March 10, 2018

Ο Δημήτρης Καραντζάς ανεβάζει «Βρικόλακες» του Ίψεν στο «Τέχνης» με Ρένη Πιττακή, Μιχάλη Σαράντη, Θέμη Πάνου


Το Τέταρτο Κουδούνι / Είδηση 


Ο Δημήτρης Καραντζάς επανέρχεται στο «Θέατρο Τέχνης» την επόμενη χειμερινή σεζόν 2018/2019, με Ίψεν και πάλι, συνεχίζοντας τη διαρκώς ανοδική πορεία του: ανεβάζει στην αρχή του 2019, στο θέατρο «Κάρολος Κουν» της Φρυνίχου, τους «Βρικόλακες» με Κυρία Άλβινγκ την Ρένη Πιττακή


Όσβαλντ θα ’ναι ο Μιχάλης Σαράντης, Πάστορας Μάντερς ο Θέμης Πάνου, Ρεγγίνα η Ιωάννα Κολλιοπούλου, Έγκστραντ ο Κώστας Μπερικόπουλος -εξαιρετική, στο σύνολό της, διανομή.
Ο Δημήτρης Καμαρωτός θα υπογράψει τη μουσική της παράστασης, η Ιωάννα Τσάμη τα κοστούμια κι ο Τάσος Καραχάλιος την κίνηση -όλοι τακτικοί συνεργάτες του σκηνοθέτη- ενώ για τους υπόλοιπους συντελεστές γίνονται ακόμα συζητήσεις.
Στο τρίπρακτο ρεαλιστικό κοινωνικό δράμα του Χένρικ Ίψεν η Χελένε Άλβινγκ, ευκατάστατη, μεσήλικη χήρα του λοχαγού Άλβινγκ, βρίσκεται σε μια φαινομενικά ευτυχισμένη στιγμή της ζωής της: ο Όσβαλντ, ο αγαπημένος της μοναχογιός, ανερχόμενος 

ζωγράφος, έχει γυρίσει στο πατρικό του σπίτι, κάπου στην Δυτική Νορβιγία, ύστερα από μακρόχρονη παραμονή στο Παρίσι, με σκοπό να περάσει όλο το χειμώνα μαζί με τη μητέρα του, ίσως -γιατί όχι;- και να μείνει μόνιμα πια εκεί, απ’ την άλλη μόλις έχει ολοκληρωθεί το έργο της ζωής της, ένα άσυλο για φτωχά κι ορφανά παιδιά, το οποίο έχει ανεγείρει για να τιμήσει τη μνήμη του συζύγου της, του σεβαστού απ’ όλη την τοπική κοινωνία, λοχαγού Άλβινγκ που πέθανε πρόωρα, πριν από δέκα χρόνια. Το κτίριο έχει ολοκληρωθεί, τα του κληροδοτήματος έχουν όλα κανονιστεί και την επομένη απομένει η γιορτή για τα εγκαίνια του κτιρίου. Τα πάντα, όμως, που φαίνονται ρόδινα, δεν είναι. Και θ ανατραπούν εντελώς.
Για να παραστεί στη γιορτή και να εκφωνήσει τον σχετικό πανηγυρικό, φτάνει απ’ την πόλη, ο Πάστορας Μάντερς. Ο πάστορας- παλιός φίλος της οικογένειας- είναι ταυτόχρονα και οικονομικός διαχειριστής του κληροδοτήματος. Πάνω στη συζήτηση για τον Όσβαλντ, την «άτακτη» ζωή του και τις αρχές του, που αυτός, ο αφιερωμένος στο καθήκον πάστορας, κριτικάρει αυστηρά, η κυρία Άλβινγκ αρχίζει να του κάνει ανείπωτες μέχρι τότε εκμυστηρεύσεις: η ζωή της δεν ήταν καθόλου έτσι όπως φαινόταν. Ο άντρας της δεν ήταν παρά ένας αλκοολικός, γλεντζές, ερωτύλος, ανεύθυνος και τεμπέλης. Μετά από μια αποτυχημένη προσπάθεια να τον αφήσει και να φύγει -η αυστηρότητα του Πάστορα την είχε αποτρέψει τότε-, έμεινε κοντά του κι αποφάσισε να θυσιάσει τη ζωή και την ευτυχία της για να κρύψει απ’ την κοινωνία την πραγματικότητα -το ζωτικό ψεύδος, λάιτ μοτίφ του Ίψεν. Για να προστατέψει το γιο της απ’ την ολέθρια επίδραση του πατέρα του, τον έδιωξε απ’ το σπίτι κι ο νεαρός Όσβαλντ μεγάλωσε, από τότε, σε ιδιωτικά σχολεία κι ύστερα στο εξωτερικό- ενώ ταυτόχρονα πήρε η ίδια τη διαχείριση των οικονομικών της οικογένειας ενώ τα βράδια αγωνιζόταν να αποτρέψει τον Άλβινγκ απ’ το ποτό.
Η χειρότερη στιγμή, ωστόσο, θα ερχόταν τη μέρα που θα ’πιανε τον άντρα της να ερωτοτροπεί με την υπηρέτρια του σπιτιού, την Γιοχάνα. 
Καρπός απ’ το σμίξιμό τους, η Ρεγγίνα που η κυρία Άλβινγκ αποφάσισε να κρατήσει στο σπίτι της -είναι η ψυχοκόρη, σήμερα, των Άλβινγκ- εν αντιθέσει προς τη μητέρα της που, αφού την αποζημίωσε μ’ ένα σεβαστό ποσό, την πάντρεψε με τον ξυλουργό Έγκστραντ ο οποίος δέχτηκε να εμφανιστεί ως ο νόμιμος πατέρας του κοριτσιού. Κι ολ’ αυτά, για να κρατηθεί «αλέκιαστη» η τιμή της οικογένειας Άλβινγκ.
Όμως, η μοίρα ενεδρεύει. Με τα ίδια της τα μάτια η Κυρία Άλβινγκ βλέπει τον Όσβαλντ, σαν άλλος λοχαγός Άλβινγκ με την Γιοχάνα, να ερωτοτροπεί με την Ρεγγίνα. «Βρικόλακες» («φαντάσματα», «νεκροζώντανοι» θα ’ταν το πιο σωστό, ο ίδιος ο Ίψεν διαφωνούσε με τη μετάφραση στα αγγλικά του τίτλου ως «Ghosts», που όμως καθιερώθηκε), όπως λέει με απόγνωση η Κυρία Άλβινγκ στο τέλος της πρώτης πράξης.
Βλέποντας το δράμα να επαναλαμβάνεται ως τραγωδία πια αλλά δειλιάζοντας να ομολογήσει στους δυο νέους ότι είναι ετεροθαλή αδέλφια, ετοιμάζεται να διώξει και την Ρεγγίνα, να τη στείλει να μείνει με τον «πατέρα» της, τον Έγκστραντ,  
και να πει και πάλι ψέματα στο γιο της. Όμως, η πυρκαγιά, το ίδιο βράδυ, στο νεότευκτο ορφανοτροφείο, πυρκαγιά που το καταστρέφει ολοσχερώς, της δίνει την αφορμή να τα εξομολογηθεί όλα στο γιο της. Αλλά κι εκείνος έχει να της κάνει τις δικές του, συνταρακτικές εξομολογήσεις: έχει κολλήσει -όπως πιστεύει- σύφιλη, βασανίζεται απ’ την αρρώστια τα τελευταία χρόνια και γι αυτό επέστρεψε στο σπίτι του, να πεθάνει εκεί. Η επόμενη κρίση της αρρώστιας που έχει πλήξει τον εγκέφαλό του μπορεί να ’ναι μοιραία. Και παρακαλεί τη μητέρα του, όταν έρθει η κρίση κι ο εγκέφαλός του αρχίσει να εκφυλίζεται, να τον βοηθήσει ν’ αυτοκτονήσει δίνοντάς του τα χάπια μορφίνης που ’χει φέρει μαζί του. Η Κυρία Άλβινγκ, προσπαθώντας να τον παρηγορήσει, του λέει, πως η αρρώστια δεν ήταν δικό του φταίξιμο αλλά την κληρονόμησε απ’ τον πατέρα του. Η κρίση, όμως, φτάνει…

Το έργο, γραμμένο το 1881 στην Ιταλία όπου τότε ζούσε ο Νορβηγός Ίψεν και εκδομένο την ίδια χρονιά στην Κοπεγχάγη, ξεσήκωσε, με την εξαιρετικά προχωρημένη, ανατρεπτική, αδιανόητη για την προτεσταντική κοινωνία της εποχής θεματολογία του, θύελλα αντιδράσεων. Το κατηγόρησαν ως μηδενιστικό, αθεϊστικό, ότι αναφέρεται στη σύφιλι, ότι προάγει τον ελεύθερο έρωτα και διαφημίζει της έκλυτη ζωή, ότι προτείνει την αιμομιξία και την ευθανασία... Λογοκρίθηκε, απαγορεύτηκε, το βιβλίο κατέβηκε απ’ τα ράφια των βιβλιοπωλείων, απορρίφθηκε από πολλά Θέατρα…
Πρωτοπαρουσιάστηκε στις ΗΠΑ, στο Σικάγο, το 1882, από θίασο δανών και νορβηγών ερασιτεχνών, με μόνη επαγγελματία ηθοποιό, ανάμεσά τους, την Δανή Χέλγκα φον Μπλούμε που επωμίστηκε την Κυρία Άλβινγκ -το έργο ήταν γραμμένο στα δανικά, τη γλώσσα που, τότε, χρησιμοποιούνταν, ως γραπτή, στην Νορβηγία.
Οι «Βρικόλακες» ήταν το πρώτο έργο του Ίψεν που παρουσιάστηκε στην Ελλάδα. Σύμφωνα με την εγκυρότατη, εξαντλητική μελέτη «Ο Ερρίκος Ίψεν στην ελληνική σκηνή. Από τους ‘Βρυκόλακες’ του 1894 στις αναζητήσεις της εποχής μας» του σκηνοθέτη Γιάννη Μόσχου (εκδόσεις «Αμολγός») -που ξεκίνησε ως διδακτορική διατριβή του- το ιψενικό δράμα ανέβασε, στο «Θέατρο των Κωμωδιών», ο θίασος του Ευτύχιου Βονασέρα (που είχε και την άτυπη σκηνοθεσία), με Κυρία Άλβινγκ την Ελένη Αρνιωτάκη, Όσβαλντ τον ίδιο και Πάστορα Μάντερς τον Ευάγγελο Παντόπουλο. Πριν απ’ την πρεμιέρα, ο Γρηγόριος Ξενόπουλος έδωσε, με σκοπό να βοηθήσει τους θεατές να το καταλάβουν, μια μικρή εισαγωγική διάλεξη για το έργο που θα γίνει, πάντως, εχθρικά δεκτό απ’ τον Τύπο αλλά θα ’χει επιτυχία στο κοινό.
Έκτοτε οι «Βρυκόλακες» παρουσιάστηκαν στην ελληνική σκηνή περισσότερο από κάθε άλλο έργο του Ίψεν -τουλάχιστον μέχρι το 1999 που καταγράφει τις ιψενικές παραστάσεις η μελέτη του Γιάννη Μόσχου.
Το πιο πρόσφατο ανέβασμα του έργου στην Ελλάδα ήταν μια συμπαραγωγή του ΔΗΠΕΘΕ. Κοζάνης με το θεσσαλονικιώτικο Θέατρο «Τ», σε σκηνοθεσία Γλυκερίας Καλαντζή, που παίχτηκε στα δυο Θέατρα, στην Κοζάνη και στην Θεσσαλονίκη αντίστοιχα, τη σεζόν 2015/2016, με Κυρία Άλβινγκ την Ελένη Δημοπούλου, Όσβαλντ τον Δημήτρη Φουρλή, Πάστορα Μάντερς τον Δημήτρη Ναζίρη.
Στην Αθήνα -στην περιφέρεια- το έργο παρουσιάστηκε για τελευταία φορά το χειμώνα 2014/2015, στο θέατρο «Διθύραμβος», στο Μαρούσι, σε σκηνοθεσία Έφης Νιχωρίτη, με την ίδια ως Κυρία Άλβινγκ, Όσβαλντ τον Σάββα Πετρίδη και Πάστορα Μάντερς τον Τάσο Ράπτη.
Σε κεντρικό αθηναϊκό θέατρο για τελευταία φορά το ’χει ανεβάσει ο Στάθης Λιβαθινός στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας, το χειμώνα 2013/2014, για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη που ερμήνευσε την Κυρία Άλβινγκ, με Όσβαλντ τον Κώστα Βασαρδάνη και Πάστορα Μάντερς τον Νίκο Χατζόπουλο.
Οι «Βρικόλακες» είναι ο τρίτος Ίψεν με τον οποίο καταπιάνεται ο Δημήτρης Καραντζάς στη δεκάχρονη καριέρα του -τα δυο πρώτα έργα ήταν απ’ τα σπανιότερα παιζόμενα στην Ελλάδα του Ίψεν: ξεκίνησε με τον «Μικρό Έγιολφ» που παρουσίασε με την Ομάδα «Grasshopper» στο Φεστιβάλ Αθηνών 2012, στη Μικρή Σκηνή του θεάτρου «Πόρτα» -παράσταση που επαναλήφθηκε στον
ίδιο χώρο το χειμώνα 2012/2013-, και συνέχισε με το «Όταν ξυπνήσουμε εμείς οι νεκροί» που ανέβασε στο «Υπόγειο», το 2015/2016 -παράσταση που σήμανε και την πρώτη συνεργασία του τόσο με το «Θέατρο Τέχνης» όσο και με την Ρένη Πιττακή (η οποία τώρα δρέπει δάφνες με μια συγκλονιστική ερμηνεία στο -βασισμένο στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ- «Misery» του Γουίλιαμ Γκόλντμαν, με τον ισάξιο Λάζαρο Γεωργακόπουλο πλάι της, σε σκηνοθεσία -εξαιρετική παράσταση- Τάκη Τζαμαργιά, στο «Ιλίσια Βολανάκης») η οποία ερμήνευσε την Ιρένε, και που παρουσιάστηκε τον Σεπτέμβριο του 2016, και στο Όσλο, στο πλαίσιο του «Διεθνούς Φεστιβάλ Ίψεν» το οποίο διοργανώνεται, ανά διετία, απ’ το Εθνικό Θέατρο της Νορβηγίας.
Θυμίζω ότι ο Δημήτρης Καραντζάς στην αρχή της σεζόν 2018/2019 πρόκειται να κάνει τον «Γυάλινο κόσμο» του Τενεσί Γουίλιαμς, στο θέατρο «Οδού Κεφαλληνίας», για την «Πράξη» της Μπέττυς Αρβανίτη, με Αμάντα την ίδια, Τομ τον Χάρη Φραγκούλη, Λόρα την Ελίνα Ρίζου, όπως σας έχω ήδη γράψει εδώ, στις 22 Δεκεμβρίου αλλά και Τζιμ -άλλη μια είδηση- τον Έκτορα Λιάτσο τον οποίο ξεχώρισα στο «Η καρφίτσα ή Απλά μαθήματα επιβίωσης» της Ελένης Ζιώγα, που είδα στο «Bios», σ’ επιμέλεια σκηνοθεσίας Έφης Καρακώστα (Φωτογραφίες: 1. Γκέλυ Καλαμπάκα, 4. Constantinos Caravatellis, 6. Χρυσαφένια Μόσχου, 11. Μαριάννα Τζουβελέκη).

No comments:

Post a Comment