February 4, 2018

Ήρθες πάλι τρελό καρναβάλι…


Το Τέταρτο Κουδούνι / 4 Φεβρουαρίου 2018 
Νέα παράταση! Μετά τα αλλεπάλληλα sold out συνεχίζονται οι αναρτήσεις για μερικές ακόμα εβδομάδες.

Με μια φαντασμαγορική τελετή, στην κατάμεστη από κόσμο πλατεία Γεωργίου, ξεκίνησε, διαβάζω, το βράδυ του Σαββάτου 21 Ιανουαρίου το Πατρινό Καρναβάλι.

Με μια φαντασμαγορική τελετή, στην κατάμεστη από κόσμο παραλία, ξεκίνησε το μεσημέρι της Κυριακής 22 Ιανουαρίου -αμέσως την επομένη- το Καρναβάλι και στην Θεσσαλονίκη.
Σήμερα και στην Αθήνα! Βασιλιάς Καρνάβαλος, ο Μίκης Θεοδωράκης. Ας ξεφαντώσουμε! (Όχι, στη φωτογραφία δεν εικονίζεται ο συνθέτης).
Όλος ο κόσμος, ένα καρναβάλι… (Συγγνώμη, Σέξπιρ, για την παράφραση). 



Δεν ήξερα ούτε τ’ όνομά του. Τον έβλεπα εδώ και χρόνια να τρέχει δώθε-κείθε στο Θέατρο «Οδού Κυκλάδων-Λευτέρης Βογιατζής» και να φροντίζει τα τρέχοντα, να λύνει προβλήματα, να εξυπηρετεί… Ευγενής, λιγομίλητος, διακριτικός… -σχεδόν αόρατος. Δυο-τρεις κουβέντες μόνο είχα ανταλλάξει μαζί του. Πίστευα ότι απλώς εργάζεται σ’ αυτό το θέατρο. Μετά τον είδα στη σκηνή -ηθοποιός.
Χρειάστηκε να φτάσει η φετινή σεζόν για να μάθω ότι λέγεται Σπύρος Αλιδάκης. Ότι είχε δουλέψει ως βοηθός σκηνοθέτη πλάι στον Λευτέρη Βογιατζή. Κι ότι, μετά το θάνατο του, συνέχισε, ως διευθυντής του θεάτρου. Φέτος, ο Σπύρος Αλιδάκης ετοίμασε στο χώρο αυτό το «Hommage». Μια παράσταση αφιέρωμα, φόρο τιμής στη άσβεστη μνήμη του Λευτέρη Βογιατζή. Μια multimedia παράσταση, μια εγκατάσταση, όπου οι μνήμες απ’ τις παραστάσεις μπλέκονται γλυκά, ονειρικά, συνειρμικά, με καλεσμένο, για κάθε Δευτερότριτο που παίζεται, ένα συνεργάτη του Λευτέρη -ηθοποιούς κυρίως-, ο οποίος μιλάει για Κείνον, αυτοσχεδιάζει, θυμάται -κάνει ελεύθερα αυτό που νομίζει καλύτερο.
Πήγα τη βραδιά που καλεσμένη ήταν η Αμαλία Μουτούση. Και συγκινήθηκα. Ο Λευτέρης ήταν εκεί. Ο Λευτέρης της «Σκηνής», ο Λευτέρης της «νέας Σκηνής»: ήχοι, ακούσματα, κοστούμια, σκηνικά αντικείμενα απ’ τις παραστάσεις του, ηθοποιοί, διάλογοι της ηχογραφημένης «Σπασμένης στάμνας» -η πρώτη παράσταση εκεί, που τη συνυπέγραφε με τον Βασίλη Παπαβασιλείου-, οι οποίοι βγαίνουν από μια κρυμμένη πηγή, σπασμένα πιάτα απ’ την τρομερή σκηνή του «Ρίτερ, Ντένε, Φος», κάτι απ’ τις τοιχογραφίες της πρώτης «Αντιγόνης» του, η κούνια κι ένας ηθοποιός με το, φτιαγμένο απ’ την Ιωάννα Παπαντωνίου, κοστούμι του Θανάση Ευθυμιάδη-Έρωτα απ’ τον «Κατσούρμπο», κάτι στεκούμενα, μουχλιασμένα νερά από Σάρα Κέιν, φωτογραφίες στους τοίχους, η Αμαλία Μουτούση, λίγο συγκινημένη, λίγο αμήχανη… -πώς να μιλήσεις για τον Λευτέρη, τι να πεις;


Θραύσματα. Αυτό είναι το «Hommage». Μνήμες που ο Σπύρος Αλιδάκης με προσοχή και σεβασμό συνέλεξε. Θραύσματα που, σιγά-σιγά, ενώθηκαν μέσα στο μυαλό μου κι επανέφεραν τη μορφή του Λευτέρη Βογιατζή, τη φωνή, τις κινήσεις, τα τικ του, την αξιαγάπητη εκείνη συμπεριφορά παιδιού στους φίλους, την αξιομίσητη εκείνη συμπεριφορά δυνάστη στους ηθοποιούς, για την οποία άκουγα σε άπειρες εκδοχές και για την οποία πολλοί μύθοι κι ανέκδοτα κυκλοφορούσαν, την εικόνα του πάνω στο παλιό μηχανάκι, να τρέχει στην Ραφήνα να προλάβει το φέρι μπόουτ για 
την Άνδρο, για να ποτίσει τα φυτά του εκεί... Θραύσματα που, σιγά-σιγά, ενώθηκαν μέσα στο μυαλό μου κι επανέφεραν εικόνες απ’ τις παραστάσεις Του. Τις μοναδικές. Που δεν έχουν ξεπεραστεί -πολλά επανέφεραν…
Μπράβο στον Σπύρο Αλιδάκη, έναν νέο άνθρωπο του θεάτρου, που ’κανε ό,τι καλύτερο για να τις (ανα)δημιουργήσει τις εικόνες αυτές, να μας γεννήσει τους συνειρμούς αυτούς. Και χαίρομαι διπλά, που η Ειρήνη Λεβίδη έχει καταφέρει, τελικά, μ’ όσα παρουσιάζονται εκεί, να διατηρήσει το θέατρο αυτό σαν κυψέλη δημιουργίας, γεγονός που, όντως, τιμά τη μνήμη του Λευτέρη Βογιατζή (Φωτογραφία 3: Στέλλα Κάλτσου).




Πολύπαθη αυτή η «Τόσκα» της Λυρικής φέτος. Στην πρεμιέρα η Τόσκα-Τσέλια Κοστέα έπαιξε και τραγούδησε με λουμπάγκο -καλά, γιατί δεν είχαν δεύτερη διανομή ή, έστω, ντουμπλίρ; Δεν το κατάλαβα αυτό. Στη δεύτερη παράσταση, η πρώτη πράξη που ’χε ήδη ξεκινήσει συνεχίστηκε χωρίς την απαραίτητη παιδική χορωδία, μέσα στον πανικό υποθέτω αλλά φαινομενικά ψύχραιμα- δε θα ’θελα να ’μαι ούτε ο μαέστρος Λουκάς Καρυτινός που διηύθυνε, ούτε ο Βαγγέλης Μανιάτης που τραγουδούσε τον Νεωκόρο κι ο οποίος έχει τη σκηνή με τα παιδιά και του βγήκε… μονόλογος, ούτε ο διευθυντής σκηνής, δηλαδή ούτε ψύλλος στον κόρφο τους…- γιατί η παιδική χορωδία είχε κλειστεί επί μια ώρα και 15 λεπτά στο ασανσέρ (του νεότευκτου, υπερσύγχρονου κτιρίου!) που ακινητοποιήθηκε. Ενώ το διάλειμμα, μεταξύ πρώτης και δεύτερης πράξης, παρατάθηκε μέχρι να βρουν τρόπο (διότι δεν τον έβρισκαν! Επί μια ώρα και 15 λεπτά!), να απεγκλωβίσουν τα πανικοβλημένα παιδιά και τους ενήλικες που, ευτυχώς, τα συνόδευαν, οι αρμόδιοι (;) του Κέντρου Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος που ελέγχεται πλέον απ’ το Δημόσιο κι όχι απ’ το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος. Το οποίο Κέντρο έχει επωμιστεί την ευθύνη (;) για τη λειτουργία των κτιρίων της Λυρικής και της Εθνικής Βιβλιοθήκης και του όλου χώρου του ΚΠΙΣΝ που, επαναλαμβάνω, μετά την ολοκλήρωση των κτιρίων, έχει περάσει απ’ το Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος στο Δημόσιο -στην αρμοδιότητα του υπουργείου Οικονομικών. Ελπίζω να ’καναν στην Λυρική ευχέλαιο για την ευόδωση των υπόλοιπων παραστάσεων (Φωτογραφία: Δημήτρης Σακαλάκης).
Πέραν του ευχελαίου, όμως -για να σοβαρευτούμε-, αναρωτιέμαι. Πρώτον: Τα ασανσέρ αυτά δεν είναι υδραυλικά -που όταν σταματήσει η λειτουργία τους αυτόματα κατεβαίνουν στον προηγούμενο όροφο και, έτσι, δεν εγκλωβίζεσαι; Δεύτερον -και βασικότερο: Αν για ένα ασανσέρ που σταμάτησε να λειτουργεί χρειάστηκε μια ώρα και 15 λεπτά για τον απεγκλωβισμό -δηλαδή η πλήρης ανικανότητα…-, τι προβλέπεται, αν -ο μη γένοιτο- κάτι πιο σοβαρό συμβεί, μια πυρκαγιά, ας πούμε, σ’ ένα χώρο που δέχεται χιλιάδες άτομα καθημερινά, για την ασφάλειά τους; Η σχετική ανακοίνωση του ΚΠΙΣΝ για το θέμα λίγο σαν κατάπλασμα μου φάνηκε… Ενώ την ανακοίνωση του Ιδρύματος Νιάρχος -που στηρίζει οικονομικά το ΚΠΣΙΝ- λίγο σαν κόλαφο την εξέλαβα. Κι έχουν δίκιο. 


Με τη διαπάλη που διαπίστωσα στις -πάρα πολλές και διαφορετικού «ύφους»- συνιστώσες του σημερινού συλλαλητηρίου καταλήγω πως το βασικό ερώτημα που τίθεται μεταξύ τους είναι: Ποιος την έχει πιο μεγάλη; (Την εθνικοφροσύνη).
(A propos... Τον στρατηγό Φρα(νθίσκο)γκούλη Φρά(ν)γκο (ξέρετε, αυτόν του συλλαλητήριου της Θεσσαλονίκης, αυτόν του «γυφτοσκοπιανοί», του «θα μας βρουν μπροστά τους» και του «Monkey Macedonia» -ξέρει και αγγλικά- δεν άκουσα σήμερα -αν και κάπου τον πήρε το μάτι μου. Πιθανόν να ’χε δουλειές στο στράτευμα -τίποτα «προετοιμασίες» με τους αγαπημένους του «έφεδρους καταδρομείς» να κάνουν, τίποτα «κινήσεις» να σχεδιάζουν…-και δεν είχε προλάβει να ετοιμαστεί.
Α, και, παιδιά, ο στρατηγός λέγεται Φραγκούλης (το βαφτιστικό του) Φράγκος (το επίθετο). Μην τα μπερδεύεται συνέχεια. Μπορεί σύντομα να χρειαστεί να τον αναφέρετε συχνότερα. Και πιο επίσημα… Και κάποτε να χρειαστεί να λέμε «μωρέ, ένας Φράγκος μας χρειάζεται». Όπως λέγανε οι «νοσταλγοί», απ’ το ’74 και μετά, «μωρέ, ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»…
Όλος ο κόσμος, μια σκηνή… (Φωτογραφία: ΑΠΕ-ΜΠΕ)



Σχετικά με τη διαμαρτυρία για την τύχη του Θεατρικού Μουσείου στην οποία κάλεσα προχτές, 2 Φεβρουαρίου, απ’ το tetartokoudouni.blogspot.com, τους καλλιτεχνικούς διευθυντές των κρατικών Θεάτρων και του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου και τους προέδρους των Τμημάτων Θεατρικών Σπουδών των Πανεπιστημίων, μπορώ να σας διαβεβαιώσω πως έχει τηρηθεί, εκ μέρους τους, σιγή ιχθύος. Άκρα του τάφου σιωπή… Πιθανόν, βέβαια να μη διάβασαν ούτε ν’ άκουσαν κάτι για την ανάρτηση -η οποία, μέχρι τώρα που γράφω, μοιράστηκε 139 φορές κι είχε 9503 επισκέψεις.
Από κύκλους, όπως συνηθίζεται να λένε κι εγώ γελάω, του υπουργείου Πολιτισμού και Αθλητισμού που, πάντως, ενδιαφέρθηκε πληροφορήθηκα ότι το θέμα έχει δρομολογηθεί, οι υπογραφές των εμπλεκομένων έχουν πέσει κι η λύση -του κτιριακού και του οικονομικού ήτοι των τεράστιων χρεών που ’χουν συσσωρευτεί- επίκειται. Κι ότι απομένουν κάποιες λεπτομέρειες για ν’ ανακοινωθεί επισήμως. Ως γεγονός απτό κι όχι ως υποσχέσεις. Μιλούμε, βέβαια, για το παρόν του Θεατρικού Μουσείου και τη σωτηρία των εκθεμάτων, του αρχείου και της βιβλιοθήκης του. Για τη λειτουργία του στο μέλλον έχουμε πολλά ψωμιά να φάμε ακόμα… Ελπίζω όχι και για τις υπεσχημένες ανακοινώσεις.
Και μια απορία: βλέποντας τις φωτογραφίες του τελευταίου και παλαιότερων ρεπορτάζ για την κατάσταση σήμερα στο Μουσείο και διαβάζοντας τα κείμενα, πέραν της αυτονόητης ευθύνης των κατά καιρούς υπουργών Πολιτισμού που προκύπτει, έχω αναρωτηθεί: η διοίκηση του Μουσείου, όταν αποφάσισε να το κλείσει, τι έκανε για την ασφάλεια των εκθεμάτων; Να σφραγιστούν οι πόρτες και παράθυρα, να κλείσουν οι τρύπες -καλά υπάρχουν και τρύπες;… Και τι είχε κάνει, για το θέμα, προηγουμένως -την περίοδο των παχέων αγελάδων; Τόσα χρόνια τι έκαναν; Αυτοί οι «κλέφτες» και τα «πρεζόνια» κι οι «γάτες» πώς και από πού μπαινοβγαίνουν; Μέτρα ασφαλείας δεν υπήρχαν; Μήπως πρέπει να ερευνηθούν κι αυτές οι παράμετροι;




Την περίμενα την παράσταση αυτή. Και μετά απ’ όσα είχα διαβάσει, με μεγάλα καλάθια πήγαινα στο «Πορεία» για την «Αγριόπαπια» του Δημήτρη Τάρλοου. Λυπάμαι αλλά η απογοήτευσή μου ήταν πλήρης -κουράστηκα, βαρέθηκα…: απ’ τη μετάφραση, απ’ τη σκηνοθεσία, απ’ τα σκηνικά και τα κοστούμια, απ’ τους ηθοποιούς -που μερικούς εκτιμώ ιδιαίτερα… Όλες οι ρυτίδες που φέρει το έργο του Ίψεν βγήκαν -σε μένα τουλάχιστον- ανάγλυφες. 



Είδα, όμως -ξαναείδα για ν ακριβολογώ- στο «Πορεία» και την «Λήθη» του Δημήτρη Δημητριάδη στην έξοχη, εδώ, σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου. Το ίδιο, αρχικό ανέβασμα του 2011/2012 αλλά με την Μαριάννα Δημητρίου να παίρνει τη σκυτάλη απ’ τον Δημοσθένη Παπαδόπουλο και την Εκάβη Ντούμα που τον ερμήνευσαν στο παρελθόν. Και να δίνει με τον δικό της τρόπο, με δύναμη κι αφοσίωση, υπόσταση στον υπαρξιακό αυτό μονόλογο του χωρίς φύλο Ανθρώπου. Του εγκιβωτισμένου, του εγκλωβισμένου σ’ ένα γυάλινο κλουβί -το έξοχο σκηνικό το οποίο έχει επινοήσει η Ελένη Μανωλοπούλου-, που, γυμνός/-ή, ενδύεται σιγά-σιγά κι ετοιμάζεται για την λύτρωση -τη Λήθη: το κλουβί αυτό σιγά-σιγά, μηχανικά να οριζοντιωθεί και να μετατραπεί, υπό τους επιβλητικούς, απόκοσμους ήχους της μουσικής του Μπλέιν Ράινινγκερ, σε γυάλινο φέρετρο.



Τώρα, γιατί ν’ ανεβεί το «Hair», η μπροντγουεϊανή εξαργύρωση, σ’ εκδοχή μιούζικαλ (1967), του κινήματος των χίπις της ειρήνης, και της άρνησης στον πόλεμο του Βιετνάμ και του ελεύθερου έρωτα, εν έτει 2017/2018, εδώ, στο «Χώρα», δεν το κατάλαβα. Δεν είχε ξαναπαρουσιαστεί στην Ελλάδα και 50th anniversary, λέει. Ε, τι να πω κι εγώ;
Η παράσταση, πάντως, του Δημήτρη Μαλισσόβα είχε ρυθμό και νεύρο κι ήταν καλοστημένη, παρά τα εμφανώς περιορισμένα μέσα της παραγωγής. Ο πρωταγωνιστής, βέβαια, Ίαν Στρατής αν και πολύ καλός φωνητικά, μου φάνηκε πολύ άπειρος και ξενέρωτος, η πρωταγωνίστρια Μαίρη Συνατσάκη άχρωμη -ουδεμία σχέση με το θέατρο αμφότεροι, τηλεοπτικά φρούτα είναι- αλλά το σύνολο των υπόλοιπων, πολύ καλό φωνητικά και χορευτικά και δουλεμένο, ανέβαζε το επίπεδο. Όπως κι ο Αιμιλιανός Σταματάκης: εκρηκτικής ενέργειας ηθοποιός, χορευτής πρώτης γραμμής και με φωνή άριστη δεν πρέπει να μείνει, όμως, στις ευκολίες του. Ας το ψάξει λίγο, ας το βαθύνει -γιατί στην επιφάνεια μένει- κι ας προσπαθήσει ν’ απαλλαγεί από μια σκηνική έπαρση που διέκρινα (Φωτογραφία: Αγγελική Κοκοβέ).



Κάποτε -απ’ την εποχή ακόμα, του Βασίλη Αργυρόπουλου, μου λέγανε- στο θέατρο τα παντελόνια τα κατέβαζαν κι έμεναν με τα σώβρακα στη χοντροφάρσα -και δώστου να λύνεται στα γέλια το κοινό το λαϊκό. Ήταν ένα προδραματικό γκέστους, ας πούμε. Τώρα πια τα κατεβάζουν ως μεταδραματικό γκέστους. Όλο και συχνότερα πια βλέπω στη σκηνή να τα κατεβάζουν. Από Τσέχοφ μέχρι Παντελή Χορν. Πού θα πάει, θα το συνηθίσω… (Φωτογραφία: Δημοσθένης Γρίβας).



Εξαιρετικό έργο το «Μαυροπούλι» του Ντέιβιντ Χάροουερ. Αγγίζει το θέμα της παιδεραστίας με πολύ τολμηρό τρόπο κρατώντας εξαιρετικά τις ισορροπίες. Στην κόψη του ξυραφιού. Το 12χρονο κορίτσι που συνήψε δεσμό με τον 40χρονο άντρα, το ’σκασαν μαζί κι εκείνος την άφησε στο ξενοδοχείο, όπου είχαν καταλύσει για μια βραδιά, πριν το σκάσουν απ’ την Αγγλία, και δε γύρισε (ή άργησε να γυρίσει), εκείνη τρόμαξε, πήρε τους δρόμους, τη βρήκαν, τον έπιασαν, καταδικάστηκε, εξέτισε την ποινή του κι όταν απολύθηκε, μ’ άλλο όνομα, σ’ άλλη πόλη, ξεκίνησε μια καινούργια ζωή αλλά εκείνη τον βρίσκει και παρουσιάζεται ξαφνικά με το ερώτημα «γιατί μ’ άφησες τότε;» είναι από μόνο του θέμα μεγάλο. Και συγκλονιστικό. Κι όπως το εξελίσσει ο συγγραφέας, σε κρατάει καθηλωμένο με την αμφισημία του.
Στην παράσταση που ο Γιώργος Κιμούλης έκανε στο «Άλμα» -και που κατέβηκε πια-, κρατώντας και το ρόλο του Ρέι, δεν κατάλαβα γιατί άλλαξε το έργο -«επεξεργασία κειμένου» το ’λεγε στο πρόγραμμα. Και, βασικά, το όπλο που ο Ρέι ανακαλύπτει στην τσάντα της κοπέλας και με το οποίο εκείνη, στο φινάλε, τον πυροβολεί -«ευρήματα» που δεν υπάρχουν στο έργο- φοβάμαι ότι αυτή την περίτεχνη αμφισημία του κειμένου την κατέστρεψαν και το μετέτρεψαν σ’ επίπεδο θριλεράκι.
Κι απ την άλλη δεν κατάλαβα γιατί οδήγησε τη Ανθή Σαββάκη/Ούνα να ξεφωνίζει απ’ την αρχή μέχρι το τέλος. Για ένα γεγονός που σημάδεψε τη ζωή της Ούνα αλλά πριν από 15 χρόνια, η οργή δεν έχει καταλαγιάσει, δεν έχει φωλιάσει μέσα της, δεν έχει γίνει -αν έχει γίνει- πικρία και δηλητήριο; Μπορεί να ’ναι ξεφωνητό; 




Ελληνικό Καρναβάλι για πάντα…

No comments:

Post a Comment