Μορίς Μπεζάρ, Μιχαήλ Λαβρόφσκι με «Μπαλσόι», «Σίσι: ο μύθος μιας πριγκίπισσας»… Σεπτέμβριος, ο Τρυγητής -ο μήνας με τα σταφύλια. Στο -«εκτός Φεστιβάλ» (τι γελοίος «θεσμός»…)- Ηρώδειο, τα περσινά, ξινά σταφύλια. Μη και στα σέβεντι’ς -που λέμε…-ζω; Μη και στα φίφτι’ς; Μηδέ στα σέβεντι’ς -που λέμε- ζω, μηδέ στα φίφτι’ς ανασαίνω. Στ άτιμα τα του-θάουζεντ-τεν’ς ζούμε, των αναμασημένων. Κάποιων πολύ σημαντικών, κάποιων πολύ σπουδαίων, κάποιων, ναι, αξέχαστων, αλλά αναμασημένων.



Μου συμβαίνει συχνά σε παραστάσεις: να διαβάζω, εκ των υστέρων, στα προγράμματά τους -μερικές φορές πολύ σοβαρά προγράμματα- θεωρητικά κείμενα τα οποία όχι απλώς δε συμφωνούν με τη σκηνοθετική άποψη που είδα αλλά μετωπικά συγκρούονται μαζί της. Κι απορώ: οι επιμελητές των προγραμμάτων καμιά κουβέντα δεν κάνουν, καμιά επαφή δεν έχουν με το σκηνοθέτη πριν επιλέξουν τα κείμενα;
Αλλά αυτό πια που έζησα στο πρόγραμμα του ΔΗΠΕΘΕ Κρήτης για το «Γουρούνι στο σακί» του Φεντό -ναι, Φεντό προφέρεται, όχι ΦεΫντό, ας το μάθουμε πια…- ανήκει στα… σουρεαλιστικά. «Σουρεαλιστικός ρεαλισμός» ειν’ ο τίτλος του σημειώματος του σκηνοθέτη/διασκευαστή/μουσικού επιμελητή της παράστασης Γιάννη Καραχισαρίδη. «Αυτό το έργο δεν έχει τίποτα το σουρεαλιστικό» αρχίζει το δικό του σημείωμα ο σκηνογράφος/διευθυντής φωτισμών Αντώνης Χαλκιάς. Αναρωτιέμαι πως συνεννοήθηκαν.





Για τη συγκεκριμένη παράσταση πολλά δεν έχω να πω. Μόνο να εκφράσω το θαυμασμό μου για τον Θανάση Τσαλταμπάση, συμπρωταγωνιστή της με τον Δημήτρη Πιατά: τι Τάλαντο! Τι ευφάνταστος κωμικός! Τι εκφραστικότητα, τι ευρηματικότητα, τι χιούμορ, τι κίνηση αρμονική, τι ρυθμοί! Ο Ντιφοσέ του, σε υποδειγματικό ύφος φάρσας. Αναβάθμιζε ο Θανάσης Τσαλταμπάσης, εκτόξευε τη χλιαρή, άχαρη παράσταση. Και χωρίς να χάνει το μέτρο, χωρίς να ξεφεύγει σ’ ευκολίες και χυδαιότητες. Πρωταγωνιστική στόφα! Ο κορυφαίος στη γενιά των κωμικών μας μετά τον Πέτρο Φιλιππίδη. Θέλω να ελπίζω ότι δε θα ξεφύγει, δε θα ευτελίσει το Χάρισμά του -ο δρόμος για τους κωμικούς και δη τους επιτυχημένους είναι ολισθηρός. Και θέλω να ελπίζω πως θα τον χρησιμοποιήσουν όπως του αξίζει -γιατί, αλήθεια, τα κρατικά μας Θέατρα φοβούνται τόσο τους λαϊκούς κωμικούς μας;


Έκανε και παραστάσεις για μεγάλους αλλά στο θέατρο για παιδιά κι εφήβους ήταν ταμένος ο Δημήτρης Σεϊτάνης -ηθοποιός στην αρχή, σκηνοθέτης κατόπιν. Και το ’κανε με τρόπο που να τα σέβεται τα παιδιά. Δεν ήταν ανοιχτοί κι εύκολοι οι δρόμοι που διάλεξε. Δημιούργησε το «Θέατρο Νέων», δημιούργησε, εκ του μηδενός, από ένα συνεργείο αυτοκινήτων, στην Ακαδημία Πλάτωνος, ένα υπέροχο θέατρο, το «Ακαδήμεια», έφερε απ’ την Ιταλία ένα «μαγικό χαλί» κι έστησε παραστάσεις διαδραστικές -εκατοντάδες παιδάκια χοροπήδησαν πάνω του, κι οι βαφτιστήρες μου μαζί τους-, έχασε το θέατρο αυτό -γεγονός που τον πλήγωσε βαθιά-, δίδαξε, έγραψε, αγωνίστηκε με ζέση για τα δικαιώματα των θιάσων για παιδιά και για τα δικαιώματα των παιδιών για καλό θέατρο -μέχρι το τέλος, η αγωνία του ήταν γιατί εξαιρέθηκαν απ’ τις «αναζωπυρωμένες» επιχορηγήσεις τα Θέατρα για παιδιά…
Ύπουλα τον χτύπησε ο καρκίνος. Πάλεψε μαζί του αλλά, τελικά, τον πήρε απ’ τη ζωή στις 16 Σεπτεμβρίου, πριν να προλάβει να χαρεί, όσο του άξιζε, την οκτάχρονη Ζωίτσα του. Άφησε μια αύρα θετική πίσω του ο Δημήτρης Σεϊτάνης. Η γυναίκα του, η εκπαιδευτικός Θάλεια Καλλιαντά, είμαι σίγουρος ότι θα τη διατηρήσει. Α, και… Ζωίτσα, μην κλαις και μη λυπάσαι. Ο μπαμπάς σου πάντα πλάι σου θα ’ναι, πάντα μέσα σου θα βρίσκεται -τ’ αγαπούσε πολύ τα παιδάκια. Να του χαμογελάς. 



Στόχος του είναι «μέσα σε μία δεκαετία, να δημιουργήσει τα καλύτερα πανεπιστήμια στις χώρες του Νότου». Όταν έρθει εν τη βασιλεία του. Το ’πε ο Κυριάκος Μητσοτάκης της -«νέας»- «Νέας Δημοκρατίας» στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης -και τι δεν είπε σ’ αυτή την Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης… Δηλαδή, αν κατάλαβα καλά, τα πανεπιστήμιά μας θα γίνουν σαν μιας Δανίας (του Νότου). Μωρέ, πότε έχω ξανακούσει κάτι τέτοια; Πότε έχω ξανακούσει;
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή…

2 comments:

  1. Ευχαριστώ!!! Ευχαριστώ για το Δημήτρη Σεϊτάνη, την αναφορά στο σεβασμό του προς τα παιδιά και την αγωνία του για τις επιχορηγήσεις στο θέατρο για παιδιά, αν κι εκείνος δεν είχε κανένα προσωπικό όφελος πια λόγω της ασθένειάς του... βεβαια και τότε που είχε δε λειτουργούσε ατομικά, αλλά μόνο συλλογικά και με βάση την αλληλεγγύη. ... Την αύρα του και το έργο του θα τα διατηρήσουμε. Θα εκδοθούν τα ολοκληρωμένα έργα του και θα ήθελα όποιον έχει υλικό και μνήμες γραμμένες σχετικά με το Δημήτρη να μου τα στείλει. Θα τα συγκεντρώσω πρώτ' απ' όλα για τη Ζωή και στη συνέχεια θα αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο, που είναι πολύ νωρίς ακόμη για να γνωρίζω τη μορφή του. Και πάλι, ευχαριστώ!
    Θάλεια Καλλιαντά

    ReplyDelete